Από τότε που τελείωσε ο πολυετής εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις εθνοτικές ομάδες των Χούτου και των Τούτσι που κόστισε τη ζωή σε 300.000 ανθρώπους, το Μπουρούντι, μια μικρή και εξαιρετικά φτωχή χώρα της κεντρικής Αφρικής, διένυσε μια σχετικά ήρεμη δεκαετία. Όμως οι βίαιες πορείες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που άρχισαν να σημειώνονται κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων και κορυφώθηκαν την Τετάρτη με μια απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος κατά του προέδρου της χώρας Πιερ Νκουρουνζίζα, απειλούν να τερματίσουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο την περίοδο εύθραυστης ειρήνης που βίωσαν οι δέκα εκατομμύρια κάτοικοί του Μπουρούντι.
Οι εντάσεις, οι οποίες πλέον έχουν εξελιχθεί σε ένοπλες συγκρούσεις, μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών ξεκίνησαν τον Απρίλιο, όταν ανακοινώθηκε ότι ο Πιερ Νκουρουνζίζα, ο οποίος υπήρξε ηγέτης των ανταρτών Χούτου (αποτελούν την πλειονότητα στη χώρα) κατά τον Εμφύλιο, θα επιδιώξει μία τρίτη θητεία. Χιλιάδες άνθρωποι κατέλαβαν τους δρόμους της Μπουζουμπούρα, πρωτεύουσας του Μπουρούντι, δηλώνοντας ότι η επιδίωξη του Νκουρουνζίζα, οποίος κατέχει την εξουσία από το 2005, παραβιάζει το όριο των δύο θητειών που προβλέπεται από το Σύνταγμα καθώς και την ειρηνευτική συμφωνία της Αρούσα (πόλη της Τανζανίας) με την οποία τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος το 2005.
Την Τετάρτη, ο Γκοντφρουά Νιγιομπαρέ, ανώτατος αξιωματικός του στρατού του Μπουρούντι, επίσης μέλος της ομάδας των Χούτου και έμπιστος του προέδρου Νκουρουνζίζα έως τον περασμένο Φεβρουάριο όταν απομακρύνθηκε από τη θέση του επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, δήλωσε πως καθαίρεσε τον πρόεδρο και ότι εργάζεται με οργανώσεις των πολιτών για το σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης. Την ίδια ώρα, ο Νκουρουνζίζα βρισκόταν στην Τανζανία όπου συμμετείχε σε σύνοδο κορυφής ηγετών αφρικανικών χωρών με θέμα την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του. Το γραφείο του προέδρου απέρριψε γρήγορα τη δήλωση του Γκοντφρουά Νιγιομπαρέ κάνοντας λόγο «για ένα αστείο και όχι για ένα πραξικόπημα». Πλήθος κόσμου, ωστόσο, είχε ήδη κατέβει στους δρόμους της πρωτεύουσας επευφημώντας και τραγουδώντας ενώ στρατιώτες περικύκλωναν το κτίριο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης.
Την Πέμπτη, όμως, ο επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων του Μπουρούντι, δήλωσε ότι η απόπειρα πραξικοπήματος απέτυχε και πως κυβερνητικές δυνάμεις έχουν υπό τον έλεγχό τους την κατάσταση. Μερικές ώρες αργότερα, μέσω μηνύματός του που μεταδόθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο, ο πρόεδρος Νκουρουνζίζα καταδίκασε την απόπειρα πραξικοπήματος, δηλώνοντας ότι είναι έτοιμος να συγχωρέσει όλους όσοι από τους στρατιώτες που συμμετείχαν στην απόπειρα αποφασίσουν να παραδοθούν. Εκπρόσωπος του Νκουρουνζίζα ανακοίνωσε στη συνέχεια πως κυβερνητικές δυνάμεις έχουν υπό τον έλεγχό τους τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό, το αεροδρόμιο της Μπουζουμπούρα καθώς και τα προεδρικά γραφεία.
Πάντως η ανταλλαγή πυρών μεταξύ των πιστών στον πρόεδρο Νκουρουνζίζα στρατιωτών και εκείνων που υποστηρίζουν την απόπειρα πραξικοπήματος συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ της Πέμπτης. Από τότε που ξέσπασαν οι ταραχές έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 20 άνθρωποι ενώ σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, τουλάχιστον 70.000 πολίτες του Μπουρούντι εγκατέλειψαν τη χώρα, καταφεύγοντας σε γειτονικά κράτη.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου που έληξε το 2005, ο στρατός διοικούταν από τον μειονοτικό πληθυσμό των Τούτσι που μαχόταν κατά ομάδων των Χούτου οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα των πολιτών του Μπουρούντι. Από τότε, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αναμορφώθηκαν με στόχο την συγχώνευση των αντίπαλων παρατάξεων αλλά αποδεικνύεται πως στις τάξεις του εξακολουθούν να υπάρχουν βαθιά ρήγματα και όχι μόνο εθνοτικά, γεγονός που εντείνει την ανησυχία τόσο των γειτονικών αφρικανικών χωρών όσο και της διεθνούς κοινότητας για ενδεχόμενη επιστροφή στη βία και μετάδοση της κρίσης σε γειτονικά κράτη, όπως η Ρουάντα, η Τανζανία και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Υπενθυμίζεται ότι το 1994, στη Ρουάντα, μέλη της φυλής των Χούτου, μέσα σε διάστημα 100 ημερών, δολοφόνησαν από 500.000 έως και 1.000.000 ανθρώπους, μέλη της φυλής των Τούτσι, σε μία από τις χειρότερες γενοκτονίες του 20ου αιώνα.



