Αν υπάρχει ένας μουσικός που να αντιπροσωπεύει πλήρως τη μετά Κολτρέιν δημιουργική εξέλιξη της τζαζ, αυτός είναι ο σαξοφωνίστας Ντέιβιντ Μάρεϊ. Κάτοχος ενός μοναδικού, αφηρημένου, σχεδόν εξπρεσιονιστικού αυτοσχεδιαστικού στYλ που αγαπήθηκε στα 60ς μέσα από τους Αλμπερτ Αϊλερ και Αρτσι Σεπ, ο Ντέβιντ Μάρεϊ ξεχώρισε για τον βαθύ και σκοτεινό ήχο του αλλά και το βίαιο επιθετικό βιμπράτο του. Μεγαλωμένος σε μουσικό περιβάλλον από μικρός αγάπησε την εκκλησιαστική μουσική που αργότερα συνδύασε με το πάθος του Σόνι Ρόλινς και του Μπεν Γουέμπστερ.Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως μέλος του World Saxophone Quartet (μέλος του οποίου συνεχίζει πάντα να είναι) παίρνει τον ήχο του σαξοφώνου από εκεί που τον άφησε ο Αλμπερτ Αϊλερ και του προσθέτει ακόμη περισσότερες μπλουζ και γκόσπελ προσεγγίσεις με μια σύγχρονη όμως προοπτική και βλέψη, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να γίνεται το Νο 1 στο σαξόφωνο. Από εκεί και πέρα, ο Ντέιβιντ Μάρεϊ έγραψε κυριολεκτικά με τον δικό του τρόπο, προσέγγιση και ήχο, την ιστορία της σύγχρονης τζαζ – πράγμα που συνεχίζει να το κάνει ακατάπαυστα ως τις μέρες μας. Ο Ντέιβιντ Μάρεϊ είναι ίσως ο πιο παραγωγικός τζάζμαν που έχει περάσει ποτέ από τη δισκογραφία – έχει συνεργαστεί σχεδόν με τους πάντες.

Πώς βλέπετε τον εαυτό σας μέσα στην τζαζ κοινότητα σε αυτό το σημείο της καριέρας σας;

«Βλέπω τον εαυτό μου ως καινοτόμο, που έχει το δικό του στυλ, έτσι όπως αυτό έχει εξελιχθεί μέσα από τη μελέτη μου στην τζαζ. Γράφω τα δικά μου τραγούδια και μερικά από αυτά έχουν γίνει κλασικά, τουλάχιστον στην underground σκηνή των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Κάποιοι με αγαπούν, κάποιοι με μισούν».
Πώς ήταν να διαπαιδαγωγηθείτε στην Church of God in Christ και την ίδια ώρα να αποκτήσετε ενδιαφέρον για την τζαζ;
«Οι πρώτες μου μνήμες από τη μουσική είναι να παίζω ανάμεσα στα πεντάλ την ώρα που η μητέρα μου έκανε πρόβα στο εκκλησιαστικό όργανο στην εκκλησία και να την ακούω να παίζει στις 5.30 το απόγευμα όταν συναντούσε τον πατέρα μου μετά τη δουλειά του, που ήταν οδοκαθαριστής στο Μπέρκλεϊ. Επαιζε πιο δυνατά ως τις 7.30 και μας ξυπνούσε κάθε πρωί παίζοντας πάλι. Γι’ αυτό έγραψα και το τραγούδι «Morning Song». Με έμαθε να γράφω μουσική προτού μάθω να γράφω στο σχολείο».
Ακούμε περισσότερο Γουέμπστερ ή Ρόλινς στο παίξιμό σας;
«Τώρα μάλλον όλους όσοι ήταν σημαντικοί στο τενόρο σαξόφωνο. Αγαπώ τον Μπεν και τον Σόνι όπως επίσης όμως και τον Κολτρέιν, τον Αρτσι Σεπ και τους δύο Κόλμαν, τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Ταμπ Σμιθ και τους υπόλοιπους αλλά κυρίως τον Μάρεϊ».
Οι συνεργασίες φαίνεται να καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος σε αυτά που κάνετε. Γίνεται συνειδητά;
«Ηρθε μόνο με τον χρόνο καθώς έψαχνα για νέο ήχο. Κάποιοι άνθρωποι σε κάνουν να αλλάξεις προκειμένου να παίξεις μαζί τους. Είναι σημαντικό για εμένα να αλλάζω προκειμένου να εξελίσσομαι και να παράγω νέο υλικό. Οταν δουλεύεις με τραγουδιστές δημιουργούνται νέες μεταβλητές στο περιεχόμενο ώστε να πετύχεις».
Μπορείτε να μου μιλήσετε για τη συνεργασία σας με τη Μέισι Γκρέι και τους Grateful Dead;
«Η Μέισι Γκρέι ήρθε σε εμένα όταν η παραγωγός μου Βάλερι Μάλοτ μου ζήτησε να ενορχηστρώσω και να διευθύνω ένα πρότζεκτ για αφρικανούς καλλιτέχνες όπως η Μίριαμ Μακέμπα και ο Φέλα Κούτι. Στο πρότζεκτ συμμετείχαν ο Τόνι Αλεν, ο ντράμερ του Φέλα και οι Quest Love και Tarik των Roots. Η Μέισι ήρθε για τα τραγούδια της Μακέμπα και ήταν πολύ καλή. Στη συνέχεια η Μέισι με ρώτησε αν μπορούσα να κάνω κάποιες ενορχηστρώσεις για Big Band στα κομμάτια της και έτσι άρχισε η συνεργασία μας. Με τους Dead ήταν διαφορετικά. Με κάλεσαν να συμμετέχω σε ένα έργο για το Broadway και κατέληξε να παίζουμε μαζί, μια μοναδική εμπειρία. Τελικά έφτιαξα ένα οκτέτο πάνω στη μουσική τους που είχε καλή αποδοχή».
Πιστεύετε ότι υπάρχει μια διαφορετικού είδους αποδοχή της τζαζ στην Ευρώπη από τις ΗΠΑ;
«Ναι, ο πήχης μοιάζει να είναι λίγο πιο χαμηλός στην Ευρώπη. Πολλά συγκροτήματα που δεν μπορούν να τα καταφέρουν στις ΗΠΑ γίνονται επιτυχημένα στην Ευρώπη. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ταυτιστούν με τους μουσικούς στη σκηνή. Πιθανότατα θα ήταν το ίδιο αν έπαιζαν οι Ευρωπαίοι στην Αφρική. Θα υπήρχε ένα πολιτιστικό κενό μεταξύ κοινού και καλλιτέχνη. Εμαθα παίζοντας με τους Grateful Dead ότι το κοινό έχει την ανάγκη να ταυτίζεται με τον καλλιτέχνη. Τα γκόσπελ και τα μπλουζ λείπουν από την ευρωπαϊκή τζαζ, αυτό είναι που την κάνει ευρωπαϊκή τζαζ».
Υπάρχουν σημάδια νέας κινητικότητας, ζωντάνιας, διαφορετικές μπάντες, διαφορετικοί μουσικοί στο σημερινό σκηνικό;
«Βεβαίως πάντα θα υπάρχει μια νέα μορφή εξέλιξης γιατί η πραγματική τζαζ πρέπει να εξελίσσεται ώστε να ακούγεται φρέσκια».
Τα σχέδιά σας για το μέλλον;
«Να συνεχίζω να μαθαίνω, να παίζω, να κάνω έρωτα και να φέρνω χαρά στον πλανήτη».
πότε & πού:

Από την Παρασκευή 27 Μαρτίου ως τη Δευτέρα 30 Μαρτίου το David Murray Trio εμφανίζεται στο Half Note (Τριβωνιανού 17, Μετς, τηλ.210 9213.310)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ