Με αφορμή τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης και με καθυστέρηση τεσσάρων προεκλογικών και δύο μετεκλογικών εβδομάδων έλαβε, επιτέλους, χώρα το πολυαναμενόμενο debate Σαμαρά – Τσίπρα.
Έγινε, βέβαια, κατόπιν εορτής και με διαφορετικούς όρους. Εντός Βουλής, με κοινοβουλευτικούς και όχι τηλεοπτικούς κανονισμούς, κυρίως, όμως, με τετελεσμένες τις εκλογές, τα αποτελέσματα των οποίων θα μπορούσε, υποτίθεται, να επηρεάσει, αν είχε γίνει στην προεκλογική του ώρα.
Η διαφορά δεν είναι μικρή. Είναι, αντιθέτως, μάλλον κρίσιμη. Δεν αφορά μόνο στο βαθμό ενδιαφέροντος που παρουσίασε η μεταξύ των δύο αρχηγών αντιπαράθεση. Αφορά, πολύ περισσότερο, στα κριτήρια με τα οποία εφεξής θα αξιολογείται η «πολιτική ανταγωνιστικότητα» τους.
Ο κ. Σαμαράς δεν είναι πλέον Πρωθυπουργός. Είναι Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Η σημασία των λόγων του περιορίζεται αυτόχρημα εκ των πραγμάτων, με τις περιστάσεις να «αδικούν» εκ προοιμίου το περιεχόμενό τους. Πολλώ δε μάλλον που από τα χείλη του διαδόχου του κρεμόταν στην κοινοβουλευτική συζήτηση όχι μόνο η ελληνική κοινή γνώμη, αλλά ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνον.
Υπ’ αυτές τις επικοινωνιακά δυσμενείς συνθήκες, η προσπάθεια του Προέδρου της Ν.Δ. να βρει το όποιο «χαμένο δίκιο» του και να τονώσει την πληγωμένη προσωπική του εικόνα δεν είναι εύκολο να αποδώσει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, η αναφορά του στα «επιτεύγματα» (πλεονάσματα) της κυβέρνησής του μπορεί μεν δικαίως να τονίζει την «οφειλή» της νέας κυβέρνησης σε ένα πλεονέκτημα που ενισχύει τη διαπραγματευτική της θέση, ελάχιστη, όμως, ανταπόκριση μπορεί να βρει σε ένα εκλογικό
σώμα σχεδόν εκστασιασμένο από τους θεαματικούς χειρισμούς των νέων επιτελών του Μεγάρου Μαξίμου.
Επίσης, η διαβεβαίωσή του ότι, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της πρώην Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο ίδιος θα στηρίξει την εθνική προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης για έξοδο από το «επαχθές μνημόνιο», υπό την προϋπόθεση πάντα ότι η χώρα θα παραμείνει εντός της ευρωζώνης, του δίνει μεν τη δυνατότητα να ευθυγραμμισθεί με το κοινό (πατριωτικό) αίσθημα, δεν μπορεί, όμως, να ισοφαρίσει το «ηθικό πλεονέκτημα» που έχει ήδη αποκτήσει ο αντίπαλός του ως άφθαρτος από την εξουσία ηγέτης, που, επιπλέον, αναλαμβάνει το γενικό πρόσταγμα της εκστρατείας για την εξυγίανση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων της κοινωνίας με το Κράτος.
Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, το πρόβλημα του Προέδρου της Ν.Δ. δεν είναι η αποκατάσταση της υστεροφημίας του, ούτε η έμμεση και εκ των ενόντων συμμετοχή του σε μία ενδεχόμενη επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων της νέας κυβέρνησης με τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Το πρόβλημά του είναι λιγότερο συγκυριακό. Είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τα νέα στρατηγικά δεδομένα της μετεκλογικής περιόδου. Είναι, με άλλα λόγια, ένα πρόβλημα αντίστοιχο με αυτό που παρουσιάζεται στις εφαρμογές των τεχνικών συστημάτων όταν προκύπτει αστοχία των υλικών τους.
Στην τεχνική της επικοινωνίας η αστοχία υλικού παρουσιάζεται όταν το μέσο που χρησιμοποιείται για να εκφράσει ένα (ή περισσότερα) επιχείρημα(τα) δεν είναι, από τη φύση και τη θέση του, κατάλληλο να το(τα) μετατρέψει σε μήνυμα(τα) ικανό(α) να φθάσει(σουν) με ευστοχία στο εκάστοτε σκοπούμενο ακροατήριο. Επειδή ακριβώς το μέσο είναι πάντα το μήνυμα, το μήνυμα αστοχεί όταν το μέσο δεν μπορεί να το στείλει.
Στην προκειμένη περίπτωση, το μέσο είναι το πρόσωπο. Από αυτό το πρόσωπο εξαρτάται η ακύρωση ή η ενδυνάμωση της επιχειρηματολογίας που επιστρατεύεται σε έναν πολιτικά ανταγωνιστικό διάλογο. Διότι, καλώς ή κακώς, η επικοινωνιακή αξία της επιχειρηματολογίας δεν ορίζεται αναγκαστικά από την ουσία του συνειδητά ελεγχόμενου περιεχομένου της, αλλά από τα μη συνειδητά ελεγχόμενα συμφραζόμενά της. Από τους ελεύθερους συνειρμούς που παράγονται ανάλογα με το ποιός λέει τι, πότε και πώς.
Με αυτή την έννοια, ο μετεκλογικός Αντώνης Σαμαράς δύσκολα μπορεί να αποφύγει τις, μάλλον, αναπόφευκτες συνέπειες του επικοινωνιακού νόμου. Εξ αιτίας του, άλλωστε, το πρόσωπό του ταυτίζεται εξ αντικειμένου με το «αρνητικό μήνυμα» που εξ αποτελέσματος εμπεριέχει η εκλογική αποδοκιμασία της πολιτικής του, η πολιτική ήττα της παράταξής του και η στρατηγική σημασία της έκβασης που είχε όχι μόνο η αναμέτρηση των «μνημονιακών» με τις «αντιμνημονιακές»
δυνάμεις, αλλά και η άλλη, σημαντικότερη ίσως, αναμέτρηση του «παλιού πολιτικού συστήματος» με το «νέο» που έφεραν στο προσκήνιο οι «επικοινωνιακοί αστέρες» του νέου πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Η σταδιοδρομία του και η μακροημέρευσή του δε θα εξαρτηθεί μόνον από την τύχη της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μας. Θα εξαρτηθεί, πολύ περισσότερο, από την επιτυχή ή μη διαχείριση των προσδοκιών που έχει, εν τω μεταξύ, δημιουργήσει και το δείκτη ανταπόκρισης στο κοινωνικό αίτημα για μια ποιοτική αλλαγή των κομματικών (εκ)προσωπήσεων.
Αυτό το μετεκλογικό διακύβευμα δεν αφορά, βεβαίως, μόνο στη Ν.Δ. και στο ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά, γενικότερα, στο σύνολο των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών και των προσώπων που θα πρωταγωνιστήσουν στην ανανέωσή τους.
* Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής



