«Τελικά άρχισε η διαδικασία εκλογής και ύστερα από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες εξελέγην Πρόεδρος με 153 ψήφους. Την εκλογή μου, με τον μίζερο τρόπο που έγινε, ήταν φυσικό να μην την δεχθώ με ικανοποίηση». Τις σκέψεις του αυτές κατέγραφε σε ιδιόχειρο σημείωμά του το 1990 («Αρχείο», τ. 12) ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής περιγράφοντας τις συνθήκες της δεύτερης εκλογής του στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα έπειτα από πρόταση του τότε αρχηγού της ΝΔ
Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αποτυπώνοντας έτσι την πεποίθησή του περί του αποδυναμωμένου ρόλου του Προέδρου μετά τη συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986.
Ο Καραμανλής φοβόταν ότι «η πολύπλευρη αποδυνάμωση του Πολιτεύματος, σε συνδυασμό με την νοσηρή διάρθρωση της πολιτικής ζωής (σ.σ.: είχαν προηγηθεί το σκάνδαλο Κοσκωτά και το «βρώμικο ’89»), θα καθιστούσε αμφιβόλου χρησιμότητας την παρουσία μου στην Προεδρία της Δημοκρατίας», όπως έγραφε. Η «αναγωγή» των διαπιστώσεων εκείνων στις σημερινές συνθήκες βαθιάς πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής απαξίωσης υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης τις καθιστά αξιοσημείωτα επίκαιρες εν όψει και της επικείμενης προεδρικής εκλογής.
Από τις υπερεξουσίες που έδινε το Σύνταγμα του 1975 στον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα να παύει την κυβέρνηση και να διαλύει την Βουλή, ο θεσμός της Προεδρίας της Δημοκρατίας αποδυναμώθηκε με το Σύνταγμα του 1986 που περιόρισε τον ρόλο του εκάστοτε ενοίκου της Ηρώδου Αττικού σε συμβολικό και διεκπεραιωτικό.
Τα «παρατράγουδα» του 1990
Αν σήμερα για τον Αντ. Σαμαρά είναι απευκταίο το ενδεχόμενο μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας καθώς η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές, το 1990 ο κ. Μητσοτάκης κατόρθωσε να επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις με «όχημα» την προεδρική εκλογή προκειμένου να ολοκληρώσει τον βίο της η οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο Καραμανλής αρνήθηκε σε πρώτη φάση να εμπλακεί και η διαδικασία των ψηφοφοριών απέβη άκαρπη, με διάφορα ευτράπελα να κυριαρχούν: η βουλευτής των Οικολόγων Μαρίνα Δίζη είχε σηκώσει μέσα στην αίθουσα της Ολομέλειας ένα πανό που έγραφε: «Φτάνει το θέατρο για το “συν 1” (σ.σ.: αφορούσε τον εκλογικό νόμο), τον Πρόεδρο και το νέφος», πυροδοτώντας την έκρηξη της Αννας Συνοδινού που εξοργισμένη αποχώρησε και την επομένη παραιτήθηκε από βουλευτής! Η ΝΔ ψηφίζοντας «παρών» και στις τρεις ψηφοφορίες «μπλόκαρε» την προεδρική εκλογή προκαλώντας εκλογές.
Οι κάλπες στήθηκαν στις 8 Απριλίου 1990 και μετά τη νίκη της ΝΔ ο κ. Μητσοτάκης πρότεινε για την Προεδρία τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος παρά τους ενδοιασμούς του δέχθηκε προσβλέποντας στο να αποτελέσει παράγοντα σταθεροποίησης και ομαλότητας, ενώ δεν θα διστάσει να γράψει τότε στις σημειώσεις του για τον κ. Μητσοτάκη: «Εγνώριζε ότι η παρουσία μου στην Προεδρία θ’ αποτελούσε εγγύηση για την συνοχή του κόμματος και συνεπώς και για την σταθεροποίηση της ηγεσίας του». Ο Καραμανλής εξελέγη κατά τη δεύτερη ψηφοφορία με 153 ψήφους, έχοντας απέναντί του τον υποψήφιο του ΠαΣοΚ Ιωάννη Αλευρά (125 ψήφοι) και του ενιαίου Συνασπισμού ακαδημαϊκό κ. Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο (21 ψήφοι).
Οι πρώτοι Πρόεδροι
Η πρώτη εκλογή Καραμανλή στο ύπατο αξίωμα έγινε το 1980 με 179 ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία, 181 στη δεύτερη και 183 ψήφους στην τρίτη κατά την οποία απέσπασε την υποστήριξη και βουλευτών της ΕΔΗΚ και της ακροδεξιάς Εθνικής Παράταξης, που κατόπιν οδηγήθηκαν σε διάλυση, ενώ το ανερχόμενο τότε ΠαΣοΚ είχε αρνηθεί την ψήφο και το ΚΚΕ είχε επιλέξει το «λευκό». Τις διαρροές ψήφων διευκόλυνε τότε η μυστικότητα της ψηφοφορίας, κάτι που άλλαξε με την αναθεώρηση του 1986.
Ο Καραμανλής διαδέχθηκε στο ύπατο αξίωμα τον στενό συνεργάτη του ακαδημαϊκό
Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ο Τσάτσος είχε εκλεγεί Πρόεδρος το 1975, χρονιά που ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα το οποίο καθιέρωνε το πολίτευμα της Προεδρευομένης Δημοκρατίας. Εξελέγη με 210 ψήφους έχοντας ανθυποψήφιό του τον
Παναγιώτη Κανελλόπουλο που πρότεινε η Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις και έλαβε 65 ψήφους. ΠαΣοΚ και Ενωμένη Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού κ.λπ.) επέλεξαν το «λευκό». Του Τσάτσου είχε προηγηθεί ως μεταβατικός Πρόεδρος ο ακαδημαϊκός
Μιχαήλ Στασινόπουλος που εξελέγη 10 ημέρες μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 με το οποίο καταργήθηκε η Βασιλεία (είχε λάβει 206 ψήφους).
Σαρτζετάκης και Στεφανόπουλος
Από τα… έγχρωμα ψηφοδέλτια στη συναίνεσηΗ πιο επεισοδιακή προεδρική εκλογή της Μεταπολίτευσης ήταν του 1985 που σημαδεύθηκε από τον «αιφνιδιασμό» του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ενώ είχε καλλιεργήσει το κλίμα υπέρ της επανεκλογής Καραμανλή πρότεινε τον Χρ. Σαρτζετάκη, ανακριτή της υπόθεσης Λαμπράκη, προκαλώντας ακόμη και την παρέμβαση του τότε αμερικανού υπουργού Αμυνας Κάσπαρ Γουάινμπεργκερ, ο οποίος δεν είχε διστάσει να μιλήσει για «απρεπή αθέτηση υπόσχεσης» προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος παραιτήθηκε στις 10 Μαρτίου 1985 για το υπόλοιπο της προεδρικής θητείας του, ενώ απέρριψε την πρόταση της ΝΔ να είναι υποψήφιος.
Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. Ο Αλευράς ανέλαβε καθήκοντα προσωρινού Προέδρου, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, και δεν πήρε μέρος στις πρώτες δύο ψηφοφορίες, όπου ο κ. Σαρτζετάκης συγκέντρωσε αντιστοίχως 178 «Ναι» (ΠαΣοΚ και ΚΚΕ), 3 «λευκά», 3 άκυρα και 181 «Ναι», ένα «λευκό» και 3 άκυρα, ενώ οι βουλευτές της ΝΔ αρνήθηκαν ψήφο. Στη δεύτερη ψηφοφορία συνέβησαν δύο πρωτοφανή γεγονότα: ο αντιπρόεδρος της Βουλής Μιχαήλ Στεφανίδης διένειμε έγχρωμα ψηφοδέλτια με το όνομα του κ. Σαρτζετάκη (χρώματος… βεραμάν!), κάτι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων για παραβίαση της μυστικότητας, με αποτέλεσμα ο βουλευτής Ιωαννίνων της ΝΔ Ελευθέριος Καλογιάννης να αρπάξει την κάλπη και να φύγει από την αίθουσα! Η κάλπη αργότερα επεστράφη, ενώ στην τρίτη ψηφοφορία ψήφισε και ο εκτελών χρέη Προέδρου Δημοκρατίας Ιωάννης Αλευράς, κάτι που προκάλεσε μια άλλη μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων αλλά και των συνταγματολόγων. Ο κ. Σαρτζετάκης συγκέντρωσε τον «μαγικό» αριθμό των 180 ψήφων και εξελέγη.
Μετά τη λήξη της δεύτερης θητείας του Καραμανλή το 1995, καθήκοντα Προέδρου αναλαμβάνει ο Κωστής Στεφανόπουλος. Προτάθηκε από τον Αντ. Σαμαρά, τότε πρόεδρο της Πολιτικής Ανοιξης, και απέσπασε τη στήριξη του ΠαΣοΚ, το οποίο δεν επιθυμούσε εκλογές. Συγκέντρωσε 181 «Ναι», ενώ ο Αθανάσιος Τσαλδάρης, που προτάθηκε από τον τότε πρόεδρο της ΝΔ Μιλτιάδη Εβερτ, είχε λάβει 109 ψήφους. Η γενική αναγνώριση που κέρδισε τότε εξασφάλισε στον κ. Στεφανόπουλο δεύτερη συνεχή θητεία το 2000 με την πανηγυρική επανεκλογή του, έχοντας αυτή τη φορά και τη στήριξη της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή (συγκέντρωσε 269 ψήφους έναντι του υποψηφίου του ΣΥΝ Λεωνίδα Κύρκου που είχε λάβει 10 ψήφους).
Το ρεκόρ ψήφων όμως απέσπασε το 2005 ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Παπούλιας, η υποψηφιότητα του οποίου συγκέντρωσε 279 «Ναι» από τη ΝΔ και το ΠαΣοΚ, ενώ το 2010 επανεξελέγη με 266 ψήφους του ΠαΣοΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ