Πάνος Τζώνος
Μουσείο και μουσειακή έκθεση: Θεωρία και πρακτική

Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 2013,
σελ. 277, τιμή 25 ευρώ

Μπαίνω συχνά σε εκθέσεις που τις περισσότερες φορές είναι οργανωμένες σε μουσεία και άλλοτε όχι ή σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως και οι περισσότεροι από όσους διαβάζουν αυτό το κείμενο, και πέρα από τα προσωπικά ενδιαφέροντα, που δικαίως ανακινούνται με τα εκθέματα, προκαλούνται αντιδράσεις που οφείλονται στον τρόπο έκθεσης, στη μουσειολογία και στο περιβάλλον γενικά. Οταν μιλάω για μια πολύ καλή έκθεση, τις περισσότερες φορές ο χαρακτηρισμός οφείλεται στις συνθήκες μέσα στις οποίες συνάντησα τα εκθέματα, χωρίς να είναι βέβαια αυτά αμέτοχα, στην ατμόσφαιρα της έκθεσης με την πιο μαγική ή θεατρική της διάσταση αλλά και την πιο φυσική της σύνθεση που επιδρά στη μύτη και στο δέρμα μου. Η είσοδος, η αποκάλυψη του χώρου, η πορεία, η κιναισθητική αντίληψη που φέρνει τον θεατή μέσα στην κινηματογραφική αφήγηση είναι κορυφαία συστατικά του αποτελέσματος, όπως είναι το έντεχνο τιθάσευμα του φωτός, φυσικού και κυρίως τεχνητού, στον κινηματογράφο και στο θέατρο.

Θεωρία και πρακτική
Ολα αυτά μπορεί να είναι βέβαια αποτέλεσμα της έμπνευσης ή του ταλέντου ανθρώπων αλλά είναι πάνω απ’ όλα το αποτέλεσμα του οργανωμένου συνταιριάσματος θεωρίας και πρακτικής που έχει κατασταλάξει και μπορεί να διδαχθεί σε εκείνους που θα αναλάβουν την έντεχνη δημιουργία εκθέσεων στο μέλλον. Χρόνια τώρα λειτουργεί στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα Μουσειολογίας στο οποίο διδάσκουν καθηγητές από διαφορετικές τέχνες και πειθαρχίες. Στο πρόγραμμα αυτό ο Πάνος Τζώνος συντονίζει από το 2002 τη διδακτική περιοχή του αρχιτεκτονικού προγραμματισμού και του σχεδιασμού εκθέσεων και μουσείων, την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και συνόλων. Η γνώση του είναι συνταίριασμα θεωρίας και πρακτικής που δοκιμάστηκε στον επιτυχημένο σχεδιασμό μουσείων και μουσειακών εκθέσεων σε όλη την Ελλάδα. Το καταστάλαγμα είναι αυτό το βιβλίο. Και είναι καταστάλαγμα γιατί συμπυκνώνει όσα γνώρισε και όσα έμαθε ώστε να μπορεί να τα μεταδώσει. Γράφει για αυτό ακριβώς μια όμορφη ατάκα στον δικό του πρόλογο: «Οταν θέλεις να μάθεις τι έμαθες για κάτι, γράψ’ το σε βιβλίο».
Το βιβλίο αυτό είναι ένα εγχειρίδιο μουσειολογίας. Αυτό σημαίνει βέβαια ότι έχει εξ ορισμού ένα κοινό περιορισμένο σε όσους εμπλέκονται στη δημιουργία μιας μουσειακής έκθεσης με έμφαση στον χωρικό σχεδιασμό της υλικής υπόστασής της. Δεν είναι λογοτεχνία, αλλά ο Τζώνος είναι τεχνίτης του λόγου και του ορθού λόγου. Διαβάζοντας το πρώτο μέρος για τη θεωρία της μουσειολογίας, το οποίο αναφέρεται στην αδημοσίευτη διατριβή της αρχαιολόγου – μουσειολόγου Π. Νίτσιου που εκπονήθηκε στο Μεταπτυχιακό της Μουσειολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, υπό την καθοδήγηση και του συγγραφέα, ο αναγνώστης συναντά κεφάλαια για τη σημειωτική, για την αισθητική, το νόημα και την αντίληψη του χώρου που ξεπερνούν τη μουσειολογία και ενδιαφέρουν ένα πολύ ευρύτερο κοινό –ιδιαίτερα όταν εξετάζεται το μουσείο ως κείμενο, όταν ερευνάται η απάντηση στο ερώτημα αν και πόσο τα εκθέματα μιλάνε από μόνα τους ή αναδεικνύεται η ποιότητα στα μουσεία του Carlo Scarpa. Είναι αλήθεια ότι το βιβλίο αναφέρεται, ως όφειλε, σε παραδείγματα μουσείων και μουσειακών εκθέσεων από όλον τον κόσμο και θέτει εύλογα ερωτήματα απέναντι στην ύπαρξη μεγάλων μουσείων (κελυφών) χωρίς σημαντικά εκθέματα και μεγάλων μουσειακών εκθέσεων χωρίς σημαντικά μουσεία (κελύφη). Δεν κρύβεται όμως η αγάπη του Τζώνου για τον Scarpa, που υπήρξε μάστορας και έχει αφήσει αξεπέραστα μουσεία στον τόπο του.
Το κρισιμότερο κομμάτι του εγχειριδίου είναι εκείνο στο οποίο οργανώνεται η τέχνη και η τεχνική της μουσειακής έκθεσης ως συνολική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή είναι επιπλέον συλλογική, γιατί επιβάλλεται η συνεργασία πολλών επιστημόνων με διαφορετική προέλευση βασικής σπουδής ώστε να μπορεί να ολοκληρωθεί ο άυλος προγραμματισμός, που είναι κατ’ εξοχήν νοηματικός και παιδαγωγικός, σε παράλληλη και στενή συνεργασία με τον υλικό προγραμματισμό, που είναι χωρικός και εκφράζεται τελικά και αναγκαστικά με αρχιτεκτονικούς όρους. Η πολυπλοκότητα του έργου είναι μεγαλύτερη ακόμη αν συνυπολογίσουμε τον διοικητικό και οργανωτικό σχεδιασμό, τη διαχείριση του εκθεσιακού και του συνοδευτικού τεκμηριωτικού υλικού, την παρακολούθηση της εφαρμογής του σχεδιασμού στην κατασκευή με τον συντονισμό πολλών ειδικοτήτων. Το σύνθετο αυτό έργο περιλαμβάνει τεχνικές παραμέτρους που υπερβαίνουν τη συνήθη εκπαίδευση των μηχανικών, όπως είναι η ασφάλεια πραγμάτων ιδιαίτερης πολιτισμικής αξίας και ο εκθεσιακός φωτισμός που αναδεικνύει αλλά ταυτόχρονα προστατεύει τα ευπαθή εκθέματα. Ο Τζώνος έχει δώσει και στο παρελθόν βιβλία για την οργάνωση του δύσκολου έργου της αρχιτεκτονικής μελέτης και το κάνει εδώ με ακόμη ευρύτερη ματιά, απευθυνόμενος ταυτόχρονα στην τεχνικο-οικονομική, τη λειτουργική – εργονομική, την αισθητική και την ψυχοκοινωνική πλευρά του μουσειολογικού σχεδιασμού.
Κινηματογραφική και εκθεσιακή γλώσσα
Το σημαντικότερο είναι όμως το μουσειολογικό σκεπτικό που υπηρετείται από τεχνικές παραμέτρους αλλά δεν προκύπτει από αυτές. Η γλώσσα του εκθεσιακού σχεδιασμού πρέπει να εξασφαλίσει ότι η έκθεση θα μιλάει μια γλώσσα κατανοητή από το κοινό στο οποίο απευθύνεται για να μπορεί να του μεταφέρει την επιθυμητή πληροφορία και το αντίστοιχο μήνυμα. Για να απαντήσει στο ερώτημα της γλώσσας του εκθεσιακού σχεδιασμού ο Τζώνος προσφεύγει ευφυώς στον κινηματογράφο και την κιναισθητική σκηνοθεσία δράσεων και βιωμάτων. Η σύγκριση της εκθεσιακής και της κινηματογραφικής γλώσσας είναι εξαιρετικά διδακτική και επιτρέπει να συλλάβουμε μέσα από τις αναλογίες την αντιστοιχία εκθεσιακής και κινηματογραφικής αφήγησης, που έχει γραμματική και συντακτικό, δηλαδή έχει πλάνα, οπτικές γωνίες, κινήσεις κάμερας/ματιών στο χώρο, σεκάνς, ρυθμό, και τα υποτάσσει στην αναλυτική διαδικασία του ντεκουπάζ και τη συνθετική του μοντάζ. Ο τρόπος με τον οποίο εξετάζει ο συγγραφέας το προγραμματικό ιδεόγραμμα μουσείων (σελ. 170) δεν απέχει πολύ από τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τις σκηνές ο Eisenstein.
Εκείνο που φαίνεται σε μια έκθεση είναι τελικά αποτέλεσμα έρευνας, τεχνογνωσίας και δουλειάς που δεν φαίνονται. Ακόμη και η αποτίμηση, η αξιολόγηση, ο τρόπος με τον οποίο κρίνεις πότε ένα μουσείο είναι καλό περνά μέσα από την κατάκτηση των όρων του νοηματικού και του χωρικού σχεδιασμού του και είναι μέρος της διδασκαλίας του σκεπτικού. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με δύο κείμενα για την αξιολόγηση μουσείων, το ένα γενικό και άλλο ειδικό, για το Μουσείο της Ακρόπολης, με παραρτήματα που έχουν χρήσιμα παραδείγματα εφαρμογής και ένα εξαιρετικό γλωσσάρι.
Βιβλία σαν και αυτό είναι πολύτιμα γιατί στραγγίζουν με διπλή απόσταξη την εμπειρία του δημιουργικού έργου όπως έχει αποσαφηνιστεί μέσα από τη μακρόχρονη διδασκαλία και την προσφέρουν σε ένα ευρύτερο κοινό πρώτα από όλα ως μέθοδο και ταυτόχρονα ως μηχανή για τη σταδιακή κατάκτηση των μέσων για την καλλιέργεια του σκεπτικού αλλά και των τεχνικών για τον υλικό σχεδιασμό του χώρου ώστε να αποδίδει τελικά τη μαγεία του επιθυμητού αποτελέσματος, την αληθινή ατμόσφαιρα της τέχνης.
Ο κ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης είναι καθηγητής της Θεωρίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ