Ο εκνευρισμός ήταν έντονος όλη την προηγούμενη εβδομάδα στο πρωθυπουργικό επιτελείο. Οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα δεν εξελίσσονταν ομαλά και ο κίνδυνος να τιναχθεί στον αέρα ο πολιτικός σχεδιασμός της κυβέρνησης ήταν ορατός. Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν συνεχώς στα τηλέφωνα και επιχειρούσε με τις συνομιλίες του σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο να αρθεί το αδιέξοδο.
Η λανθασμένη στρατηγική των τελευταίων μηνών αναδείχθηκε στο σύνολό της. Και όπως έλεγε και ο Λένιν, τον οποίο συχνά-πυκνά επικαλούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, «είναι παλιά αλήθεια ότι στην πολιτική συχνά πρέπει να διδαχθείς από τον εχθρό». Και όμως η κυβέρνηση δεν φρόντισε να διδαχθεί από τον… «εχθρό της», την τρόικα, και να χαράξει, όπως παραδέχονται αρκετά στελέχη της ΝΔ στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, μια στρατηγική που θα της έδινε διέξοδο και μια «ασφαλή διέλευση» στη μεταμνημονιακή εποχή.
Τα «μπρος-πίσω» της κυβέρνησης τους τελευταίους τρεις μήνες εκνεύρισαν στον μέγιστο βαθμό την τρόικα, που έβλεπε τον συνασπισμό ΝΔ και ΠαΣοΚ να υψώνει αντιμνημονιακές σημαίες. Ο Γκίκας Χαρδούβελης είχε εξαρχής πλήρη εικόνα για τη στάση των πιστωτών, ενώ και ο Σταύρος Παπασταύρου μετέφερε επακριβώς το κλίμα που επικρατούσε στους κόλπους της τρόικας.
Η αδυναμία αποκωδικοποίησης των μηνυμάτων της τρόικας από το πρωθυπουργικό επιτελείο οδήγησε σε μια στρατηγική που από την πρώτη στιγμή είχε ατέλειες και για πολλούς ήταν αναποτελεσματική. Ο υπουργός Οικονομικών τους είχε «προειδοποιήσει», αλλά ουδείς ήθελε, όπως προκύπτει από τα όσα συζητούνταν στα ενδότερα του Μεγάρου Μαξίμου μεταξύ του Πρωθυπουργού και στενών συνεργατών του, να δει τη «μεγάλη εικόνα».
Η ΝΔ και προσωπικά ο κ. Σαμαράς είχε διανύσει πολύ μεγάλο δρόμο και κατέβαλε και ο ίδιος τεράστια προσπάθεια για να αλλάξει το κλίμα και τις αρνητικές γνώμες που υπήρχαν και για τον ίδιο λόγω της πρότερης (το διάστημα 2010-2011) αντιμνημονιακής ρητορικής του.
Η αλλαγή όμως γραμμής της ελληνικής πλευράς από τον περασμένο Σεπτέμβριο και οι διακηρύξεις του Πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης Ευάγγελου Βενιζέλου ότι το πρόγραμμα τελειώνει και πως το ΔΝΤ αποχωρεί από την Ελλάδα προκάλεσαν έντονο εκνευρισμό στην τρόικα και οδήγησαν σε «δεύτερες σκέψεις» για τη στάση τους έναντι της Αθήνας.
Παράλληλα δημιούργησε αρνητικά αντανακλαστικά στις κεντρικές κυβερνήσεις της ευρωζώνης, όπως η γερμανική και η ολλανδική, η προσπάθεια της κυβέρνησης να συνδέσει τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται με τους δανειστές με την προεδρική εκλογή και με τις πρόωρες εκλογές που θα προκύψουν αν δεν εξασφαλίσει τους 180 βουλευτές. Για τους πιστωτές ήταν εξοργιστικό το γεγονός ότι συνέδεε την πολιτική τύχη της με την πορεία του προγράμματος και τα μέτρα υλοποίησής του.
Επίσης, ένα άλλο σημείο που προκάλεσε ιδιαίτερη ενόχληση, κυρίως μετά τις ευρωεκλογές, όπου και παρατηρήθηκε η μεταρρυθμιστική καθίζηση, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ολοκλήρωνε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει και τις οποίες μάλιστα είχε νομοθετήσει.
Κεντρικά στελέχη της ΝΔ θυμούνται στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, διότι ουδείς επιθυμεί να μιλήσει δημόσια και να αναφερθεί στα στρατηγικά λάθη της κυβέρνησης, ότι στα μέσα Σεπτεμβρίου οι εκπρόσωποι της τρόικας επεσήμαναν στην ελληνική πλευρά ότι η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν να καθυστερήσει να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση ως τον Μάρτιο και αφού έχει λήξει η προεδρική εκλογή ώστε να γνωρίζουν με ποια κυβέρνηση θα συνομιλήσουν. Λίγο αργότερα και στο περιθώριο του Εurogroup του Μιλάνου άρχισε να κερδίζει έδαφος το σενάριο της πιθανής καθυστέρησης της αξιολόγησης.
Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, υπό τη σκιά των αρνητικών δημοσκοπήσεων και της υπεροχής του ΣΥΡΙΖΑ στις μετρήσεις, επέλεξε να ακολουθηθεί το μονοπάτι της εξόδου από το Μνημόνιο χωρίς βοηθήματα και δικλίδες ασφαλείας. Στο πρωθυπουργικό επιτελείο πίστευαν ότι η πόλωση με την τρόικα θα οδηγούσε τους πιστωτές σε υποχώρηση και θα φθάναμε σε μια συμβιβαστική λύση. «Είχαν ψευδαισθήσεις» λέει με νόημα πρώην υπουργός της ΝΔ με γνώση του παρασκηνίου και θυμίζει τη συνάντηση του κ. Σαμαρά με τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο.
Στην Καγκελαρία στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου ο Πρωθυπουργός λέει δημόσια ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη νέου προγράμματος και μπορεί να τα καταφέρει χωρίς το ΔΝΤ. Οπως αποδείχθηκε, τουλάχιστον ως σήμερα, η κυρία Μέρκελ δεν βοήθησε την Αθήνα, όπως ο Πρωθυπουργός ανέμενε.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει το πάνω χέρι και συμπλέει πλήρως με το ΔΝΤ, ενώ ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στον οποίο ήλπιζε η Αθήνα, είναι, αν και στην αρχή της θητείας του, αρκετά αποδυναμωμένος.
Αλλο σημαντικό λάθος, σύμφωνα με «γαλάζια» στελέχη, ήταν η μονομερής κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού που δεν έπεισε την τρόικα, ενώ οι αγορές απάντησαν δυναμικά με την εκτίναξη των spreads. Ακόμη και τότε η κυβέρνηση επέμεινε στη στρατηγική της.
Το σύντομο ραντεβού με τη Λαγκάρντ στην Ουάσιγκτον
«Ψυχρολουσία», όπως υπογραμμίζουν παράγοντες της ΝΔ, ήταν το ραντεβού, μόλις 15 λεπτών, στην Ουάσιγκτον, στις αρχές Οκτωβρίου, μεταξύ της ελληνικής αντιπροσωπείας και της Κριστίν Λαγκάρντ. Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, στην ίδια γραμμή με τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι, τονίζει με έμφαση ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ενταχθεί σε πρόγραμμα και λέει ότι θέλει μια γερή αξιολόγηση (strong rewiew). Τότε ετέθη για πρώτη φορά το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στην προληπτική γραμμή στήριξης.
«Ψυχρολουσία», όπως υπογραμμίζουν παράγοντες της ΝΔ, ήταν το ραντεβού, μόλις 15 λεπτών, στην Ουάσιγκτον, στις αρχές Οκτωβρίου, μεταξύ της ελληνικής αντιπροσωπείας και της Κριστίν Λαγκάρντ. Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, στην ίδια γραμμή με τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι, τονίζει με έμφαση ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ενταχθεί σε πρόγραμμα και λέει ότι θέλει μια γερή αξιολόγηση (strong rewiew). Τότε ετέθη για πρώτη φορά το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στην προληπτική γραμμή στήριξης.
Από εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη, όπως σημειώνουν με έμφαση οι ίδιοι «γαλάζιοι» παράγοντες, με την τρόικα που είναι πιο δύσπιστη από το παρελθόν. Παράλληλα επιβεβαιώθηκε η κρίση εμπιστοσύνηςανάμεσα στην ελληνική πλευρά και τους πιστωτές της χώρας, ενώ το κλίμα επηρεάστηκε πάρα πολύ και από τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η τρόικα άκουγε τον ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει ρητώς ότι δεν θα αναγνωρίσει καμία συμφωνία μεταξύ των πιστωτών και της κυβέρνησης, ενώ την ίδια στιγμή το ενδεχόμενο να γίνουν πρόωρες εκλογές τούς τρομάζει.
Το κλίμα είχε επιβαρυνθεί αρκετά και, υπό την ασφυκτική πίεση της τρόικας και των τελεσιγράφων της, η κυβέρνηση έκανε στροφή. Και φθάσαμε στο σημείο την τελευταία εβδομάδα να ανακοινώσει δημόσια ο κ. Βενιζέλος ότι το πρόγραμμα θα παραταθεί και άρα δεν θα φύγει το ΔΝΤ για «τεχνικούς λόγους» και ότι η Αθήνα συζητεί τη συμμετοχή του ταμείου στην προληπτική γραμμή στήριξης.
Αντί λοιπόν το ΔΝΤ να είναι στο… πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, όπως επεδίωκε και τόνισε δημόσια η κυβέρνηση, πλέον δέχθηκε να είναι στη θέση του συνοδηγού και παράλληλα για να αρθεί το αδιέξοδο, σάλπισε υποχώρηση, δεχόμενη τη λήψη μέτρων, όπως την αύξηση στον ΦΠΑ και παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό, περαιτέρω συρρίκνωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, κ.ά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



