Φαίνεται πως το λεγόμενο «σύνδρομο των αποδυτηρίων», που διακατέχει όσους επιλέγουν μια από τις δημοφιλέστερες επεμβάσεις αισθητικής, δηλαδή την αυξητική του πέους (βλ. ΒΗmagazino 06/07/2014), ισχύει και για τα ποσοστά της λεγόμενης δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών.
Η Public Issue τις προάλλες, έδωσε στον Βενιζέλο το μισό του Τσίπρα, ενώ τον Σαμαρά τον άφησε στάσιμο. Διότι, πού αλλού, παρά στην επιδίωξη της φαλλο-πλαστικής (όσο και φαλλο-πλασματικής) ομορφιάς οδηγούν τέτοιου είδους δημοσκοπικά καλλιστεία στην πιο ανοργασμική περίοδο που περνά η χώρα, εξαιτίας της φτώχειας, με μόνη εξαίρεση την Ελλάδα του Πειναλέοντα και της Ανεργίτσας επί Μποστ, Ερχαρτ και Καραμανλή. Τότε, όλη η Ελλάδα υπήρξε πτωχή μεν αλλά τιμία, ενώ σήμερα στα 2,5 εκατομμύρια των συμπατριωτών μας κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας αντιστοιχούν πεντακόσιες οικογένειες ακατάσχετου, και επαναλαμβάνω, α-κατάσχετου (μη κατασχέσιμου) πλούτου.
Μεγάλοι φοροφυγάδες, για τους οποίους η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τρέχει και δεν φτάνει ύστερα από τις καταγγελίες Ρακιντζή, συχνά είναι οι ίδιοι μεγαλοεπιχειρηματίες που εμβάζουν τα δισεκατομμύριά τους στο εξωτερικό από τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια. Προηγούνται προφανώς του Αδωνη Γεωργιάδη, που πρόσθεσε στο telemarketing των βιβλίων του το telebanking των καταθέσεών του.
Αλλά επειδή η Ιστορία δεν είναι παρά σύμφυρμα κοινοτοπίας και αποκάλυψης, τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο, ακόμα και το μνησίκακο συναίσθημα που με καταλαμβάνει όταν η σύνταξή μου δεν αρκεί για να πληρώνω τον EΝΦΙΑ.
Μνησίκακος λοιπόν, προσυπογράφω την αποστροφή ενός θύματος των στρατοπέδων του ναζισμού, του Ζαν Αμερύ, παρότι προς το παρόν δεν σύρθηκα σε άλλη αιχμαλωσία πλην της σημερινής κρίσης (εδώ δεν δέχομαι για τον όρο «αιχμαλωσία» που χρησιμοποιώ καμία αντίρρηση). Αλλά, όπως ο Αμερύ, έτσι και εγώ, θα έπρεπε να είχα επικεντρωθεί με όλες μου τις δυνάμεις στην εξέλιξη της γλώσσας μου και μόνο.
Αφήνομαι λοιπόν να διακατέχομαι από ένα συναίσθημα ενοχής, επειδή δεν «πολιτεύομαι». Δεν παύω όμως να αφαιρώ από την αριθμητική των ενδοιασμών μου το πιο ανούσιο: να είμαι «παιδαγωγικός» στα κείμενά μου.
Το περασμένο Σάββατο στα «ΝΕΑ», ο Γ. Βούλγαρης τιτλοφορούσε το άρθρο του: «Ζητάμε χρόνο. Αλλά εμείς δεν δίνουμε χρόνο στην Ελλάδα».
Στον εαυτό μας (που είναι γέννημα της φαντασίας του άλλου) πρέπει να δώσουμε χρόνο, καθώς είμαστε οι περισσότεροι, ενεργούμενα που νομίζουν πως ο χρόνος είναι κάτι που το παίρνεις και το δίνεις κατά βούληση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ