«Εχετε επισκεφθεί ξανά νησί των Κυκλάδων, κ. Βαΐτσο;». Η σκαιή ερώτηση της αρχιτεκτονικής επιτροπήςγια την πρώτη πολεοδομική άδεια της καριέρας του, τον «Κρατήρα» της Αντιπάρου το 2002, απαντήθηκε δυναμικά από τον ίδιο, με επιχειρήματα για τις παραδοσιακές τυπολογίες της κυκλαδίτικης υπαίθρου, με τα μαντριά και τις ξερολιθιές που διαφέρουν πολύ από τις τυπολογίες των κυκλαδίτικων οικισμών.
Δέκα χρόνια αργότερα, τόσο όσο χρειάζεται για να κάνει ο καιρός γυρίσματα, μία άλλη επιτροπή τον επισκέπτεται στο γραφείο του και συζητεί μαζί του λεπτομέρειες του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, που αλλάζει βλέμμα στα εκτός σχεδίου και αντιμετωπίζει προνομιακά τα υπόσκαφα οικήματα.
Υπό μία έννοια, οι DECA, η αρχιτεκτονική ομάδα που δημιούργησε ο Αλέξανδρος Βαΐτσος με τον μεξικάνο συμφοιτητή του Κάρλο Λοπερένα, δημιούργησαν μία τάση, η οποία όταν συνοδεύεται από ένα μπαράζ βραβείων δεν μπορεί παρά να καταγραφεί και στη νομοθεσία.
Τα εφετινά βραβείαArchitizerA+ και η ειδική μνεία στα βραβεία του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής για την κατοικία «Voronoi’s Corrals»στη Μήλο επιβεβαιώνουν την ποιότητα της δουλειάς τους που χειρίζεται με ευαισθησία τα τοπία, εγκαθιστώντας έναν διάλογο μεταξύ γεωπονίας και αρχιτεκτονικής, μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας.

Πώς επηρέασαν τα βραβεία τη δουλειά σας;
«Από την αναγνώριση πολλές φορές προκύπτουν ευκαιρίες. Τώρα σχεδιάζουμε ένα σπίτι στη Σικελία, όπου η κόρη του ιδιοκτήτη σπουδάζει αρχιτεκτονική και κάπως έτσι μας ανακάλυψε».
Η αρχιτεκτονική πώς προέκυψε στη ζωή σας;
«Οταν πήγα στην Αμερική, επηρεασμένος από τον πατέρα μου που είναι οικονομολόγος, δήλωσα ότι ήθελα να σπουδάσω οικονομικά. Εκεί μόνο τα μισά μαθήματα συσχετίζονται με την εξειδίκευσή σου, για τα υπόλοιπα επιλέγεις ό,τι θέλεις. Στο δεύτερο έτος συνειδητοποίησα ότι είχα εξαντλήσει τα μαθήματα επιλογής και πως δεν θα είχα δυνατότητα να συνεχίσω να μελετώ τις τέχνες, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Eνιωσα δυστυχής και αποφάσισα να αλλάξω κατεύθυνση».
Αλλά τα οικονομικά υπάρχουνστοDNAσας. Σας έχω ακούσει σε διαλέξεις σας να χρησιμοποιείτε οικονομικούς όρους.
«Πιστεύω πως στη σκέψη μας είναι καλό να συνδυάζουμε διάφορα γνωστικά πεδία. Οι άνθρωποι πρέπει να εξελίσσουν το πνεύμα τους σε πολλές κατευθύνσεις. Δυστυχώς η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα τείνει να έχει αυστηρά στεγανά μεταξύ των ειδικοτήτων. Τα πολυτεχνεία μοιάζουν περισσότερο με τεχνικές επαγγελματικές σχολές υψηλού επιπέδου, παρά με ακαδημαϊκούς χώρους όπου πάει κανείς για να μορφωθεί και να διευρύνει το πνεύμα του».
Και γιατί από όλες τις τέχνες επιλέξατε την αρχιτεκτονική;
«Ως φοιτητής έφτιαχνα ταινίες και διάβαζα πολύ για τον κινηματογράφο. Στις ταινίες που έφτιαχνα με ενδιέφερε ιδιαίτερα η χωρική τους διάσταση. Ο κινηματογράφος εστιάζει σε δύο μόνο αισθήσεις του ανθρώπου, στην όραση και στην ακοή. Με την αρχιτεκτονική μπορεί κανείς να προσεγγίσει και τις υπόλοιπες. Ως αρχιτέκτονας έχεις λοιπόν στη διάθεσή σου περισσότερες παραμέτρους για να δημιουργήσεις χώρους. Η ενασχόλησή μου με την αρχιτεκτονική ήταν λογική εξέλιξη. Αυτό που με ακολουθεί από την εποχή που έφτιαχνα ταινίες είναι η τάση να θέλω να δημιουργώ αφηγήσεις με τα κτίρια που σχεδιάζω. Σε μία ταινία η δημιουργία μιας αφήγησης είναι σχεδόν αυτονόητη, στην αρχιτεκτονική δεν είναι».
Η πρωτοτυπία είναι το ζητούμενο στη δουλειά σας;
«Οταν σχεδιάζω κάτι προσπαθώ εξ αρχής να εντοπίσω τους αυτοματισμούς μου. Τα πράγματα που κάνω από συνήθεια ή επειδή μου είναι εύκολα. Ικανοποιούμαι όταν καταλήγω σε κάτι που μου προκαλεί έκπληξη. Βέβαια αντιλαμβάνομαι ότι η εμμονική αναζήτηση της πρωτοτυπίας είναι τις περισσότερες φορές μάταιη».
Αισθητικοί ή περιβαλλοντικοί λόγοι σας οδήγησαν στα υπόσκαφα;
«Hιδέα μας είναι πάντα η ίδια, να φτιάξουμε ένα κτίριο που να υπηρετεί το τοπίο, είτε είναι αστικό είτε μη αστικό. Ξεκινάμε χωρίς δεδομένες ιδέες. Κατασκηνώνουμε στον χώρο, παρατηρούμε τον ήλιο, τους ανέμους, τη χλωρίδα, τις μυρωδιές, αποτρέπουμε τα αυτόματά μαςreflexκαι καταλήγουμε σε κάτι που δεν το περιμένουμε ούτε οι ίδιοι. Εκτός οικισμών οι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει πλατώματα με φοβερές ξερολιθιές, μαντριά, στρατιωτικά κτίρια.Πήραμε την παράδοση και τη μεταφράσαμε με έναν τρόπο που αναγνωρίζει τις σύγχρονες ανάγκες, δουλέψαμε πέτρινους τοίχους κάτω από τη γη».
Πολλοί διάσημοι αρχιτέκτονες σύρονται στα δικαστήρια για κακοτεχνίες. Το να χτίζεις κάτω από τη γη δεν είναι σαν να βάζεις ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της καριέρας σου;
«Εχει πολλά προτερήματα ένα σπίτι χτισμένο κάτω από το χώμα: είναι θερμομονωμένο τέλεια, δεν ξοδεύεις χρήματα για το σοβάτισμα, το βάψιμο και τη συντήρηση του κελύφους του κτιρίου. Βέβαια πρέπει να δώσεις ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία από την υγρασία. Αλλά δεν είναι κάτι ιδιαιτέρως απαιτητικό. Συμβαίνει στα υπόγεια όλων των κτιρίων. Συνεπώς πιστεύω πως τα υποσκαφα κτίρια δεν εμπεριέχουν ρίσκο πέρα από το σύνηθες, αρκεί να κατασκευάζονται με προσοχή. Πιστεύω πάντως, ανεξάρτητα από τα υπόσκαφα, πως είναι σημαντικό να πειραματιζόμαστε με τον τρόπο και τα υλικά με τα οποία χτίζουμε. Τον τελευταίο καιρό o Σαντιάγκο Καλατράβα, που σχεδίασε το σκίαστρο του Ολυμπιακού Σταδίου της Αθήνας, δέχεται μηνύσεις από παντού επειδή τα κτίριά του έχουν τεράστιο κόστος συντήρησης. Είναι δύσκολο να τον λυπηθεί κανείς μιας και είχε καβαλήσει λίγο το καλάμι. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να δίνουμε χώρο και πόρους στον πειραματισμό.Οταν πειραματίζεσαι επόμενο είναι να αποτύχεις μερικές φορές. Αν δεν δοκιμάσεις, δεν θα εξελιχθείς, δεν θα πας παραπέρα».
Υπάρχουν κάποια κτίρια που θα θέλατε να είχατε χτίσει;
«Τον τελευταίο καιρό παρατηρώ με πολύ ενδιαφέρον διάφορα αυθαίρετα κτίσματα. Μικρές κατασκευές που δεν σχεδιάστηκαν από αρχιτέκτονες ή μηχανικούς. Προσθήκες σε πολυκατοικίες, ελαφριές κατασκευές που έχουν συμβιωτική σχέση με τα κτίρια που τις φιλοξενούν. Εχουν πλήρη συναίσθηση της σχέσης τους με τους γείτονες αλλά και με το αστικό τοπίο στο οποίο εντάσσονται».

Hαρχιτεκτονική του σπιτιού και της γειτονιάς μας, επηρεάζει το χαρακτήρα μας;
«Σίγουρα. Ωστόσο οι ανθρώπινες συναναστροφές μάς επηρεάζουν πολύ περισσότερο. Σε αστικό επίπεδο, όσον αναφορά τις γειτονιές, φοβάμαι πως ο τρόπος που συναναστρεφόμαστε στην Αθήνα αλλάζει προς το χειρότερο. Οι γειτονιές τείνουν να απομονώνονται η μία από την άλλη χωρικά και να διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο κοινωνικά. Υπάρχει κίνδυνος να γίνει η Αθήνα σαν το Ντιτρόιτ, όπου μετά την κατάρρευση των τοπικών αυτοκινητοβιομηχανιώνη μεσαία τάξη μετακινήθηκε στα προάστια και απομονώθηκε σε «closed gated communities» ενώ στο κέντρο της πόλης έμεινε μία μαύρη τρύπα με κλειστά καταστήματα, άδεια γραφεία και πολλή φτώχεια».
Πώς μπορείς να αντιστρέψεις την πορεία της Αθήνας;
«Πρέπει να επενδύσεις δυναμικά στις υποδομές της πόλης. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να βγουν από την κρίση του ’30 με το New Deal. Επενδύοντας δηλαδή στους εαυτούς τους. Πρέπει να επιλέξουμε επενδύσεις που έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη και οι αστικές μας υποδομές είναι σίγουρα τέτοιες.
Πρέπει επίσης να σκεφτούμε στρατηγικά τι χρειάζεται να αφαιρέσουμε από τον αστικό ιστό, τι θα πρέπει δηλαδή να γκρεμίσουμε. Τα περισσότερα κτίρια της Αθήνας χτίστηκαν μεταξύ 1950 και 1970. Τα κτίριά μας αρχίζουν να γερνούν και πολλές περιοχές της πόλης μας έχουν υπερβολική πυκνότητα. Θα χρειαστεί να επιλέξουμε σύντομα ποιες πολυκατοικίες θέλουμε να διατηρήσουμε ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και ποιες θα γκρεμίσουμε για να κάνουμε χώρο για κάτι καινούργιο».

Εχω διαβάσει ότι γεννηθήκατε στο Περού.
«Ο πατέρας μου ήταν 26 χρόνων, είχε τελειώσει τις σπουδές του και επέλεξε, μαζί με τη μητέρα μου, να μείνουμε στη Νότια Αμερική προκειμένου να βρίσκεται κοντά στο πεδίο έρευνάς του. Ηταν και η εποχή της χούντας τότε και δεν νομίζω πως τον ενέπνεε η προοπτική της επιστροφής στην Ελλάδα. Ηρθαμε στην Ελλάδα όταν ήμουν 10 χρόνων (σ.σ.: ο πατέρας του, καθηγητής Οικονομικών Κωστής Βαΐτσος, ασχολήθηκε με την ανάπτυξη στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και το 1982-85 διετέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας).
Αφού είχατε ζήσει μόνο 8 χρόνια στην Ελλάδα γιατί μετά τις σπουδές σαςεπιλέξατε να γυρίσετε πίσω; Και φέρατε και τους φίλους σας;
«Για να είμαι ειλικρινής, εάν επικρατούσαν οι τωρινές συνθήκες όταν τελείωσα τις σπουδές μου, πολύ πιθανόν να μην είχα επιστρέψει».

«Να βάλουμε “κόφτες” στην ανάπτυξη»

Ποια η γνώμη σας για το μέλλον της τουριστικής ανάπτυξης;

«Απ’ ό,τι φαίνεται οι ακτές μας θα υποστούν μεγάλες πιέσεις την ερχόμενη δεκαετία. Πρέπει να μάθουμε από τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Τουρκίας, οι οποίες ανέπτυξαν τις ακτές τους πολύ γρήγορα και πολύ εντατικά. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν τοπία και να μειωθούν η αξία και η βιωσιμότητα των επενδύσεων που έγιναν λόγω της υπερεκμετάλλευσης. Ηδη υπάρχουν προοπτικές για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε όλη την παραθαλάσσια Ελλάδα. Καλό θα ήταν να βάλουμε ορισμένους «κόφτες» που να περιορίζουν τις δυνατότητες ανάπτυξης ανάλογα με τις υποδομές και τις ευαισθησίες κάθε περιοχής. Παράλληλα μπορούμε να επενδύουμε σε υποδομές και σε μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος ώστε η δυναμική ανάπτυξης της ακτογραμμής μας να είναι μακροχρόνια».

Ποια είναι η κινητήριος δύναμη στη ζωή σας;
«Οι ανθρώπινες σχέσεις. Και οι δύο γιοι μου, ο ένας πέντε χρόνων και ο άλλος οκτώ μηνών, που με έκαναν να ξαναδώ πράγματα που είχα μάθει να σκέφτομαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο».
Υπάρχει κάτι που σας δίδαξε ο πατέρας σας και εσείς θα το διδάξετε στον γιο σας;
«Τα δικά μου συμπλέγματα ή προβλήματα, ακόμα και τις δικές μου ποιότητες δεν θέλω να τα μεταφέρω σε κανέναν, συμπεριλαμβανομένου και του γιου μου. Ενα από τα πράγματα που μου δίδαξε ο πατέρας μου είναι και αυτό: μου έδωσε την ελευθερία να μπορώ να δημιουργήσω τον δικό μου χαρακτήρα και προφανώς δίνοντας αυτή την ελευθερία με επηρέασε κιόλας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ