Την προσοχή εφοριών και ελεγκτικών κέντρων στα βασικά αδικήματα που ενδιαφέρουν τις φορολογικές αρχές και την Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Αρχή Νικολούδη) εφιστά εγκύκλιος της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.

Σύμφωνα με την εγκύκλιο, τα βασικά αδικήματα που ενδιαφέρουν τις Αρχές είναι αφενός αυτό της φοροδιαφυγής, αφετέρου αυτό της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, λόγω της σημασίας του στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων ξεκαθαρίζει ότι η μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων αποτελεί βασικό αδίκημα φοροδιαφυγής.

Το ίδιο ισχύει για τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Βασικό αδίκημα φοροδιαφυγής είναι και η έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων.

Για τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει πως συγκαταλέγεται στα βασικά αδικήματα εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ, με την εξαίρεση της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές.

Η εγκύκλιος αποσαφηνίζει πως με το ν. 4174/2013 εξαιρέθηκαν από τον ορισμό των βασικών αδικημάτων ορισμένα αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή χαμηλότερη της γενικής ρήτρας, δηλαδή ποινή η οποία μπορεί να είναι χαμηλότερη των έξι μηνών φυλάκισης, απαλείφοντας έτσι περιπτώσεις φοροδιαφυγής χαμηλού φορολογικού ενδιαφέροντος σε σχέση με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Ακόμη, υπενθυμίζεται ότι οι ΔΟΥ και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διενεργούν φορολογικό έλεγχο σε υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, οφείλουν υποχρεωτικά και ταυτόχρονα με το φορολογικό έλεγχο, να διενεργούν και έλεγχο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου για την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Η εγκύκλιος αναφέρει πως στις περιπτώσεις διενέργειας φορολογικών ή τελωνειακών ελέγχων και κατά τη διαδικασία είσπραξης χρεών, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων δύναται να ζητά και να λαμβάνει από την Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κάθε διαθέσιμη σε αυτήν πληροφορία που είναι πιθανό να σχετίζεται με το διενεργούμενο έλεγχο ή με την επιδιωκόμενη είσπραξη χρέους του υπόχρεου.

Αναφορικά με το χρόνο και τις προϋποθέσεις αποστολής αναφορών στην Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες για τα αδικήματα φοροδιαφυγής η ΓΓΔΕ ξεκαθαρίζει πως όταν οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα ελεγκτικά κέντρα διαπιστώνουν περιπτώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και λοιπά αδικήματα αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα βασικά αδικήματα, υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή για την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενημερώνοντας συγχρόνως και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, εφόσον το ποσό των παραβάσεων υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.

Στην εγκύκλιο αναφέρεται πως αναφορές για τα αδικήματα φοροδιαφυγής δεν αποστέλλονται στην Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στην περίπτωση που ο υπόχρεος καταβάλει το φόρο που του καταλογίστηκε εντός 30 ημερών, εφόσον ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή και αποδεχθεί ο υπόχρεος την απόφαση, αλλά και στις περιπτώσεις όπου από τον έλεγχο προκύπτουν διαφορές φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές, όπως επίσης και στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, όπου οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη.

Τέλος, σημειώνεται πως όταν εφαρμόζονται έμμεσες τεχνικές ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται απόκρυψη φόρου που υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ τότε θα ενημερώνεται η Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.