Είναι άνθρωπος με αρχές. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπερασπίζεται όσο κανένας άλλος υπουργός της Ανγκελα Μέρκελ τις αξίες του μεταπολεμικού γερμανικού κατεστημένου: κοινωνική οικονομία της αγοράς, πολιτικός φιλελευθερισμός, ευρωπαϊσμός. Για τον τελευταίο μάλιστα τιμήθηκε το 2012, όχι άδικα, με το ευρωπαϊκό βραβείο του Καρλομάγνου –τιμή που απονέμεται συνήθως σε πρωθυπουργούς και αρχηγούς κρατών. Σε αυτή τη διάκριση ήρθε τώρα να προστεθεί μια εξίσου κολακευτική: ο τίτλος του καλύτερου ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών. Η αφορμή γι’ αυτό ήταν ο προϋπολογισμός του 2015, που παρουσιάζει μηδενικό έλλειμμα –το πρώτο στη Γερμανία ύστερα από 40 χρόνια. Κάτι ανάλογο δεν υπάρχει ούτε κατά προσέγγιση στην υπόλοιπη Ευρώπη. «Οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του τον ζηλεύουν γι’ αυτό» έγραψε η εφημερίδα. Ο ίδιος αντιδρά φλεγματικά σε τέτοια σχόλια. «Νομίζετε ότι η επιτυχία σας οφείλεται αποκλειστικά στις ικανότητές σας;» τον ρώτησε τις προάλλες δημοσιογράφος. «Αχ, όσοι με ξέρουν πραγματικά γνωρίζουν ότι αποστρέφομαι τέτοιες συζητήσεις» ήταν η απάντησή του. «Μου προκαλούν κάτι ανάμεσα σε ειρωνεία και πλήξη».
Για πολλούς αναλυτές ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι ο γερμανός πολιτικός έχει φτάσει στο απόγειο της δύναμής του και ενεργεί πλέον αδιαφιλονίκητα ως ο «μυστικός» υπουργός Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης –κατά τον ίδιο τρόπο που θεωρείται και η κυρία Μέρκελ η άτυπη καγκελάριος της ηπείρου. Η «υπερυπουργοποίηση» αυτή δεν ήταν προγραμματισμένη, ούτε ηθελημένη. Οι γερμανοί πολιτικοί αντιδρούν πάντα αμήχανα όταν τους ζητούν να παίξουν τον ρόλο του «ηγεμόνα» στην Ευρώπη –ξέροντας καλά ότι για ιστορικούς λόγους είναι καλύτερο γι’ αυτούς να δρουν από το παρασκήνιο. Από την άλλη ωστόσο, η Γερμανία είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Ταυτόχρονα συμβάλλει με 27% στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Με άλλα λόγια, είναι ο «λεφτάς» της ευρωπαϊκής οικογένειας. Και ως τέτοιος κάνει αυτόματα κουμάντο –θέλει δεν θέλει.
Μόνο που το ηγεμονικό προφίλ του Σόιμπλε αρχίζει τελευταία να κλονίζεται. Οχι τόσο επειδή η αντιπολίτευση στη Γερμανία τού καταλογίζει δημιουργική λογιστική στον μηδενισμό των ελλειμμάτων. Αλλά επειδή πολλοί ευρωπαίοι σύμμαχοι, με επικεφαλής τον ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι και τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, αμφισβητούν, πότε κρυφά, πότε φανερά, την ισχύ του βασικότερου δημιουργήματός του: του συμφώνου σταθερότητας και της συναφούς πολιτικής της λιτότητας.
Και έτι σημαντικότερο: Η αμφισβήτηση έρχεται, για πρώτη φορά στα χρονικά της κυβέρνησης συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, και εκ των ένδον: από τον αντικαγκελάριο και πρόεδρο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Σίγκμαρ Γκάμπριελ. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο κ. Γκάμπριελ προτιμά τις «πιρουέτες» από την ευθύγραμμη αντίθεση: οι «ατάκες» του εναντίον του συμφώνου σταθερότητας κατέληξαν τις τελευταίες ημέρες σε όρκους πίστης σε αυτό. Αλλά η εξήγηση για αυτό είναι απλή: οι Χριστιανοδημοκράτες απειλούσαν με αντίποινα αν ο κ. Γκάμπριελ συνέχιζε την πολεμική του. «Τότε θα πάρουμε κι εμείς πίσω το «ναι» μας για την καθιέρωση του κατώτατου μισθού» προειδοποιούσε ο υφυπουργός Οικονομικών Στέφεν Καμπέτερ. Η προειδοποίηση δεν είναι τυχαία: η καθιέρωση του κατώτατου μισθού είναι ο βασικός στόχος των Σοσιαλδημοκρατών για την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο. Τυχόν ακύρωση της ψήφισής του στη Βουλή θα ακύρωνε και το νόημα της συμμετοχής τους στην κυβέρνηση.
Την περασμένη Πέμπτη οι Χριστιανοδημοκράτες κράτησαν τον λόγο τους και υπερψήφισαν την καθιέρωση. Επόμενο έτσι να περιμένουν τώρα και από τον κ. Γκάμπριελ να διακόψει οριστικά –επισήμως τουλάχιστον –τις επιθέσεις του στο σύμφωνο σταθερότητας. Οπως και πραγματικά έγινε. Τις τελευταίες ημέρες ο αντικαγκελάριος δεν μιλά καθόλου γι’ αυτό. Το ίδιο κάνουν και οι ηγέτες της Ιταλίας και της Γαλλίας, οι οποίοι, στην τελευταία διάσκεψη κορυφής στις Βρυξέλλες, αποδέχθηκαν μεν το γράμμα του συμφώνου, του επέβαλαν όμως μια νέα «ερμηνεία»: ως εργαλείου που προωθεί την ανάπτυξη και όχι, όπως λειτουργούσε μέχρι τώρα, που τη φρενάρει.
«Δεν μπορούμε να ασκούμε αντιπολίτευση μέσα από την κυβέρνηση, παρ’ όλο που δίνουμε πολύ περισσότερο βάρος στην ανάπτυξη από ό,τι οι Χριστιανοδημοκράτες» λέει στο «Βήμα» ο σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Χανς-Γιόαχιμ Σάμπεντοτ. Ο αγώνας για τη βελτίωση του συμφώνου σταθερότητας, προσθέτει, έχει μεταφερθεί τώρα αναγκαστικά σε δύο ανεπίσημες αρένες: στη Γερμανία, στις κομματικές δραστηριότητες, και στην Ευρώπη, στη δημιουργία νέων αναπτυξιακών δεδομένων, που προκύπτουν από την εφαρμογή της νεοκεϊνσιανής γραμμής των κυβερνήσεων στην Ιταλία και τη Γαλλία.
Το ερώτημα είναι έτσι πώς αντιδρά σε όλα αυτά ο κ. Σόιμπλε. «Μην τον υποτιμάτε. Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι θα άλλαζε κάποτε στάση στο θέμα του κατώτατου μισθού;» λέει ο κ. Σάμπεντοτ. «Πριν από έξι μήνες ακόμα ήταν ορκισμένος εχθρός του. Την Πέμπτη όμως τον ψήφισε χωρίς ενδοιασμό στη Βουλή». Η εξήγηση για την απροσδόκητη αλλαγή, προσθέτει, είναι ότι η στάση του κ. Σόιμπλε έχει ιδεολογικό φόντο –όχι κάποια «θηριώδη» οικονομικά συμφέροντα, που θα την έκαναν εντελώς άκαμπτη. Και αυτό του επιτρέπει να ελίσσεται πραγματιστικά, χωρίς να προδίδει τις αρχές του.
Η Ελλάδα πειραματόζωο; «Δεν το πιστεύω»…

Ενα πράγμα ωστόσο δεν μπορεί να το εξηγήσει με τίποτα ο σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Χανς-Γιόαχιμ Σάμπεντοτ: την ακαμψία που επιδεικνύει ο κ. Σόιμπλε έναντι της Ελλάδας. Μήπως επειδή την έχει επιλέξει ως πειραματόζωο για μια νέα τάξη πραγμάτων στη Νότια Ευρώπη; «Δεν το πιστεύω» λέει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο γερμανός υπουργός συνεχίζει να λειτουργεί καθαρά «ιδεολογικά» και να μην κάμπτεται από τις πιέσεις των Σοσιαλδημοκρατών να αλλάξει ρώτα υπέρ της ανάπτυξης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να μένει μονίμως εκτός ευρωπαϊκού νυμφώνος. Κυβερνητικός αξιωματούχος από την Αθήνα που βρέθηκε πρόσφατα στο Βερολίνο τόνιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ακριβή εικόνα για τις ευκαιρίες που προσφέρει η νέα «ερμηνεία» του συμφώνου σταθερότητας για περισσότερη ανάπτυξη και ότι θα φροντίσει να τις αξιοποιήσει καταλλήλως.
Εκείνο που προέχει ωστόσο τώρα, πρόσθεσε, είναι η ρύθμιση του χρέους «το αργότερο» ως τα τέλη του 2014 στη βάση της απόφασης του Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012: χωρίς νέο «κούρεμα», αλλά με μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής από 24 σε 50 χρόνια –που θα οδηγούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς της Deutsche Bank, στη μείωση του χρέους κατά 80 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο κ. Σόιμπλε δεν εναντιώνεται γενικά σε αυτό. Παράλληλα αποδέχεται και τη διαβεβαίωση της Αθήνας ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει τους επόμενους 12 μήνες επαρκή χρηματοδότηση από τις αγορές και επομένως δεν χρειάζεται τρίτο πακέτο βοήθειας. «Αν τέτοια μέτρα δεν είναι αναγκαία, δεν χρειάζεται καν να τα σκεφτόμαστε» δήλωσε τις προάλλες στην Ενωση Ανταποκριτών του Βερολίνου. Αν καταστούν περιττά, «ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν πρόκειται να λυπηθεί γι’ αυτό».
Σύμφωνο σταθερότητας, αποκρατικοποιήσεις, μείωση μισθών και συντάξεων, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, χρηματιστική υποδούλωση. Κανένας ξένος πολιτικός δεν έχει επηρεάσει τόσο πολύ μεταπολεμικά την Ελλάδα όσο ο γερμανός υπουργός Οικονομικών. Αλλά, αντιστρόφως, και η Ελλάδα επηρεάζει το προφίλ του. Επιμένοντας στην ευλαβική τήρηση των μνημονίων, ο κ. Σόιμπλε προδίδει δυο βασικές αρχές του: την κοινωνική οικονομία της αγοράς και τον ευρωπαϊσμό. Και αυτό μετατρέπει τον πραγματισμό του, που υπό άλλες προϋποθέσεις λειτουργεί ωφέλιμα, σε σκέτο κυνισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ