Απάτη με είσπραξη χρημάτων για επενδύσεις σε διάφορους τομείς όπως τουρισμό, πληροφορίκη και γεωργία που επιτυγχάνονταν με πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές και με την εμπλοκή τουλάχιστον 17 ατόμων μέλη εταιρειών που μεσολαβούζαν για την έκδοση των επιστολών αυτών.

Η υπόθεση αποκαλύφθηκε όταν υπάλληλοι της αρμόδιας υπηρεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης εντόπισαν πλαστές εγγυητικές επιστολές. Ενημερώθηκε η Οικονομική Αστυνομία και από την παράλληλη έρευνα των δυο υπηρεσιών εντοπίστηκαν και άλλες τέτοιες επιστολές.

Οπως τόνισε κατά την παρουσίαση της υπόθεσης ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ κ. Χρήστος Παρθένης η υπόθεση εξιχνιάστηκε από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας, υπό την εποπτεία του Οικονομικού Εισαγγελέα και σε συνεργασία με το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας.

Και πρόσθεσε πως «για την εξιχνίαση της υπόθεσης αυτής, που εγκυμονούσε πολύπλευρες επιπτώσεις στο οικονομικό περιβάλλον της χώρας μας, προηγήθηκε εξειδικευμένη αστυνομική έρευνα, που διήρκεσε χρονικά πάνω από έξι μήνες.»

Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε η παράνομη δράση δυο κυκλωμάτων που λειτουργούσαν είτε αυτοτελώς είτε συνεργαζόμενα μεταξύ τους και απαρτίζονταν από στελέχη έξι ιδιωτικών εταιρειών – νομικών προσώπων.

Ο κ. Παρθένης επεσήμανε ότι «τα μέλη των εγκληματικών αυτών οργανώσεων, που ενέχονται σε πλήθος εξαπατήσεων και πλαστογραφιών σε βάρος του Δημοσίου, βαρύνονται με τα αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της πλαστογραφίας, της απάτης και της παράβασης της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου.»

Μετά την έρευνα σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος 17 ατόμων, τα οποία δραστηριοποιούνταν στις επίμαχες εταιρείες, ως μέλη Διοικητικών Συμβουλίων, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές αυτών. Αστυνομικές πηγές έλεγαν πως οι εταιρείες λειτουργούν από το 2011 ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί από πότε ξεκίνησαν την παράνομη δράση τους οι κατηγορούμενοι.

Με την υποβολή της δικογραφίας στον Οικονομικό Εισαγγελέα, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των συγκεκριμένων ατόμων και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για τέσσερις από τους εμπλεκόμενους.

Συνελήφθησαν τρεις από αυτούς, ηλικίας 30, 53 και 59 ετών, οι οποίοι με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στον Ανακριτή.

Ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ ανέφερε επιπλέον ότι για την υποβοήθηση του ερευνητικού έργου συλλέχθηκε και μελετήθηκε υλικό άνω των 40.000 σελίδων, το οποίο και αξιοποιήθηκε κατάλληλα για την ταυτοποίηση της εγκληματικής δράσης των εμπλεκομένων ατόμων.

Και συμπλήρωσε: «Με την εξάρθρωση των εγκληματικών αυτών οργανώσεων η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας κατάφερε να ανασχέσει μια παράνομη οικονομική δραστηριότητα, που έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, υπονόμευε το κύρος και την αξιοπιστία των φορέων χρηματοδότησης, ενώ επιπλέον συνιστούσε σημαντική διακινδύνευση και επισφάλεια για τους χρηματικούς πόρους του Ελληνικού Δημοσίου.»

Από την πλευρά του ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, Ταξίαρχος κ. Απόστολος Αλαμάνας είπε πως όπως προέκυψε από την εξέλιξη της έρευνας, «οι τρεις από τις έξι εταιρείες, που εμπλέκονται στην υπόθεση, με το πρόσχημα παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, τα τελευταία τρία έτη περίπου (από το 2011) λειτουργούσαν στην κυριολεξία ως «βιομηχανία» κατάρτισης και διοχέτευσης στην αγορά πλαστών ή/και μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, που φέρεται να έχουν εκδοθεί από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.»

Οπως εξήγησε λέγοντας μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές «εννοούμε αυτές που είχαν εκδοθεί από αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται, κατά χώρα προέλευσης, τα πιστωτικά ιδρύματα, εκείνα που έχουν γνωστοποιήσει ενδιαφέρον για παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα και τα οποία νομιμοποιούνται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο να παρέχουν υπηρεσίες πίστωσης (μεταξύ άλλων και έκδοσης εγγυητικών επιστολών).»

Στη συνέχεια σημείωσε πως οι εμπλεκόμενες εταιρείες προμήθευαν έτσι με τις εγγυητικές αυτές επιστολές διάφορες άλλες εταιρείες ή/και μεμονωμένους επενδυτές, λαμβάνοντας ως αμοιβή μεγάλα χρηματικά ποσά.

Στη συνέχεια, οι εταιρείες – επενδυτές κατέθεταν τις εγγυητικές αυτές επιστολές, είτε στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, για ποσά άνω των 2.000.000 ευρώ, είτε σε άλλους φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως Περιφερειακές Ενότητες της επαρχίας, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία κ.λπ., πετυχαίνοντας την εκταμίευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την υλοποίηση σχετικών αναπτυξιακών προγραμμάτων. Το αποτέλεσμα της δράσης αυτών των εταιρειών ήταν να ζημιώνεται το Δημόσιο με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.

Ο κ. Αλαμάνας είπε ότι ενδεικτικά από την εξέλιξη της έρευνας προέκυψε ότι μια από τις τρεις εταιρίες, έλαβε αμοιβές για την κατάρτιση και προμήθεια των επίμαχων εγγυητικών επιστολών, που ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 1.528.102,74 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε αθροιστικώς υπερβαίνει το ποσό των 30.000.000 ευρώ. Αξιωματικοί της ΕΛΑΣ έλεγαν ότι σε μια περίπτωση για μια εγγυητική επιστολή ύψους 9.000.000 ευρώ η αμοιβή ήταν 120.000 ευρώ.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το Δημόσιο, πρόσθεσε, αποτελεί περίπτωση στην επαρχία όπου η ίδια εταιρεία, χορήγησε σε άλλη εταιρεία άκυρη εγγυητική επιστολή ύψους 185.000 ευρώ από πολύ γνωστό Βρετανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, την οποία ακολούθως κατέθεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, πετυχαίνοντας την εκταμίευση του ποσού των 185.000 ευρώ.

Ο επικεφαλής της Οικονομικής Αστυνομίας τόνισε επιπλέον σχετικά με τη δράση των υπολοίπων τριών εταιρειών πως διαπιστώθηκε ότι κατήρτισαν και κατέθεσαν απευθείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας πλαστές εγγυητικές επιστολές, με σκοπό την εκταμίευση χρηματικών ποσών από διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα.

Ειδικότερα η πρώτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Για το λόγο αυτό κατέθεσε ως δικαιολογητικό πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.730.000 ευρώ, που φερόταν να έχει εκδοθεί από το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Ακόμη δεύτερη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 4.350.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.345.000 ευρώ, η οποία και πάλι φερόταν ότι έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.

Επιπροσθέτως τρίτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 9.240.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 9.240.000 ευρώ, η οποία και στην περίπτωση αυτή φερόταν να έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.

Όπως είπε ο κ. Αλαμάνας μέχρι στιγμής έχει προκύψει για το σύνολο των εμπλεκομένων εταιρειών ότι, μόνο προς το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατέθεσαν πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές ύψους 18.240.000 ευρώ. Και πρόσθεσε ότι με τη διαδικασία αυτή θα εκταμιεύονταν άμεσα υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά για αναπτυξιακά προγράμματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό ή σε κάποιες περιπτώσεις από κοινοτικές επιδοτήσεις.

Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη προκειμένου να διακριβωθεί πλήρως το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των συγκεκριμένων εταιρειών και των εμπλεκομένων προσώπων. Ενδεικτικά όπως λένε αστυνομικοί μόνο μια από τις εταιρείες είχε εκδώσει 1.600 εγγυητικές επιστολές και πρέπει να ερευνηθούν όλες.​