Κείμενο με ιδεολογικά χαρακτηριστικά και σημαντικές αιχμές για προβληματικές λειτουργίες και πολιτικές πρακτικές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσε η Σοσιαλιστική Τάση του κόμματος, εν όψει της συνεδρίασης της ΚΕ το προσεχές Σαββατοκύραικο και της διαδικασίας που θα ακολουθήσει και που αφορά το θέμα των στρατηγικών αναπροσαρμογών και συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ.

Το κείμενο, που έρχεται και ως απάντηση στο αντίστοιχο των «53» και την αρθρογραφία των στελεχών της Αριστερής Πλατφόρμας των προηγτούμενων ημερών, υπογράφεται από τους Αλ. Μητρόπουλο και Δ. Τεμπονέρα και περιλαμβάνει μια σειρά προτάσεις ιδεολογικού αναπροσανατολισμού και πρακτικών κινήσεων για το κόμμα.
Στις διαπιστώσεις του κειμένου περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και το εξής:
«Το ότι δεν πείσαμε τον λαό να μας εμπιστευτεί με μεγάλη πλειοψηφία είναι πρωτίστως δικό μας ζήτημα».
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται «άμεση επανεκκίνηση της οργανωτικής βάσης με στόχο την αναδιάταξη και αντιστοίχησή μας με την ευρύτερη εκλογική μας δεξαμενή και το λαϊκό σώμα που μας εμπιστεύτηκε στα ίδια περίπου ποσοστά με τις εκλογές του 2012».
Οπως επισημαίνεται στο κείμενο, «πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες κατεπείγουσας αναδημιουργίας της κοινωνικής διαθεσιμότητας που δοκιμάστηκε και αποκρούστηκε από τις Οργανώσεις του αρχικού ΣΥΡΙΖΑ, πορεία δυστυχώς που επιβεβαιώθηκε και από το Συνέδριο».
Για το θέμα της ομογενοποίησης των απόψεων και της δημόσιας παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνεται ότι πρέπει στο εξής να ελεγχθούν οι εμφανίσεις στελεχών:
«Με δεδομένη τη στάση των μνημονιακών ΜΜΕ, οφείλουμε να επανεξετάσουμε σοβαρά και δεσμευτικά για όλους την επικοινωνιακή μας συμπεριφορά», αναφέρεται στο κείμενο και συμπληρώνεται:
«Η πολυφωνία και οι αντιφάσεις των στελεχών μας, η άνευ όρων συμμετοχή τους σε συζητήσεις με εκπροσώπους τής “υβριστικής κατηγορίας” μνημονιακών στελεχών, που εξαχρειώνουν τον δημόσιο λόγο και αναιρούν τον κοινό τόπο διαλόγου, καθώς και η έλλειψη ενημέρωσής τους επί των γενικών και ειδικών ρυθμίσεων του Μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, μας υποχρεώνουν να ελέγξουμε πλήρως, με συγκεκριμένο σχέδιο, τις εμφανίσεις τους.
Όλοι μπορεί να θεωρούν όλους “κατάλληλους” ή “καταλληλότερους” για την καθημερινή εκφορά του λόγου. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι θετικό για πολλά στελέχη μας που αγνοούν ή προσπερνούν αβασάνιστα την αισθητική του λόγου, τα κριτήρια των πολιτών, την έκταση και το βάθος της ενημέρωσης επί των θεμάτων που συζητούν».
Σε αυτό το πνεύμα τονίζεται επίσης ότι «γι’αυτό και η υπερ-έκθεση στελεχών “πρώτης γραμμής” δεν μας ωφέλησε, αλλ’απεναντίας ζημίωσε τον κοινό μας λόγο. Το ποιοι άλλωστε μπορούν να διεισδύσουν στα λαϊκά στρώματα και να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των πολιτών, με τον δύσκολο μεν αλλά εκλαϊκευμένο και συνεπή επιστημονικό, δημοκρατικό και αριστερό λόγο, φάνηκε από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών», σε έναν αιχμηρό υπαινιγμό που θέλει το μεγαλύτερο τμήμα των εκλεγέντων ευρωβουλευτών να προέρχονται από τον χώρο στελεχών που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ από το ΠαΣοΚ.
Σε συνεχεια αυτής της πρότασης σημειώνεται ότι «χρειάζεται, ως εκ τούτου, να περιορίσουμε τις εμφανίσεις, να είμαστε ενημερωμένοι πλήρως για τις ρυθμίσεις του μνημονιακού θεσμικού πλαισίου και να αποβάλλουμε το άγχος της προβολής και της εκλογής, αφού είναι γνωστό σε όλους ότι η τηλεόραση μπορεί να κάνει τα πρόσωπα αγαπητά (εφόσον διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και πειστικό λόγο), αλλά μπορεί να τα εκθέσει και να τα υποβαθμίσει».
Στις «αναγκαίες υποσημειώσεις» του ίδιου κειμένου αναφέρονται τα εξής:
– «Είναι κρίσιμο λάθος, συλλογικότητες και στελέχη της αποδοκιμασμένης από τον λαό “ευρωπολεμικής” ή “δραχμικής Αριστεράς” και άλλοι υποκρυπτόμενοι παράγοντες και Επιστημονικές Ενώσεις που σχετίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ, να απεμπολούν τα “όπλα” των δομικών, θεσμικών και χρηματοοικονομικών συνεξαρτήσεων με τις χώρες της ΕΕ και να χαρίζουν στον ταξικό αντίπαλο, όχι μόνο το πεδίο τού αγώνα, αλλά και τις δυνατότητες που διανοίγονται από τις “χαοτικές αβεβαιότητες” του παρόντος, κυρίως στο πεδίο του ευρωσυστήματος.
– «Η έλλειψη πολιτικών συγχρονισμών του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και την Ευρώπη δημιουργεί κίνδυνο “γκετοποίησης” ενόψει ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών.
Οι προφανείς ιδιοτέλειες και “υπερβολές” της Γερμανίας στην αντιμετώπιση της κρίσης (η οποία βρήκε χρυσή ευκαιρία να περιθωριοποιήσει και αποικιοποιήσει τον Ευρωπαϊκό Νότο μέσω των Μνημονίων με πειραματόζωο την Ελλάδα) μπορεί να δημιουργούν ρωγμές στο διεθνές και ευρωπαϊκό σύστημα που πρέπει να διευρύνει ο ΣΥΡΙΖΑ, πλην όμως αυτές δεν είναι ικανές να αντιρροπήσουν την ανυπαρξία πλατειάς κοινωνικής συναίνεσης και ευρύτερης λαϊκής συσπείρωσης στο εσωτερικό μέτωπο.
Επομένως, οι ανέξοδοι, αόριστοι και “αναμνησιακοί αριστερισμοί” τής μικροκομματικής οικειοποίησης των εκλογικών αποτελεσμάτων και της περιχαράκωσης είναι, αντικειμενικά, υποστηρικτικοί του συστήματος.
Δηλαδή βοηθούν στη διαιώνιση της μνημονιακής λεηλασίας του τόπου από το νομαδικό κεφάλαιο χαρίζοντάς του πολιτικό χρόνο για να συνεχίσει τη διαδικασία τής ραγδαίας αποσυγκρότησης και διάλυσης των στοιχείων της πατρίδας».
Ως συμπέρασμα στο κείμενο των ΠαΣοΚογενών του ΣΥΡΙΖΑ τονίζονται τα εξής:
«Ή θα ενώσουμε τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας σε οργανωτική-πολιτική-ιδεολογική αντιμνημονιακή βάση
ή θα βαυκαλιζόμαστε με τη σταθερότητα των “ανάδελφων” εκλογικών μας ποσοστών, που όμως δεν κλονίζουν τη μνημονιακή πορεία».
Ως μείζον οργανωτικό ζήτημα του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνεται δε η «πρωτοφανής αντινομία ότι ένα ευρύ εκλογικό και κοινωνικό σώμα που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του Μαΐου του 2012 έχει συνειδητά αποκλειστεί από την οργανωτική μας δομή και ιεραρχία».
«Τί μπορούμε να κάνουμε τώρα, αφού χάσαμε την οργανωτική ευκαιρία;», αναρωτούνται οι συντάκτες του κειμένου και απαντούν:
«Τώρα, μπορούμε να σταματήσουμε τις συγκεκαλυμμένες αλλά εμφανείς περιφρονητικές φράσεις εναντίον στελεχών μας και εναντίον ιδεολογικών ρευμάτων.
Μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μια κοινή συμπόρευση και να επεξεργαστούμε μια κοινή εκφώνηση του απαραίτητου ιδεολογικού και προγραμματικού λόγου. Είναι το μόνο που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή!
Οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποβεί βλαπτικό και ίσως μοιραίο και καταστροφικό. Αφού αυτά δεν επιτεύχθηκαν, όπως προανέφερα, κατά το χρονικό διάστημα πριν ή μετά τη Συνδιάσκεψη, δεν μπορούν να γίνουν αυτή τη στιγμή. Πρέπει όλοι, και η ηγεσία, να κατανοήσουμε πλήρως αυτό το αδιαμφισβήτητο δεδομένο και να μην ενδίδουμε σε διαρροές πληροφοριών για δήθεν αλλαγές, για αντικαταστάσεις, για εκλογή ή ορισμό νέων οργάνων, τυπικά ή άτυπα διευθυντήρια κ.λπ.».
Στα στοιχεία της κριτικής για τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΖΑ συμπεριλαβάνεται και η αναφορά ότι «ευθύνη για τη χαμηλή “μνημονιακή συνείδηση” του λαού μας φέρει και η Αριστερά. Τα ποσοστά που έλαβαν ΝΔ, ΠαΣοΚ και άλλα παραμνημονιακά σχήματα που δημιουργήθηκαν από τα μνημονιακά κέντρα για την κάρπωση της λαϊκής δυσθυμίας, είναι δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με τη μνημονιακή καταστροφή που προξένησαν αυτοί οι φορείς και συνολικά “το μνημονιακό σύμπλεγμα”».
2ον) Η Αριστερά στο σύνολό της δεν εκτινάχθηκε στα αναμενόμενα επίπεδα, αλλά αντίθετα έλαβε περιορισμένα ποσοστά με καταποντισμό όλων των λοιπών (εκτός ΣΥΡΙΖΑ) εκδοχών της.
3ον) Το ΚΚΕ συντηρήθηκε στα πλαίσια μιας περιθωριακής περιχαράκωσης κι επομένως δεν μπορεί να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην πορεία των πραγμάτων.
Τονίζεται επίσης ότι «η απίσχναση έως εξαφάνισης των εν δυνάμει συμμάχων από τα αριστερά, αντικειμενικά και υποκειμενικά, δημιούργησε κενό συμμαχιών. Ο λαός απέρριψε τις προτάσεις τής “δραχμικής”, “ευρωπολεμικής” ή “αντευρωπαϊκής” Αριστεράς».