Οι πολίτες των πλουσιότερων χωρών του κόσμου πιστεύουν ότι οι οικονομίες τους βασίζονται στην καινοτομία, γράφει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς. Αλλά η καινοτομία αποτελεί μέρος της οικονομίας του ανεπτυγμένου κόσμου επί περισσότερο από δυο αιώνες. Νωρίτερα, επί χιλιάδες χρόνια, τα εισοδήματα έμεναν στάσιμα. Με την Βιομηχανική Επανάσταση τα κατά κεφαλήν εισοδήματα εκτοξεύτηκαν στα ύψη και αυξάνονται κάθε χρόνο εκτός από τις σποραδικές κυκλικές διακυμάνσεις.
Ο Στίγκλιτς, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, αναφέρεται σε έτερο νομπελίστα οικονομολόγο, τον Ρόμπερτ Σόλοου, ο οποίος πριν από 60 χρόνια σημείωσε ότι η άνοδος των εισοδημάτων πρέπει να αποδοθεί όχι στην συσσώρευση κεφαλαίου αλλά στην τεχνολογική πρόοδο – στο ότι μαθαίνουμε, δηλαδή, να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Ενώ μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας αποτελεί επίπτωση μεγάλων ανακαλύψεων, το μεγαλύτερο μέρος οφείλεται σε μικρές, σταδιακές αλλαγές. Γι’ αυτό αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας στο πώς μαθαίνουν οι κοινωνίες και στο τι μπορεί να γίνει για να προωθήσουμε την μάθηση.
Πριν από έναν αιώνα, ο οικονομολόγος και πολιτικός επιστήμονας Τζόζεφ Σούμπετερ υποστήριξε ότι η μεγαλύτερη αρετή μιας οικονομίας της αγοράς είναι η ικανότητά της να καινοτομεί. Κατά την άποψή του, μια σειρά από μονοπώλια θα οδηγούσαν μακροχρόνια σε υψηλότερα επίπεδα ζωής.
Ο Στίγκλιτς όμως παρατηρεί ότι τα μονοπώλια και οι κυρίαρχοι της αγοράς, όπως η Microsoft, στην πραγματικότητα καταστέλλουν την καινοτομία. Επίσης, οι αγορές δεν είναι πάντα αποτελεσματικές ούτε στο επίπεδο ούτε στην κατεύθυνση της έρευνας και της μάθησης. Τα ιδιωτικά κίνητρα δεν είναι πάντα καλά ευθυγραμμισμένα με τα κοινωνικά οφέλη.
Η βιομηχανική πολιτική – με την οποία μια κυβέρνηση επεμβαίνει στον καταμερισμό των πόρων ανάμεσα σε τομείς ή ευνοεί ορισμένες τεχνολογίες έναντι άλλων – μπορεί να βοηθήσει τις «νηπιακές οικονομίες». Μια τέτοια πολιτική αποτελεί συχνά αντικείμενο κριτικής: η κυβέρνηση δεν πρέπει να ασχολείται με το να επιλέγει νικητές, η αγορά είναι πολύ καλύτερη σε αυτό.
Μελέτες όμως δείχνουν ότι η μέση απόδοση για την οικονομία από τα ερευνητικά προγράμματα της κυβέρνησης είναι υψηλότερη από εκείνη των προγραμμάτων του ιδιωτικού τομέα – παράδειγμα τα κοινωνικά οφέλη που προέκυψαν από την έρευνα που οδήγησε στην ανάπτυξη του ίντερνετ ή στην ανακάλυψη του DNA.
Ομοίως, η πνευματική ιδιοκτησία μπορεί να αποδειχθεί δίκοπο μαχαίρι ιδωμένη από την σκοπιά της μάθησης. Ενώ μπορεί να ενισχύσει τα κίνητρα για να επενδύσει κάποιος στην έρευνα, μπορεί να ενισχύσει και τη μυστικότητα, εμποδίζοντας την ροή της γνώσης που είναι ουσιώδης για την μάθηση και παράλληλα ενθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις να μεγιστοποιήσουν όσα αντλούν από την δεξαμενή της συλλογικής γνώσης και να ελαχιστοποιήσουν όσα συμβάλλουν.
Σχεδόν κάθε κυβερνητική πολιτική έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στη μάθηση. Οι μεν αναπτυσσόμενες χώρες των οποίων οι πολιτικοί το γνωρίζουν αυτό είναι πιθανότερο να κλείσουν την ψαλίδα που τις χωρίζει από τις ανεπτυγμένες. Οι δε ανεπτυγμένες χώρες έχουν την ευκαιρία να μειώσουν το χάσμα ανάμεσα στις μέτριες και τις άριστες πρακτικές.



