«Παλιά, λέγαµε πως του Ελληνα (µηδέ της Ελληνίδας) ο τράχηλος πρωινό δεν υποφέρει. Τσιγάρο, φραπεδιά, τσίµπλα στο µάτι κι έξω από την πόρτα. Αν αυτό είναι το ελληνικό πρωινό, δύσκολα µπορώ να φανταστώ τους µπουφέδες φορτωµένους µε κούτες από τσιγάρα και πίδακες από φραπεδιές να γεµίζουν τα ποτήρια των τουριστών. Ωστόσο, αν δεν υπάρχει κάποιος εύκολα αναγνωρίσιµος τύπος ελληνικού πρωινού, θα έπρεπε να τον εφεύρουµε.

Στην πράξη, έχει προκύψει ένα είδος αναγνωρίσιµου ελληνικού πρωινού που σερβίρεται ιδίως στα μεγάλα ξενοδοχεία, σε µια “ελληνική” (παραπεταµένη) γωνιά µε ένα µικρό, πλην υπερήφανο, γαλανόλευκο σηµαιάκι να το διαχωρίζει. Συνήθως αποτελείται από όλα αυτά που περιµένουν οι τουρίστες να αναγνωρίσουν ως ελληνικά. Τουτέστιν, φέτα, ελιές, Greek yogurt, τυρόπιτες και σπανακόπιτες, ίσως κάποια στραπατσάδα, η οποία αναφέρεται ως “γκρικ σκραµπλ εγκς”, ενδεχοµένως γλυκά του κουταλιού, µέλι, κουλούρι Θεσσαλονίκης και για γλυκό µπουγάτσα.

Αλλά νοµίζω ότι δεν είναι αυτό το ζητούµενο. Το ζητούµενο είναι να προσφέρουµε ένα πρωινό το οποίο πείθει από γαστρονοµικής απόψεως. Ενδεχοµένως αυτό στα µεγάλα ξενοδοχεία να είναι τυποποιηµένο. Στα µικρότερα ξενοδοχεία, όµως, τα πιο µπουτίκ και καλά, µπορεί να προσφερθεί ο πλούτος της τοπικής µας γαστρονοµίας: καγιανάδες µε σύγλινο, αβγά µε στάκα, φρουτάλιες, στραπατσάδες, πέστροφες, αβγοτάραχα, χέλια καπνιστά, καβουρµάδες, τραχανάδες γλυκείς και ξινοί, λούζες και απάκια, ελιές θρούµπες και ψιλελιές, τυριά, τυροζούλια και µυζήθρες, ντάκοι, λαδένιες και λαλάγγια και όλη η ατελείωτη γκάµα από πίτες, γλυκές και αλµυρές. Και όλα αυτά να µη µένουν στον τύπο, στο όνοµα και µόνο, αλλά να προέρχονται από µερακλήδες, µικρούς παραγωγούς, οι οποίοι ξέρουν να φτιάχνουν έστω µικρές ποσότητες από αυτά τα προϊόντα, τα οποία δεν χρειάζονται κανένα σηµαιάκι, διότι λάµπουν από αυτή καθαυτήν τη γαστρονοµική αξία τους.

Ευτυχώς, κάτι γίνεται τον τελευταίο καιρό προς αυτή την κατεύθυνση και το ελληνικό πρωινό µε την παραπάνω έννοια έχει αρχίσει να γίνεται πραγµατικότητα, όχι ως τυποποιηµένο προϊόν, αλλά ως έκφραση του τόπου όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο. Οταν ένα τέτοιο ελληνικό πρωινό γίνει κάποτε της µόδας, όταν ένας ανάλαφρος καγιανάς, συνοδευµένος από δύο φετούλες σύγλινο και λούπινα, αντικαταστήσει τα αβγά µε µπέικον και φασόλια, ή όταν ένας γλυκός τραχανάς αντικαταστήσει το πόριτζ, τότε όχι µόνο οι τουρίστες µας θα µάθουν να τρώνε ελληνικό πρωινό, αλλά ίσως µάθουµε να το τρώµε κι εµείς».

Του Επίκουρου
(για το ΒΗΜΑGOURMET 13.09.2013)

Ο Επίκουρος, κατά κόσμον Αλβέρτος Αρούχ, έφυγε από κοντά μας ένα Σάββατο του περασμένου Απριλίου. Μας λείπει…