Μόναχο, αρχές καλοκαιριού. Ενας ξυρισμένος τύπος με στενό καλοραμμένο κοστούμι, συνεσταλμένο αλλά κοφτερό βλέμμα και χαμηλή φωνή, αρχίζει να μιλάει γερμανικά. Δεν είναι η μητρική του γλώσσα, αλλά οι δυσπρόφερτες λέξεις φαίνεται να βγαίνουν άνετα από το στόμα του. Οι ερωτήσεις που ακολουθούν αποδεικνύουν πως δεν είχε αποστηθίσει ένα μικρό λογύδριο, γνωρίζει πραγματικά τη γλώσσα. Εχει προειδοποιήσει: Πριν από λίγο, με μια μεταμφιεσμένη σε σεμνότητα σιγουριά, έλεγε: «Θέλω να σας ζητήσω συγγνώμη που δεν ξέρω τόσο καλά γερμανικά.

Προσπαθώ τους τελευταίους μήνες να μάθω, υπόσχομαι να γίνω καλύτερος». Ο Πεπ Γκουαρντιόλα ξέρει πώς να γίνει συμπαθής χωρίς να προκαλέσει. Πρώτα γοητεύει, μετά ρίχνει τους τόνους και εκεί που δεν το περιμένεις αποδεικνύει πως αξίζει πολύ περισσότερα από τη σεμνότητα που ο ίδιος σκόρπισε. Μάθημα ηγεσίας νούμερο 1: Παραπλάνησε τους εχθρούς με ευγένεια. Κάποιοι την εκλαμβάνουν ως αδυναμία.

Ο Πεπ Γκουαρντιόλα είναι ένας προπονητής ποδοσφαίρου. Συνοπτικά: Εργάζεται πια για την Μπάγερν Μονάχου, αφότου γοήτευσε τον πλανήτη με τη δουλειά του στην Μπαρτσελόνα. Αυτοεξορίστηκε για έναν χρόνο στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, το μοναδικό ίσως μέρος του πλανήτη στο οποίο δεν θα ήταν αναγνωρίσιμος λόγω του αμερικανικού ποδοσφαιρικού αναλφαβητισμού. Αμείβεται με εκατομμύρια ευρώ, είναι σεμνός, πάντα καλοντυμένος, προτιμά την οικογενειακή ζωή με τα τρία του παιδιά και την εδώ και 20 χρόνια σύζυγό του, είναι αριστερών πεποιθήσεων, διαβάζει ποίηση, ακούει Coldplay, δεν πιστεύει στον Θεό –με εξαίρεση την περίπτωση του Ντιέγκο Μαραντόνα –και αν δεν ήταν ποδοσφαιριστής, θα ήταν δικηγόρος ή στέλεχος επιχειρήσεων.
Και κάπου εκεί εμφανίζεται ο λόγος για τον οποίο οι «Financial Times» πρόσφατα αναζήτησαν μαθήματα ηγεσίας από τον ίδιο, ο λόγος που η «Bild» τον ονόμασε «Αϊνστάιν του ποδοσφαίρου», ο λόγος για τον οποίο οι μελετητές της δουλειάς του τον ονομάζουν περισσότερο CEO επιχειρήσεων, παρά προπονητή. Μπορεί ένας άνθρωπος που βγάζει το παντεσπάνι του φωνάζοντας δίπλα από ένα γήπεδο ποδοσφαίρου να δώσει μαθήματα ηγεσίας στην πραγματική ζωή; Αν ρωτήσεις τον ίδιο, θα απαντήσει κάτι παραπλανητικά σεμνό. Αν τον παρατηρήσεις, θα διαπιστώσεις το αντίθετο.
Μη φοβάσαι την ηγεσία

Το 1977, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, ο πρόεδρος της ισπανικής κυβέρνησης Αντόλφο Σουάρεζ, κάλεσε τον εξόριστο Καταλανό ηγέτη Γιόζεπ Ταραντέλας να επιστρέψει στην Καταλωνία. Η κουβέντα του καταλανού πολιτικού θεωρείται θρυλική: «Ciutadans de Catalunya, ja sóc aquí» (Πολίτες της Καταλωνίας, είμαι εδώ), είπε μέσα σε επευφημίες στο κέντρο της Βαρκελώνης.
Το 1992, στο ίδιο μέρος, ως ποδοσφαιριστής, ο Πεπ Γκουαρντιόλα είχε στα χέρια του το ευρωπαϊκό κύπελλο. Στάθηκε μπροστά στον κόσμο και φώναξε «Ciutadans de Catalunya, ja la teniu aquí» (Πολίτες της Καταλωνίας, εδώ είναι), μια παρήχηση που σχολιάστηκε ως μια έξυπνη αναγωγή στο πολιτικό παρελθόν της πάντα φορτισμένης με την ιδέα της ανεξαρτησίας Βαρκελώνης. Για όσους παρατηρούσαν, μπορούσαν να διακρίνουν και τα απωθημένα μεγαλείου του τότε ποδοσφαιριστή της Μπαρτσελόνα, ενός συνήθως σεμνού αθλητή που γεννήθηκε για να γίνει προπονητής.
Κάνε το μειονέκτημά σου πλεονέκτημα

Ο Γκουαρντιόλα γεννήθηκε το 1971 στο Σαντπεντόρ, μια μικρή πόλη 73 χιλιόμετρα βόρεια της Βαρκελώνης. Στα 13 του μετακόμισε στη Masia, το ποδοσφαιρικό σχολείο της Μπαρτσελόνα, εκεί όπου τα ταλέντα διαπαιδαγωγούνται. Από το δωμάτιο του κοιτώνα του έβλεπε τη βόρεια πλευρά του Καμπ Νου και όταν ήταν 14 ετών κουβαλούσε τις μπάλες στις προπονήσεις των μεγάλων. Ο Ολλανδός Γιόχαν Κρόιφ, τότε προπονητής της Μπαρτσελόνα και η φιγούρα του μέντορα που τον σημάδεψε, τον εντόπισε στα γήπεδα των μικρών. Ηταν ο πρώτος που διέκρινε τη δυναμική πίσω από το μειονέκτημα: ο Γκουαρντιόλα ήταν κοντός, αδύνατος, αδύναμος και όχι ιδιαίτερα ταχύς. Αλλά μπορούσε να κάνει κάτι σημαντικό πιο γρήγορα απ’ όλους: να σκεφτεί, να ενεργήσει με ταχύτητα και προτού πράξει να έχει προβλέψει τη μεθεπόμενη κίνηση. Με λίγα λόγια, να μετατρέψει το πρόβλημά του σε προνόμιο. Κάπως έτσι «έγινε προπονητής, προτού ακόμη γίνει παίκτης», όπως είπε και ο Κρόιφ. Κυρίως γιατί γνώριζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν από την αρχή.
Να εκτιμάς την απλότητα

Το ποδόσφαιρο, όπως και τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, δεν είναι τόσο περίπλοκο όσο φαίνεται. Μπορεί να εξελίσσεται, να μπολιάζεται με νέες ιδέες, να αναθεωρούνται τακτικές, ωστόσο κάποια πράγματα μένουν ίδια. Για παράδειγμα, η κατοχή της μπάλας. Ο Γιόχαν Κρόιφ, ο εμπνευστής και κυριότερος εφαρμοστής του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου», της άποψης πως όλοι είναι ίσοι, όλοι αμύνονται, όλοι επιτίθενται, πίστευε πως με την κατοχή της μπάλας μπορείς να κερδίσεις κάθε παιχνίδι. Ολα κρύβονται εκεί: στην κατοχή. Μοιάζει απλό, αλλά στην πράξη είναι δύσκολο. Ο Γκουαρντιόλα, που από 13 χρόνων εκπαιδευόταν να γίνει προπονητής, ξεπέρασε τον μέντορά του, μπόλιασε την ιδέα του με περισσότερα συντηρητικά συστατικά και τελειοποίησε το σύστημα της απόλυτης κατοχής.

Ο ίδιος το έκανε ως παίκτης με την κοφτερή του σκέψη και το μετέδωσε, τελειοποιώντας το, στους παίκτες του και ως προπονητής. Συμπέρασμα: Προτού κάνεις την επανάστασή σου, μπερδεμένος σε γενικές ανεφάρμοστες ιδέες, προσπάθησε το βασικό: η πιο δύσκολη εφαρμογή είναι αυτή της απλότητας.



Να αφιερώνεσαι στον σκοπό

Ο συγγραφέας Μάλκολμ Γκλάντγουελ, στο βιβλίο του «Outliers: The Story of Success», ισχυρίζεται πως απαιτούνται περί τις 10.000 ώρες εκπαίδευσης για να πετύχει κάποιος σε έναν τομέα. Ο Γκουαρντιόλα, που συνήθως διαβάζει ισπανική ποίηση, ακόμη και αν δεν έχει διαβάσει τους corporate χρησμούς του Γκλάντγουελ, τους έχει εφαρμόσει.

Πρόσφατα μίλησε στους «Financial Times» ένας από τους πιο στενούς του φίλους, ο συγγραφέας Ντέιβιντ Τρουέμπα. Γνωρίστηκαν όταν ήταν 24 ετών, τότε που ο Γκουαρντιόλα στον ελεύθερο χρόνο του μετά τις προπονήσεις παρακολουθούσε διαλέξεις ποίησης. «Ο Πεπ», έγραψε ο Τρουέμπα, «είναι περίεργος για πολλά πράγματα εκτός από το ποδόσφαιρο. Μουσική, λογοτεχνία, πολιτική, κινηματογράφος. Αλλά με κάποιον τρόπο, καθώς τα μελετάει, έχεις την υποψία ότι τα “ποδοσφαιροποιεί” όλα». Με λίγα λόγια, ψάχνει τα κρυφά νοήματα και τις εφαρμογές της εκάστοτε τακτικής είτε βλέποντας έναν πίνακα είτε παρακολουθώντας την εκλογή του Ομπάμα από κοντά, κατά τη διάρκεια της «αυτοεξορίας» του στη Νέα Υόρκη. «Μου έστελνε μηνύματα κατά τη διάρκεια των αποτελεσμάτων», θυμάται ο Τρουέμπα, «και παρομοίαζε την προεκλογική τακτική του Ομπάμα με το ποδόσφαιρο.

Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έκανε, αλλά το έκανε. Ανοιγε το μυαλό του με διαφορετικές παραστάσεις, αλλά ποτέ δεν έχανε τον στόχο…».



Να επιμένεις στην αρχική τακτική σου

Το καλοκαίρι του 2008, η Μπαρτσελόνα είχε αποφασίσει να ρισκάρει. Επειτα από μια μακρά αποτυχημένη περίοδο και από ένα άδοξο φλερτ με το αντίθετο του Γκουαρντιόλα, τον επαγγελματία αλαζόνα Ζοζέ Μουρίνιο, ανέθεσε την ηγεσία της στον τότε προπονητή της Μπαρτσελόνα Β, Πεπ Γκουαρντιόλα.
Σε ένα κατάμεστο Καμπ Νου, μπροστά σε 98.000 θεατές, ο Γκουαρντιόλα πήρε το μικρόφωνο και επιτέθηκε υποσχόμενος τα πάντα: «Δέστε τις ζώνες ασφαλείας και ετοιμαστείτε να διασκεδάσετε». Υποσχέθηκε απολαυστικό ποδόσφαιρο, και επιτυχίες, και νίκες κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης, και περηφάνια. Στο πρώτο του παιχνίδι έχασε από κάποια Νουμάνθια. Στο δεύτερο έφερε ισοπαλία με τη Ρασίνγκ Σανταντέρ. Τα μπαρ της Βαρκελώνης γέμισαν με αυτή τη δυσάρεστη αίσθηση γκρίνιας και με τη βεβαιότητα πως θα πρέπει σύντομα να απολυθεί ένας αγαπημένος τους άνθρωπος.
Ο ίδιος δημόσια επέμενε σε αυτό που φαινόταν να μη λειτουργεί –το ποδόσφαιρο τακτικής που είχε επιλέξει: Το να κυνηγάς την μπάλα σαν ζηλιάρης εραστής και να επιμένεις σαν λυσσασμένο σκυλί. Το να μονοπωλείς την μπάλα μέχρι να κερδίσεις. «Η ιδέα μου δεν αλλάζει, θα δείτε πως έχω δίκιο» επέμενε μέσα στον αχό της γκρίνιας. Λίγους μήνες μετά, όλοι παραμιλούσαν για το νέο, ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Το οποίο στην πραγματικότητα ήταν η τέλεια εφαρμογή μιας βασικής αρχής: να μη νιώσεις απειλή, απλώς να απειλείς εσύ με το να έχεις την μπάλα. Μεταφράζεται με κάθε τρόπο και σε άλλους τομείς της ζωής.


Η ψευδαίσθηση της ισότητας λειτουργεί

Η ανασφάλεια της ηγεσίας συνήθως οδηγεί σε δικτατορικές τακτικές. Σε αγένειες, προσβολές, φωνές και επιβολή της ιεραρχίας διά της βίας. Ο Πεπ Γκουαρντιόλα δεν είχε τέτοια απωθημένα. Συνήθως χαμηλών τόνων, λιγομίλητος και ευγενικός, έβαζε τα όριά του, αλλά δεν το έκανε με άσχημο τρόπο.
Λίγους μήνες αφότου ανέλαβε την Μπαρτσελόνα, πέθανε ο πατέρας του προπονητή τερματοφυλάκων της ομάδας, του Χουάν Κάρλος Ουνζούε. Η ομάδα έπαιζε μακριά από τη Βαρκελώνη και στην επιστροφή ο Γκουαρντιόλα ανακοίνωσε πως θα ναυλωθεί ειδικό τσάρτερ το οποίο θα σταματήσει στην Παμπλόνα για να παρευρεθούν όλοι, από τον μασέρ και τον μεταφραστή μέχρι τον Λιονέλ Μέσι, στην κηδεία. «Το έκανε για μένα και τον ευχαριστώ. Αλλά έχω τη βεβαιότητα πως έστειλε και ένα μήνυμα: Είμαστε όλοι ίσοι και ενωμένοι και στα καλά και στα κακά. Και εγώ είμαι ο αρχηγός σας, εγώ θα σας λέω τι να κάνουμε με ήρεμη, ευγενική φωνή». Οποιος τον αμφισβήτησε, όπως ο τότε σουπερστάρ Σάμιουελ Ετό που διαφωνούσε για την τακτική του αλτρουισμού, προσβάλλοντάς τον ουρλιάζοντας, σύντομα αποχώρησε από την ομάδα. Χωρίς δράματα, χωρίς φωνές. Το μήνυμα της ηγεσίας είναι καλύτερα να δίνεται με ήρεμο στυλ.
Να σέβεσαι το ταλέντο

Οι θεωρίες είναι όμορφες, εύκολες και ελκυστικές. Το δύσκολο είναι να εφαρμοστούν. Οταν ο Γκουαρντιόλα ανέλαβε την Μπαρτσελόνα, προσπάθησε να πείσει τους 11 παίκτες που χρησιμοποιούσε να παίζουν με συνθήκες πλήρους ισότητας. Να αμύνονται και να επιτίθενται με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο πάθος, με μια σπάνια δημοκρατική αίσθηση.
Δεν μιλούσε, όμως, απλώς σε 11 παίκτες. Μιλούσε σε 11 από τους καλύτερους, πλουσιότερους, νεότερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Αν τους αντιμετώπιζε αλαζονικά, θα έχανε από 11 μαζεμένους εγωισμούς. Τους έπεισε, δείχνοντάς τους έμπρακτα πως θέλει να τους κάνει να θυσιαστούν μεν, αλλά να κερδίσουν από αυτό δε. Οχι με στυγνή πειθαρχία, αλλά αποδεικνύοντας πως νοιάζεται για αυτούς. Χωρίς να τους επιτεθεί όταν μπορούσε, όπως το διάστημα που ο Λιονέλ Μέσι ήταν εκτός φόρμας, αλλά σεβόμενος τις ανάγκες του και αλλάζοντάς του θέση «για να γίνεις καλύτερος». Και όλα αυτά δεν χρειάζεται να τα κάνεις για όλους. Αν κερδίσεις τους ηγέτες, οι υπόλοιποι ακολουθούν…
Οταν κουράζεσαι, να φεύγεις

Ο Γκουαρντιόλα έμεινε τέσσερα χρόνια στην Μπαρτσελόνα. Αλλαξε την οπτική του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, κατέκτησε ό,τι μπορούσε να κατακτήσει, ταπείνωσε τον Ζοζέ Μουρίνιο, κέρδισε αναγνώριση και από φιλόδοξος προπονητής της Μπαρτσελόνα Β μετατράπηκε σε CEO του ποδοσφαίρου. Στο τέλος του τέταρτου χρόνου, όμως, άρχισε να μιλάει με χρησμούς. «Ολα έχουν ένα τέλος», «κάποια στιγμή κουράζεσαι και πρέπει να ακούσεις τον εαυτό σου». Ηθελε να φύγει και το έδειχνε με κάθε τρόπο.
Λίγο μετά την ανακοίνωση του τέλους της συνεργασίας του με την Μπαρτσελόνα, εξήγησε: «Θέλει κουράγιο αυτή η δουλειά. Οι παίκτες σε κουράζουν, εσύ κουράζεις τους παίκτες, ο Τύπος σε κουράζει, εσύ κουράζεις τον Τύπο. Ηρθε η ώρα να φύγω». Αποχωρώντας, πήγε με την οικογένειά του για έναν χρόνο στη Νέα Υόρκη, στο μέρος όπου ελάχιστοι τον αναγνώριζαν στον δρόμο. Η υπερβολική προσπάθεια φέρνει φθορά, burn out, κούραση. Αν μπορείς, να φεύγεις όσο είναι καιρός. Αν δεν μπορείς, να ρίχνεις τους ρυθμούς.
Μην ασχολείσαι (ιδιαίτερα) με την κριτική

Οσο καιρό βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, ο Γκουαρντιόλα δεχόταν καθημερινά προτάσεις από τα μεγαλύτερα κλαμπ της Ευρώπης. Η Μάντσεστερ Σίτι τον ήθελε, ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς τον φλέρταρε για την Τσέλσι, ο Ισπανός, ακόμη και αν δεν το παραδεχόταν με αυτή την παραπλανητική σεμνότητά του, θα μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε ομάδα ήθελε. Επέλεξε την Μπάγερν Μονάχου, μια ομάδα που πέρυσι κατέκτησε όλους τους τίτλους για τους οποίους αγωνίστηκε, μία από τις καλύτερες ομάδες του κόσμου, επιχειρώντας να εφαρμόσει την τακτική του σε πιο δύσκολες συνθήκες: να επιτύχει σε μία ήδη επιτυχημένη και κάπως δύστροπη μηχανή.
«Η Μπάγερν είναι σαν τη Ferrari. Το να αλλάξεις λίγα εξαρτήματα μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη διάλυση» είχε ξεκινήσει την αντιπολίτευση ο πρώην προπονητής της ομάδας Οτμαρ Χίτσφελντ. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να αλλάξουν τα πάντα» γκρίνιαξε ο παίκτης Κλαούντιο Πιζάρο. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να κάνουμε το ποδόσφαιρο πιο περίπλοκο» πρόσθεσε ο σταρ της ομάδας Αριεν Ρόμπεν.
Ο γερμανικός Τύπος, παρά την επιχείρηση γοητείας που εξαπέλυσε ο Γκουαρντιόλα, επισήμανε ότι η προσωπική του επιλογή να υπογράψει συμβόλαιο 21 εκατομμυρίων ευρώ με τον 22χρονο Ισπανό Τιάγκο Αλκαντάρα συνέπεσε ύποπτα με το ότι ο μάνατζερ του πιτσιρικά είναι ο αδελφός του Πεπ, Περ Γκουαρντιόλα. Αν και αυτό –η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων σου –μπορεί να είναι άλλο ένα μικρό και ανήθικο μάθημα ηγεσίας.
Ο Γκουαρντιόλα, αν και εξακολουθεί να κερδίζει, έχοντας δύο ήττες σε 34 παιχνίδια μέχρι στιγμής, δέχεται σιωπηλός την κριτική, μαθαίνει ακόμη καλύτερα γερμανικά, ντύνεται σαν hipster επηρεασμένος από τη Νέα Υόρκη και σοκάρει τη γερμανική μεθοδολογία αλλάζοντας τον τρόπο λειτουργίας μιας επιτυχημένης ομάδας, προσπαθώντας να την κρατήσει επιτυχημένη με τον δικό του τρόπο. Ξεροκέφαλος, εμμονικός, εκτός πραγματικότητας ή διορατικός; Πιθανότατα όλα μαζί, πριν από τον σωστό χαρακτηρισμό: ηγέτης.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ