Μια γρήγορη ιστορική αναδρομή στα χρόνια της μεταπολίτευσης αρκεί για να προσεγγίσει κανείς τις αιτίες της σημερινής μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, που κοντά πέντε χρόνια τώρα βασανίζει τη χώρα και τους πολίτες της και τελειωμό δεν έχει.
Η περίοδος μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών έφερε τα βάρη των συνεπειών της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης του 1973, αλλά και εκείνων της δεύτερης του 1978. Και βεβαίως της αυταπόδεικτης, κατά την επιστράτευση και στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, απώλειας του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων.
Οι συνέπειες των πετρελαϊκών κρίσεων, η ανάγκη ανασυγκρότησης των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και η εξασφάλιση έναντι εξωτερικών απειλών διαμόρφωσαν ασφυκτικό περιβάλλον για τη νεότευκτη Ελληνική Δημοκρατία. Η Ελλάδα επέλεξε τότε να ανασυγκροτηθεί κυρίως πολιτικά. Μετά το 1974 το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στη διασφάλιση της σταθερότητάς της και στη διαμόρφωση συνθηκών εθνικής ασφάλειας.
Η στροφή προς την Ευρώπη


Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκρινε και δικαίως ότι η Ευρώπη προσέφερε την καλύτερη δυνατή διασφάλιση. Εξάντλησε όλες τις δυνάμεις του στην υπηρέτηση του θεμελιώδους στόχου ένταξης της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και βεβαίως παραμέλησε άλλους. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας είτε έμεινε στο ράφι είτε σκόνταψε στο πλήθος των διεκδικήσεων και της συνδικαλιστικής έξαρσης που επικράτησε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Ο στόχος τελικά ένταξης στην τότε ΕΟΚ επιτεύχθηκε το 1979, ο Καραμανλής πέρασε στην Προεδρία και η εξουσία στον Ανδρέα Παπανδρέου και στο ΠαΣοΚ. H διαχείριση των πλεονεκτημάτων της ένταξης ανελήφθη από μια κυβέρνηση που αρχικώς ήταν εχθρική προς τις Βρυξέλλες, απέφευγε την υιοθέτηση των κοινοτικών οδηγιών, αλλά απαιτούσε πόρους και δυνατότητες. Και έτσι η Ελλάδα αντί να συγκλίνει απομακρυνόταν από τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας που είχε ήδη υιοθετήσει η ΕΟΚ. Αυτή η αμφίσημη στάση απέναντι στην Ευρώπη διαμόρφωσε με τον καιρό ένα έλλειμμα μεταρρυθμίσεων από την πλευρά μας, τόσο στο επίπεδο της διοίκησης όσο και σε εκείνο των οικονομικών δομών.
Αλλαγή με δανεικά


Την ίδια περίοδο ο Ανδρέας Παπανδρέου προτίμησε να χρηματοδοτήσει το πολιτικό σχέδιο της Αλλαγής με δανεικά, με αποτέλεσμα στο τέλος της τετραετίας να βρεθεί αντιμέτωπος με οικονομικό αδιέξοδο.
Η Ελλάδα πήγε σε εκλογές τον Ιούνιο του 1985 με συναλλαγματικά αποθέματα μόλις 300 εκατ. δολ. και προεκλογική υπόσχεση για καλύτερες μέρες. Προφανής η αντίφαση και βεβαία η συνέπειά της. Τρεις μήνες μετά τις νικηφόρες εκλογές για τον Ανδρέα Παπανδρέου, αναγκάστηκε ο ίδιος να κάνει την πρώτη μεγάλη στροφή. Τον Οκτώβριο του 1985 η δραχμή υποτιμήθηκε και η Ελλάδα έναντι ευρωπαϊκού δανείου ύψους 2 δισ. ECU (τότε ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα) αναγκάστηκε να εφαρμόσει τριετές πρόγραμμα σταθεροποίησης και διαρθρωτικών αλλαγών.
Τα πρώτα μέτρα απελευθέρωσης της ελληνικής οικονομίας τότε υιοθετήθηκαν, καθιερώθηκε ο ΦΠΑ, άρχισε η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλών, άνοιξε το τραπεζικό σύστημα και η κεφαλαιαγορά και η χώρα ξεκίνησε να προσαρμόζεται στο ευρωπαϊκό μοντέλο, που από τότε στόχευε στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Για την ιστορία θυμίζουμε ότι εκείνο το πρόγραμμα έφερε στην προμετωπίδα του το σύνθημα «Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε».
Το πρώτο εκείνο πρόγραμμα σταθεροποίησης, αλλαγών και μεταρρυθμίσεων ανακόπηκε βίαια το 1987, για λόγους πολιτικού κόστους, επειδή το κομματικό κατεστημένο δεν συναινούσε σε μέτρα ελέγχου των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους, που από τότε έδειχναν τάσεις υπερδιόγκωσης.
Να σημειωθεί ότι σε εκείνα τα χρόνια αποφασίστηκε η λεγόμενη «αγορά του αιώνα», η προμήθεια 80 σύγχρονων πολεμικών αεροσκαφών από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, προκειμένου να καλυφθεί η ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και να αντιμετωπισθούν οι φανερές διεκδικήσεις των Τούρκων.
Στη συνέχεια ήλθαν το σκάνδαλο Κοσκωτά και η επακολουθήσασα πολιτική κρίση, που πήγαν πίσω τα πράγματα και ανέδειξαν για πρώτη φορά σε όλο του το «μεγαλείο» το πρόβλημα του δημοσίου χρέους.
Πριν από τη στάση πληρωμών


Κάπως έτσι φθάσαμε το 1989 στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Οι πρώτες δύο εκλογές διαιώνισαν το δημοσιονομικό πρόβλημα, η Ελλάδα αντιμετώπισε τα Χριστούγεννα του 1989 και την Πρωτοχρονιά του 1990 το ενδεχόμενο της στάσης πληρωμών. Το Ελληνικό Δημόσιο έφθασε να δανείζεται με 27% για να καλύψει τις ανάγκες του και χρειάστηκε κυβέρνηση οικουμενική προκειμένου να λάβει περιοριστικά μέτρα και να συμφωνήσει σε ένα νέο πρόγραμμα ελέγχου των ελλειμμάτων και των χρεών. Υπό το βάρος αυτών των συνθηκών κέρδισε στις τρίτες εκλογές αυτοδυναμία ο Κώστας Μητσοτάκης.
Εν τω μεταξύ, είχαν εξελιχθεί τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1989, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφορικών της σοσιαλιστικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία επέβαλαν την επιτάχυνση των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ολοκλήρωσης. Η Ελλάδα δεν είχε επιλογή. Ηταν η μόνη χώρα της Βαλκανικής στην Ευρώπη και ακολούθησε τη μοίρα της, δεν μπορούσε να αρνηθεί το πλεονέκτημά της, που όλοι οι άλλοι γειτονικοί λαοί ζήλευαν. Ο στόχος υιοθέτησης των κριτηρίων του Μάαστριχτ κατέστη εθνικός, υπερψηφίστηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών του Κοινοβουλίου και καθοδήγησε για χρόνια την πορεία της ελληνικής πολιτικής.
Γαντζωμένοι στην ΟΝΕ


Ο Μητσοτάκης υπηρέτησε την προσέγγιση του στόχου εκπλήρωσης των όρων συμμετοχής μας στην Οικονομική Νομισματική Ενωση, αλλά το έκανε με τον συνήθη άγαρμπο τρόπο που τον διακρίνει, με αποτέλεσμα να εξαντλήσει την έτσι κι αλλιώς κοινοβουλευτικά ασθενή κυβέρνησή του και στο τέλος να πέσει αφήνοντας πίσω του συντρίμμια.
Το φθινόπωρο του 1993 έχασε πανηγυρικά τις εκλογές από τον ασθενή ανταγωνιστή του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος εκλήθη και αυτός να χειρισθεί μείζον πρόβλημα ελλειμμάτων και υπερχρέωσης. Ο ηγέτης του ΠαΣοΚ, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της χώρας και στην προσπάθειά του να δραματοποιήσει την ευθύνη της στροφής που θα επιχειρούσε, διεκήρυξε εκείνο το ιστορικό «το χρέος είτε θα το αφανίσουμε, είτε θα αφανίσει το έθνος», το οποίο αποτέλεσε και τον οδηγό της χώρας για κάμποσα χρόνια ως την επισημοποίηση της ένταξής μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση.
Από το φθινόπωρο του 1993 μέχρι το καλοκαίρι του 1994 η χώρα έδωσε μάχη να κρατηθεί εντός του πλαισίου των στόχων της ΟΝΕ. Αμφισβητήθηκε μάλιστα πολλές φορές από τις αγορές, το νόμισμα δέχθηκε αλλεπάλληλες πιέσεις, αλλά εν τέλει άντεξε και η χώρα έδειξε την αποφασιστικότητά της να συνεχίσει τον ευρωπαϊκό δρόμο.
Ακολούθησαν η ασθένεια Παπανδρέου, η μακρά παραμονή του στο Ωνάσειο, η αντικατάστασή του τον Φεβρουάριο του 1996 από τον Κώστα Σημίτη και η επικράτηση τελικά του εκσυγχρονιστικού κύματος σε εκείνο το θορυβώδες συνέδριο του ΠαΣοΚ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.
Είχαν ωστόσο προηγηθεί, την επομένη της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Κώστα Σημίτη, τα γεγονότα των Ιμίων, τα οποία ναρκοθέτησαν στην κυριολεξία τις δύο θητείες του αλλά και τη χώρα ολόκληρη, καθώς η Ελλάδα εξαναγκάστηκε σε μια κούρσα εξοπλιστικών δαπανών που δεν είχε προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Το υπερδεκαετές πρόγραμμα εξοπλισμών που υιοθετήθηκε σε κλίμα εθνικής έξαρσης έπειτα από εκείνα τα δραματικά γεγονότα στις βραχονησίδες του Νοτίου Αιγαίου προσέγγιζε το ιλιγγιώδες ποσό των 40 δισ. δολ.!
Τότε οι περισσότεροι και ιδιαιτέρως οι πατριδοκάπηλοι δήλωναν γοητευμένοι από τον «άθλο» των εξοπλισμών, επιτρέποντας στους τυχάρπαστους να οργανώνουν το αποκαλυπτόμενο σήμερα πάρτι της μίζας στο όνομα της εθνικής άμυνας.
Ωστόσο, ως και το 1998 διατηρήθηκε ο έλεγχος των δημοσίων οικονομικών. Ο στόχος ικανοποίησης των κριτηρίων του Μάαστριχτ και εξασφάλισης συνθηκών νομισματικής σταθερότητας, που θα επέτρεπαν την ένταξη της Ελλάδας στην επερχόμενη ευρωζώνη, συγκρατούσε τις ορδές των λαϊκιστών που διεκδικούσαν λιγότερους φόρους και ανετότερη εισοδηματική πολιτική στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
«Ξεσάλωμα» σε… ευρώ


Κομβική για τη συνέχεια θεωρείται η 15η Μαρτίου του 1998, ημέρα κατά την οποία κλείδωσε η ισοτιμία της δραχμής με την ένταξή της στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Η σταθερότητα του νομίσματος προκάλεσε ραγδαία μείωση των επιτοκίων, ελευθέρωσε άπειρους χρηματοπιστωτικούς πόρους και διαμόρφωσε περιβάλλον απόλυτης ευφορίας στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα. Απροετοίμαστη η ελληνική πολιτική και οικονομία για τέτοιες συνθήκες «ξεσάλωσε» στην κυριολεξία.
Οι επιχειρήσεις βρήκαν την ευκαιρία να σηκώσουν μυθώδη ποσά από μια πρόθυμη και θεσμικώς ανοχύρωτη κεφαλαιαγορά, οι τραπεζίτες ένιωσαν μικροί βασιλιάδες και οι πολίτες αποχαυνωμένοι από τις υπερπροσδοκίες της νέας ζωής ξέχασαν τις παλιές αρχές, το έριξαν στον τζόγο του Χρηματιστηρίου και άρχισαν να υπερδανείζονται για σπίτια, διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και για διακοπές.
Το πάρτι του Χρηματιστηρίου ανακόπηκε απότομα το φθινόπωρο του 1999, αλλά η φορά των πραγμάτων δεν άλλαξε. Ηταν οι προσδοκίες έλευσης του ευρώ τόσο ισχυρές που τίποτε δεν τις σταματούσε. Η τότε κυβέρνηση Σημίτη αποπειράθηκε, κάποια στιγμή, να βάλει φρένο στον κύκλο της μεγάλης σπατάλης και της ανεξέλεγκτης πορείας του δημοσίου χρέους, αλλά στον δρόμο προέκυψαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες των Αθηνών και βεβαίως το οριακό αποτέλεσμα των εκλογών του 2000 που ανέκοψαν την όποια διάθεση για επέμβαση στα δημόσια οικονομικά.
Η απόπειρα μεταρρύθμισης του τομέα της κοινωνικής ασφάλισης συνάντησε εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις και το σχετικό νομοσχέδιο αποσύρθηκε. Αντιστοίχως, ο έλεγχος των δημοσίων ελλειμμάτων χάθηκε, οι εξοπλιστικές δαπάνες έτρεχαν και βεβαίως ο πυρετός των ολυμπιακών δαπανών είχε αρχίσει να θεριεύει.
Ρέουν χρήμα και δάνεια


Εν τω μεταξύ άφθονο χρήμα συνέχισε να κατακλύζει την ελληνική αγορά, οι τράπεζες μετέφεραν στην οικονομία μας πάνω από 20 δισ. ευρώ δανεικά τον χρόνο και σταδιακά οικοδομήθηκε ένα αχόρταγο τέρας κρατικών δαπανών και ιδιωτικής κατανάλωσης που δεν σταματούσε με τίποτε.
Το 2003, ένα χρόνο πριν από τις εθνικές εκλογές και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η μπάλα είχε χαθεί. Το δυστύχημα είναι ότι ο επερχόμενος τότε Κώστας Καραμανλής κατακεραύνωνε τις σπατάλες, καταδίκαζε τη δημιουργική λογιστική, αλλά ερχόμενος στην εξουσία μόνο αυτά δεν φρόντισε. Από την πρώτη στιγμή υιοθέτησε ένα στυλ αμέριμνης διακυβέρνησης, όπου περίσσευε η ρητορεία αλλά επί της ουσίας μηδέν. Δυστυχώς ο Καραμανλής δεν εκμεταλλεύθηκε το κλίμα υπέρ της δημοσιονομικής εξυγίανσης που είχε διαμορφώσει ο ίδιος στα χρόνια της αντιπολίτευσης. Εχασε την ευκαιρία των δύο πρώτων χρόνων υιοθετώντας τη γραμμή της ήπιας προσαρμογής, η οποία όχι μόνο δεν απέδωσε αλλά αντιθέτως καλλιέργησε ατμόσφαιρα χαλάρωσης και διόγκωσης της σπατάλης.
Η μαύρη τρύπα της Υγείας


Από το 2006 και έπειτα τα δημόσια οικονομικά φανέρωναν τάσεις εκτροχιασμού και δεν ανελήφθη καμία ουσιαστική προσπάθεια αντιστροφής των δυσμενών εξελίξεων. Κάτι πομφόλυγες μόνο περί μεταρρυθμίσεων, οι οποίες χάθηκαν στον Καιάδα της σπατάλης, που «επιφανείς» υπουργοί Υγείας διαμόρφωσαν. Αποδεδειγμένα στην τετραετία 2004-2009 το 50% της αύξησης του δημοσίου χρέους παρήχθη στον τομέα της Υγείας, ο οποίος ακριβώς εξαιτίας εκείνης της οργανωμένης σπατάλης υφίσταται σήμερα τη μεγαλύτερη πίεση σε βάρος βεβαίως της υγείας των ελλήνων πολιτών.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο του 2007, λίγο πριν από τις καταστροφικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου προκηρύχθηκαν εκλογές με επίκληση της δεινής θέσης των δημοσίων οικονομικών και της ανάγκης κατάρτισης εξυγιαντικού προϋπολογισμού. Η πύρρειος νίκη Καραμανλή όμως κατέστησε το πρόβλημα ακόμη μεγαλύτερο. Μέτρα ουσιαστικά δεν ελήφθησαν και τα δημόσια οικονομικά παρέμειναν σε διαδικασία εκτροχιασμού. Αποκαλυπτόμενη, ένα χρόνο μετά στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2008, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση παρέλυσε στην κυριολεξία την κυβέρνηση Καραμανλή. Εκτοτε δεν μπόρεσε να κάνει ούτε βήμα. Παραδόθηκε στην κακή της μοίρα και δεν ανέλαβε καμία ουσιαστική πρωτοβουλία αντιστροφής των τάσεων.
Η προφητεία Παπανδρέου


Κάπως έτσι φθάσαμε στις εκλογές του 2009, όπου ο απερχόμενος πρωθυπουργός ψέλλιζε κάτι περί μέτρων και κρίσης και ο επερχόμενος διαλαλούσε ανοήτως ότι «λεφτά υπάρχουν». Η χρεοκοπία προπαρασκευαζόμενη επί χρόνια είχε επέλθει πολύ πριν από τις εκλογές του 2009. Η προφητεία του Ανδρέα Παπανδρέου είχε επιβεβαιωθεί. Απλώς επισημοποιήθηκε τον χειμώνα του 2009, όταν οι αγορές αντελήφθησαν ότι ο Γιώργος Παπανδρέου ζούσε στον κόσμο του και νόμιζε ότι με καλαμπούρια μπορούσε να υπερνικήσει τη χρεοκοπία.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι η χρεοκοπία προπαρασκευάστηκε από μια ανεύθυνη πολιτική τάξη η οποία έδρασε επί χρόνια, χωρίς πρόνοιες, για την εξουσία και τα αγαθά της μόνο. Τα μνημόνια ήταν η συνέπεια της χρεοκοπίας και επεβλήθησαν μόνο και μόνο για να μην επισημοποιηθεί αυτή και οδηγήσει σε θεμελιακή κρίση ολόκληρη την ευρωζώνη και την Ελλάδα σε αλβανοποίηση. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια δυστυχώς. Τα υπόλοιπα είναι για τα τηλεπαράθυρα και τα καφενεία…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ