{{{ moto }}}

Μια ακόμη εβδομάδα κινηματογραφικής χρυσής μετριότητας αρχίζει από την Πέμπτη 21 Μαρτίου, με πάρα πολλές ταινίες από τις οποίες η μόνη που δείχνει ικανή να προσελκύσει κόσμο είναι η τελευταία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, η γκέι κωμωδία «Δεν κρατιέμαι». Χαριτωμένη αλλά δεν τρελάθηκα.

«Δεν κρατιέμαι» («Los amantes pasajeros», Ισπανία, 2013) του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τους Χαβιέ Καμάρα, Αντόνιο Ντε Λα Τόρε, Σεσίλια Ροθ και σε μικρά περάσματα οι Αντόνιο Μπαντέρας, Πενέλοπε Κρους
Και τι δεν θα γίνει κατά τη διάρκεια αυτής της αεροπλανικής… σαπουνόπερας που εκτυλίσσεται ενώ ένα επιβατικό αεροπλάνο με σοβαρό μηχανικό πρόβλημα πρέπει να κάνει αναγκαστική προσγείωση: μια «τσατσά» (Σεσίλια Ροθ) διατυμπανίζει ότι έχει στην κατοχή της ερωτικά βίντεο από όλους τους εραστές της. Μια σεξουαλικά στερημένη «μυξοπαρθένα» (Λόλα Ντουένας) φλερτάρει με την ιδέα του σεξ με κοιμισμένους. Ενας αστέρας της τηλεόρασης (Γκιγιέρμο Τολέδο) προσπαθεί να επικοινωνήσει με την κοπέλα του στην Ισπανία αλλά μέσω μιας παρεξήγησης ανακαλύπτει μια παλιά ερωτική του σύντροφο (η πανέμορφη Μπλάνκα Σουάρεζ, αποκάλυψη της ταινίας). Και βέβαια, τα αρσενικά μέλη του πληρώματος, όλοι τους γκέι ή κρυφο –γκέι που δεν σταματούν να κάνουν τσαχπινιές, ανάμεσα στις οποίες και ένα disco χορευτικό νούμερο (το «I’m so excited» που είναι και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας).
Με άλλα λόγια, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, το τρομερό παιδί του ισπανικού κινηματογράφου …ξαναξεσαλώνει. Μπροστά στην ιδέα του θανάτου δεν κρατιέται να κάνει το δικό του πάρτι, να βγάλει στην επιφάνεια όλα τα σεξουαλικά θέματα των ανθρώπων να μας οδηγήσει σε μια …τρελή ,τρελή πτήση που συγχρόνως θυμίζει διεστραμμένο κλείσιμο ματιού προς τον «Εξολοθρευτή άγγελο» του προγενέστερού του κορυφαίου ισπανού σουρεαλιστική, του Λουίς Μπουνιουέλ. Οπου και πάλι, θυμίζω, ένα γκρουπ ανθρώπων βρισκόταν εγκλωβισμένο σε έναν κλειστό χώρο απ’ όπου δεν μπορούσε να βγει.
Μόνον που η καθολική επικράτεια του χιούμορ της ταινίας ανήκει στα ομοφυλοφιλικά αστεία, τα οποία για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πολύ συχνά γίνονται γκροτέσκα_ ίσως και λίγο κακόγουστα. Η εμμμονή του Αλμοδόβαρ στα καλαμπουράκια είναι μεν ενίοτε διασκεδαστική αλλά όταν παρατραβά το σχοινί, τα αστεία γίνονται γκροτέσκα και αυτό είναι απογοητευτικό για έναν σκηνοθέτη που με το προηγούμενο έργο του («Ολα για την μητέρα μου», «Γύρνα πίσω» κ.α.) έχει ανεβάσει τον πήχη τόσο ψηλά.
Αλλά και πάλι, του το συγχωρείς γιατί μόνον σε μια ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ μια καμπίνα αεροπλάνου θα μπορούσε να αποκτήσει τόσο χρωματιστό ενδιαφέρον. Ακόμα και ο σχεδιασμός της, τα καθίσματα, η ταπετσαρία ή τα κοστούμια του πληρώματος, είναι μια μικρή απόλαυση της όρασης. Και στην τεική, λίγο γέλιο το χρειαζόμαστε.
Βαθμολογία: 2
ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ODEON ΟΠΕΡΑ – ΔΑΝΑΟΣ – ΚΗΦΙΣΙΑ –ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ – ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ – STER ΙΛΙΟΝ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY ΣΥΓΓΡΟΥ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – VILLAGE – STER

Σεξ, αίμα και Πίνο Ντονάτζιο
**«Passion»
Ερωτικό θρίλερ συμπαραγωγής Γαλλίας/ Γερμανίας 2012 σε σκηνοθεσία Μπράιαν Ντε Πάλμα, με τους Ρέιτσελ Μακ Ανταμς, Νόμι Ράπας
Το αγγλόφωνο ριμέικ της γαλλικής ταινίας «Η αντίζηλος» (κύκνειο άσμα μάλιστα του σκηνοθέτη Αλέν Κορνό), σκηνοθετήθηκε από έναν μάστορα του κινηματογραφικού ερωτισμού και ίσως του πιο εμμονικού με τις ταινίες του Αλφρεντ Χίτσκοκ σκηνοθέτη που έχει υπάρξει ποτέ.Με το «Passion» λοιπόν, ο Μπράιαν Ντε Πάλμα θυμάται τα περασμένα μεγαλεία του σε ταινίες όπως το «Διχασμένο κορμί», την «Προετοιμασία για ένα έγκλημα» και το «Blow out», όπου το σεξ, το έγκλημα και η μουσική του Πίνο Ντονάτζιο έφτιαχναν πάντα ένα μεθυστικό (και εθιστικό κοκτέιλ).
Σέξ, εγκλημα και μουσική Ντοντάτζιο θα βρούμε και στο «Passion», ένα στιλάτο, σέξι, παλαιάς κοπής θρίλερ με πικάντικες λεσβιακές σκηνές ανάμεσα στη Ρέιτσελ Μακ Ανταμς και τη Νόμι Ραπας που υποδύονται δυο στελέχη διαφημιστικής εταιρείας που ανταγωνίζονται τρελά η μια την άλλη προκειμένου να αναρριχηθούν στα κλιμάκια της εταιρείας τους (στο πρωτότυπο έργο τις είχαν υποδυθεί η Κριστίν Σκοτ Τόμας και η Λουντβινί Σενιέ). Ο Ντε Πάλμα αναζητεί τρόπους για να κάνει μπανιστήρι στη γυμνή σάρκα ή να βρει από πού θα ξεχειλίσει το αίμα. Το σασπένς κλιμακώνεται σταδιακά και διακριτικά, το αποτέλεσμα είναι ένα καλοφτιαγμένο giallo που όμως ποτέ δεν αποκτά τον χαρακτήρα μιας μεγάλης ταινίας.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ – VILLAGE ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – ODEON KOSMOPOLIS MAΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER IΛION – ΝΑΝΑ – ΤΡΙΑ AΣΤΕΡΙΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – ODEON ΠΛATΕIA – STER

Χαλαρή περιπλάνηση
«Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός» («Robert Mitchum is dead», Γαλλία/ Βέλγιο/ Πολωνία/ Νορβηγία, 2012) των Ολιβιέ Μπαμπινέ και Φρεντ Κιν, με τους Ολιβιέ Γκουρμέ, Πάμπλο Νικομέδες
Εικόνες και ατμόσφαιρα από τις μινιμαλιστικές ταινίες του Φινλανδού Ακι Καουρισμάκι και τα road movies του Αμερικανού Τζιμ Τζάρμους στροβίλιζαν στο μυαλό μου ενώ παρακολουθούσα αυτήν την ταινία με τον παράξενο τίτλο «Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός». Χαλαρή περιπλάνηση σε διάφορες χώρες της Ευρώπης που σκηνοθέτησαν στην πρώτη μεγάλου μήκους απόπειρά τους, οι Ολιβιέ Μπαμπινέ και Φρεντ Κιν. Στην ουσία το φιλμ καταγράφει τις περιπέτειες ενός παράξενου ντουέτου, που μέσα σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο προσπαθει να φτάσει κάπου στον Αρκτικό Κύκλο όπου γίνεται ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ. Είναι ένας καλλιτεχνικός μάνατζερ με ύποπτη συμπεριφορά (Ολιβιέ Γκουρμέ) και ένας ηθοποιός (Πάμπλο Νικομέδες) που ενδεχομένως να είναι ο πιο ατάλαντος του κόσμου. Το ταξίδι είναι γλυκό, ρομαντικό, ενίοτε νοσταλγικό και σίγουρα αστείο, ιδίως στις σκηνές με τον πολωνό παραγωγό όπου ο μάνατζερ φέρεται σαν Ντον Βίτο Κορλεόνε για να γυρίσει μια σκηνή. Αλλά όλα αυτά χωρίς ποτέ την αύρα μιας ταινίας ικανής να «καρφωθεί» στην ψυχή σου.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ

Καταρρέουσα εκπαίδευση
«Μαθήματα ζωής» («Detachment», ΗΠΑ, 2011) του Τόνι Κέι, με τους Εντριαν Μπρόντι, Μάρσια Γκέι Χάρντεν, Τζέιμς Κάαν
Το εκπαιδευτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών δείχνει να βρίσκεται σε άθλια κατάσταση αν κρίνει κανείς από την τελευταία ταινία του βρετανού σκηνοθέτη Τόνι Κέι η οποία διανέμεται με αρκετή καθυστέρηση στην Ελλάδα αφού πρόκειται για παραγωγή του 2011. Με το μονίμως μελαγχολικό, σχεδόν κλαμένο ύφος του, ο Εντριαν Μπρόντι _που εδώ είναι επίσης παραγωγός_ υποδύεται έναν πρόωρα κουρασμένο και με βαρύ παιδικό παρελθόν εκπαιδευτικό, αντικαταστάτη συναδέλφου του σε σχολείο της Νέας Υόρκης. Επί ματαίω προσπαθεί να επικοινωνήσει με παιδιά που σκοτώνουν με σφυριά γάτες σε σακούλες. Είναι ένας άνθρωπος που ενώ ενδιαφέρεται, βρίσκεται ενταγμένος σε ένα σύστημα που αδιαφορεί πλήρως και από παντού. Η ταινία αποφεύγει το γνωστό κλισέ της «εκδίκησης» που έχουμε συναντήσει σε δεκάδες, παρόμοιου περιεχομένου προγενέστερές της και εστιάζει αμιγώς στον κοινωνικό σχολιασμό. Οι μαθητές βρίζουν διαρκώς τους καθηγητές, οι οποίοι ασκούν αμυντικά το επάγγελμά τους, κυνικοί, απαθείς αφού ό,τι και να κάνουν είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται διαρκώς «κάτω». Η παράπλευρη ιστορία της νεαρής πόρνης (Σάμι Γκέιλ) την οποία ο καθηγητής παίρνει υπό την προστασία του, βοηθά την ταινία να ξεφύγει κάπως από τον περιβάλλον του σχολείου στο οποίο όμως μοιάζει δεν κρύβει μια διάθεση καταγγελίας που τελικά λειτουργεί εναντίον της. Σε καμία περίπτωση τα δεν είναι μια ταινία αντίστοιχης δύναμης με τα «Μαθήματα αμερικανικής ιστορίας» που ο Τόνι Κέι σκηνοθέτησε 13 χρόνια πριν από τα «Μαθήματα ζωής».
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΙΝΤΕΑΛ – ΑΤΑΛΟΣ

Ούγγροι Χρυσαυγίτες
** Ανεμος ψυχής
(Just the wind/ Csak a szél)
Koινωνικό δράμα συμπαραγωγής Ουγγαρίας/ Γαλλίας/ Γερμανίας 2012 σε σκηνοθεσία Μπενς Φλιγκάουφ, με τους Καταλίν Τόλντι, Γκιόνγκι Λεντβάι.
Η επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας στα ξενόγλωσσα Οσκαρ, είναι αυτή η σκληρή αλλά ατμοσφαιρική ταινία, στην οποία παρακολουθούμε τις επιπτώσεις που έχει στην ζωή μιας οικογένειας Ρομά ο τρόμος της καθημερινότητας σε μια περιοχή της ουγγρικής επαρχίας που μαστίζεται από ακροδεξιά στοιχεία τα οποία στοχεύουν τσιγγάνους. Η ρεαλιστική καταγραφή της καθημερινότητας των Ρομά συνδυάζεται με ένα καίριο κοινωνικό σχόλιο στο οποίο, δυστυχώς αντανακλάται και η επικαιρότητα της Ελλάδας. Ακόμα χειρότερα, η ταινία αυτή είναι εμπνευσμένη από αληθινά περιστατικά που συνέβησαν ανάμεσα στο 2008 και το 2009 στην Ουγγαρία, όταν οι Ρομά δέχτηκαν επίθεση με βόμβες μολότοφ και σφαίρες (καταμετρήθηκαν έξι νεκροί). Παραμένοντας συνεπής στο σκηνοθετικό ύφος του, ο Μπενς Φλιγκάουφ («Το δάσος», «Dealer») δεν κάνει χατίρια στον θεατή και σε κερδίζει τόσο με τον άψογο χειρισμό των ερασιτεχνών ηθοποιών, όσο και από το γεγονός ότι χωρίς να γίνονται και πολλά στην ταινία, νιώθεις διαρκώς μια αύρα απειλής που προκαλεί ανατριχίλα.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΣΤΥ

Παιχνίδι με το σινεμά
Μπιγκ Χιτ
Αστυνομική περιπέτεια ελληνικής παργωγής 2012 σε σκηνοθεσία Κάρολου Ζωναρά, με τους Μελέτη Γεωργιάδη, Κάτια Ο’ Γουόλις, Γρηγόρη Γαλάτη.
Ένα χαριτωμένο σινεφιλικό παιχνιδάκι είναι η τελευταία ταινία του Κάρολου Ζωναρά («Ο γιος του Τσάρλι»). Υποτίθεται ότι είναι κάτι σαν το ελληνικό ριμέικ του κλασικού αμερικανικού φιλμ νουάρ «Η μεγάλη κάψα» που γύρισε το 1953 ο Φριτς Λανγκ με μορφές του είδους μπροστά στον φακό, όπως ο Γκλεν Φορντ, ο Λι Μάρβιν και η Γκλόρια Γκράχαμ. Κάτι σαν, επαναλαμβάνω. Ο Ζωναράς γύρισε την ταινία ασπρόμαυρη ακολουθώντας σχεδόν κατά γράμμα το ντεκουπάζ του πρωτότυπου έργου. Το γιατί το έκανε, δεν το κατάλαβα, υποθέτω λοιπόν, απλώς για να το κάνει. Σαν άσκηση. Μαγκιά του. Σε ό,τι αφορά όμως τη μυθολογία που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τον ήχο της ταινίας (οι διάλογοι γράφτηκαν πριν τα γυρίσματα και οι φωνές των ηθοποιών δεν είναι οι δικές τους), εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το ντουμπλάρισμα… φαίνεται. Και ενίοτε, ενοχλεί. Ωστόσο, η αίσθηση που αφήνει πίσω της η ταινία έχει ενδιαφέρον έστω και αν τελικά έχω την εντύπωση ότι περισσότερο θυμίζει παραλλαγή του ελληνικού αστυνομικού έργου «Ο Λαμπίρης εναντίον των παρανόμων» (1967) του Γιάννη Γαζή με τον Βύρωνα Πάλλη παρά τη «Μεγάλη κάψα» του Λανγκ με τον Φορντ.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΤΡΙΑΝΟΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ

Ο καταγγέλλων και ο υπερτιμημένος
Πριν από δυο εβδομάδες βγήκαν στις αίθουσες τρία ελληνικά ντοκυμαντέρ και από σήμερα Πέμπτη, ενώ το φεστιβάλ ντοκυμαντέρ Εικόνες του 21ου αιώνα συνεχίζεται στην Θεσσαλονίκη, δύο ακόμη ελληνικά ντοκιμαντέρ αναζητούν κι αυτά τη θέση τους ανάμεσα σε όλες αυτές τις ταινίες. Καλή τους τύχη λοιπόν.
>>>Το «Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης» του δημοσιογράφου Στέλιου Κούλογλου μας θυμίζει τις βαρβαρότητες των Γερμανών σε περιοχές της Ελλάδας όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα που ως γνωστόν στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές έδωσαν ψήφους στο κόμμα της… Χρυσής Αυγής (τόσα μάθαμε, τόσα κάναμε). Για την ακρίβεια ο Δήμος Καλαβρύτων έδωσε 630 ψήφους και τα ίδια τα Καλάβρυτα 38! Διανθισμένο από συγκινητικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τις θηριωδίες των ναζιστών από πρώτο χέρι, το ντοκιμαντέρ αναμοχλεύει πράγματα χιλιοειπωμένα και δεν αποκαλύπτει κάτι που να μην είναι ήδη γνωστό. Φυσικά, ορισμένα πράγματα οφείλουμε να ακούμε και να ξανακούμε διαρκώς_ ιδίως στις εποχές που ζούμε. Το ντοκιμαντέρ έχει ενδιαφέρον σε κάποια σημεία. Στο ότι πέραν από μια περίπτωση, καμία γυναίκα που έζησε την τραγωδία των ναζιστών δεν χύνει μισό δάκρυ, την ώρα που όλοι σχεδόν οι άντρες βουρκώνουν ή κλαίνε. Δεύτερον σε ότι αφορά τις απόψεις των παιδιών για το ζήτημα των Χρισαυγιτών. Και τρίτον στο κομμάτι της συνέντευξης που δίνει ο Αλέξανδρος Γιοσμάς, μέλος της Χρυσής Αυγής και γιος του περιβόητου ταγματασφαλίτη και συνεργάτη των Γερμανών Ξενοφώντος Γιοσμά που του άρεσε να αποκαλείται φον Γιοσμάς. Λίγο να τον ακούσεις και δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις!
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΑΒΟΡΑ
>>>Το «Σκηνοθετώντας την Κόλαση» αφορά τον Νίκο Νικολαΐδη, έναν αντιπροσωπευτικό σκηνοθέτη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου ο οποίος απέκτησε κοινό μέσω ταινιών ακραίου ερωτισμού στις οποίες περιθωριακοί ήρωες προσπαθούν να αντισταθούν στην καταπίεση του «συστήματος». Πέρα από το ότι ο Νικολαΐδης ήταν ένας αυταρχικός πλακατζής, δεν μαθαίνουμε και πολλά για αυτόν αφού επιλογή του σκηνοθέτη Χρήστου Χουλιάρα ήταν να κόψει και να ράψει αποσπάσματα από κάθε ταινία του. Συγχρόνως παραθέτει κάποιο υλικό με τον ίδιο τον Νικολαΐδη αλλά κυρίως τις απόψεις συνεργατών (Τάκης Μόσχος, Τάκης Σπυριδάκης, Γιάννης Αγγελάκας, Κωνσταντίνος Τζούμας κ.α.), συναδέλφων (Νίκος Παναγιωτόπουλος) αλλά και μιας κριτικού κινηματογράφου, της Ροζίτας Σώκου που ισχυρίζεται ότι ο Νικολαίδης δεν έπαψε ποτέ να είναι κατά βάθος ένα παιδί. Ο Ντίνος Κατσουρίδης που δούλεψε ως διευθυντής φωτογραφίας στην καλύτερη ταινία του Νικολαΐδη, την «Πρωϊνή περίπολο», λέει την πιο σωστή φράση: ότι ο Νικολαΐδης ήταν ένας εξαιρετικός «πλανοθέτης». Ομως η αλήθεια είναι ότι παρακολουθώντας ξανά σκηνές από όλες αυτές τις εκκεντρικές ταινίες του Νικολαΐδη, τη «Γλυκιά συμμορία», το «Singapore Sling», το «Zero years», τον «Χαμένο που τα παίρνει όλα», ένιωσα πόσο υπερτιμημένος σκηνοθέτης τελικά είναι. Μπορεί μεν (όπως επισημαίνει και ο Αγγελάκας) με τα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» να έκανε αίσθηση με κάτι διαφορετικό στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όμως η διαφορετικότητά του έγινε μια εσωστρεφής, ενοχλητική μανιέρα.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ