Η απόφαση είχε παρθεί από καιρό. Ορισμένα γραφειοκρατικά εμπόδια και πολεοδομικές ασάφειες καθυστερούσαν το φιλόδοξο έργο της επέκτασης και της ανακαίνισης της Εθνικής Πινακοθήκης. Ωστόσο, καθώς το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού άντλησε 32 εκατ. από το ΕΣΠΑ και η δραστήρια διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα εξασφάλισε άλλα 13 εκατομμύρια από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσει η ανακαίνιση. Εκτός από μια τελευταία αποχαιρετιστήρια έκθεση. Οι ανεκτίμητοι θησαυροί που κρύβει το Μουσείο στα υπόγειά του θεωρήθηκε η ιδανικότερη αποχαιρετιστήρια συνάντηση με τους μύστες της τέχνης, σε μια περίφημη έκθεση που ονομάστηκε «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης – Αγνωστοι θησαυροί από τις συλλογές της». Η «Προσωπογραφία της κυρίας Σερπιέρη» του Νικηφόρου Λύτρα, διαστάσεων 248×148 εκ., που τελευταία φορά αντίκρισε το κοινό το 1955 στο Ζάππειο, ήταν ένα από τα έργα που προσέλκυσε πολλούς επισκέπτες από την έναρξή της τον περασμένο Οκτώβριο. Οπως και ο «Θερισμός» του Κωνσταντίνου Παρθένη, που τελευταία φορά εκτέθηκε το 1919. Δεκάδες ακόμη έργα όχι μόνο Ελλήνων αλλά και ξένων καλλιτεχνών εκτέθηκαν: ανάμεσά τους οι 15 οξυγραφίες του Ρέμπραντ, 38 χαρακτικά του Ντίρερ (αγορασμένα από τον Μαρίνο Καλλιγά στη δεκαετία του ‘60), δύο έργα παραστατικής τεχνοτροπίας του πρώιμου Μοντριάν, αλλά και ένα εθνικό κειμήλιο, το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, προσφορά του ισπανού ζωγράφου για την Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα.
Την Κυριακή 8 Ιανουαρίου το μεσημέρι, και αφού συνολικά 50.000 επισκέπτες είχαν πληρώσει το μειωμένο – λόγω κρίσης – εισιτήριο για να θαυμάσουν τα εκθέματα, ολοκληρώθηκε η έκθεση, όχι όμως και οι… «ιδιωτικές ξεναγήσεις». Σύμφωνα με την ελληνική αστυνομία, επί της οδού Βασ. Κωνσταντίνου 50 παραβιάστηκε ένα άνοιγμα που οδηγεί στο μεσοπάτωμα του μπροστινού κτιρίου. Τον δρόμο του δράστη εμπόδιζε ένας γύψινος τοίχος, νέα προσθήκη για να τοποθετηθούν τα «φρέσκα» έργα της έκθεσης, όμως έπειτα από προσπάθεια που δεν απαιτούσε ντελικάτες κινήσεις, εντόπισε ένα αδύνατο σημείο, το έσπασε με κλωτσιές και ανέβηκε από τη σκάλα στο ισόγειο. Στη μαρμάρινη αίθουσα βρίσκονταν το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, δημιουργία του 1939, και τα έργα του Πιέτ Μοντριάν «Τοπίο» και «Μύλος», του 1905. Οπλισμένος με υπομονή, ο διαρρήκτης από τις οκτώ το βράδυ άρχισε δοκιμές θέτοντας σε λειτουργία τον συναγερμό για να διαπιστώσει σε πόσο χρόνο αντιδρά ο φύλακας, που λόγω των συχνών οχλήσεων οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για κάποια ηλεκτρολογική δυσλειτουργία του συστήματος. Ο δράστης θα είχε στη διάθεσή του επτά λεπτά, χρόνος υπεραρκετός για να στεφθεί με επιτυχία το σχέδιό του. Περίμενε υπομονετικά και έβαλε το σχέδιό του σε δράση στις 4.30 το πρωί. Με γρήγορες κινήσεις αφαίρεσε τις κορνίζες και ενώ οι ανιχνευτές κίνησης ενεργοποιήθηκαν, οι κάμερες δεν κατέγραψαν και πολλά εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού του χώρου. Ο νυχτοφύλακας έφτασε στο σημείο και πλησίασε τον δράστη, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό ώστε να καταφέρει να τον πιάσει. Στη φυγή έπεσαν η φαλτσέτα του δράστη και το «Τοπίο» του Μοντριάν, αλλά ο δράστης δεν πτοήθηκε και πάνω στο κυνηγητό πρόλαβε να αρπάξει το σχέδιο με τον «Αγιο Ντιέγκο ντε Αλκάλα σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και τα σύμβολα του πάθους» του Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο) που βρισκόταν μπροστά του.
Την επόμενη ημέρα το γεγονός επισκίασε τη συζήτηση για το PSI και η Ελλάδα γινόταν ξανά πρώτη είδηση στα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία. Οι πρώτες εκτιμήσεις της Αστυνομίας για τον «ποντικό», όπως ονόμασαν τον δράστη οι Αρχές, έκαναν λόγο για αθίγγανο που εκτελούσε εντολές «νονών» της νύχτας. Καθώς οι έρευνες προχωρούσαν, οι αξιωματικοί της αστυνομίας θυμήθηκαν τις τρεις μαζικές κλοπές πινάκων από το Ιδρυμα Γουλανδρή, το Τελλόγλειο Ιδρυμα στη Θεσσαλονίκη και τη συλλογή Ιόλα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Και οι τρεις είχαν έναν κοινό παρονομαστή, τον δράστη Γρηγόρη Ρουσόπουλο.
Ο Ελληνας Τόμας Κράουν
Το 1997 αστυνομικοί εντόπισαν στο διαμέρισμά του, στην οδό Αριστοτέλους 8, 40 έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων λιθογραφίες των Πικάσο, Μιρό, Σαγκάλ και Ματίς από τη συλλογή Ελευθεριάδη Τεριάντ, τρεις πίνακες της συλλογής Ιόλα, ρολόγια, γούνες, μανικετόκουμπα, χρυσά στυλό και ένα «λεύκωμα» με αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών για τις γκαλερί και τα μουσεία που ο ένοικος σκόπευε στο άμεσο μέλλον να «επισκεφθεί». Τον Μάρτιο του 1994, μόλις ενάμιση μήνα από την απόδρασή του από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου κρατούνταν για ληστείες σε κοσμηματοπωλεία, είχε διαρρήξει το Ιδρυμα Γουλανδρή – Χορν, που εκείνη την περίοδο φιλοξενούσε την πολύτιμη συλλογή Τεριάντ. Το εντυπωσιακό είναι ότι φεύγοντας πήρε μαζί του όχι έναν ή δύο, αλλά 40 πίνακες…
Ο Γρηγόρης Ρουσόπουλος προσπάθησε να διαφύγει στην Ιταλία με πλαστό διαβατήριο, αλλά οι ιταλοί αστυνομικοί βρήκαν σύνεργα διάρρηξης στις αποσκευές του και πολλά χρήματα σε μετρητά, οπότε και τον συνέλαβαν. Εκδόθηκε στην Ελλάδα και φυλακίστηκε στα Τρίκαλα. Αποφυλακίστηκε την άνοιξη του 1997, όμως μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα διέρρηξε την κατοικία του Ιόλα στην Αγία Παρασκευή και συνελήφθη εκ νέου. Στις 26 Ιουνίου 2006 οι Αρχές τον συλλαμβάνουν για ακόμη μία φορά για διαρρήξεις σε κατοικίες στα βόρεια προάστια. Στη δικογραφία κατηγορήθηκε μαζί με άλλα τρία άτομα και η αστυνομία έχει στρέψει προς τα εκεί τις έρευνές της, ενώ μελετώνται εκ νέου απομαγνητοφωνήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών ανθρώπων της νύχτας που έχουν εμπλακεί στο παρελθόν σε ανάλογες υποθέσεις.
Ποιος κλέβει έργα τέχνης;
Ενας από τους αγαπημένους αστικούς μύθους – πυροδοτούμενος κυρίως από την κινηματογραφική μυθολογία – είναι ότι οι κλοπές έργων τέχνης σχετίζονται με αφιονισμένους συλλέκτες και εραστές της τέχνης. Ποιος αναγνωρισμένος και ευυπόληπτος συλλέκτης όμως θα έπαιρνε το ρίσκο να «λερώσει» το όνομά του με υποθέσεις που αφορούν εθνικά κειμήλια και θησαυρούς του παγκόσμιου πολιτισμού; Μάλλον κανένας. Για αυτό και όταν το 2008 ο χολιγουντιανός σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ – συλλέκτης των έργων του αμερικανού ρεαλιστή Νόρμαν Ρόκγουελ – διαπίστωσε πως ο πίνακας με τίτλο «Russian Schoolroom» που βρέθηκε στη συλλογή του, είχε κλαπεί τον Ιούνιο του 1973 από αίθουσα τέχνης της πόλης Κλέιτον στο Μισούρι, ενημέρωσε το FBI με δική του πρωτοβουλία.
Τα διάτρητα μέτρα ασφαλείας ακόμη και των σημαντικότερων μουσείων του κόσμου, αλλά κυρίως των μικρών μουσείων και των γκαλερί που φιλοξενούν περιοδικές εκθέσεις φαντάζουν στα μάτια των ανθρώπων του υποκόσμου ως πρώτης τάξεως ευκαιρία για ένα προσοδοφόρο μεροκάματο.
Από τα νύχια των επιτήδειων δεν έχουν εξαιρεθεί το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού (2010), το Μουσείο Βαν Γκονγκ του Αμστερνταμ (1991 και 2002) ή το Μουσείο Μουνχ στο Οσλο (2004). Ολες οι διαρρήξεις ήταν αστεία υπόθεση από άποψη οργάνωσης: μια σκάλα και ένας αντιπερισπασμός για να απασχοληθούν οι φύλακες τις περισσότερες φορές. Ιδίως τα μικρά μουσεία γίνονται ευκολότερα στόχος των ληστών, καθώς δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος πολύπλοκων συστημάτων συναγερμού και προσωπικού ασφαλείας. Κάπως έτσι στις 18 Μαρτίου του 1990, λίγο μετά το τέλος των εορταστικών εκδηλώσεων για τη γιορτή του Αγίου Πατρικίου, δύο άντρες μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς ζητούν να μπουν στο μουσείο της Isabella Stewart Gardner (ή αλλιώς Boston Museum) από μια πλαϊνή είσοδο. Οι φρουροί αποφασίζουν να αγνοήσουν τους κανονισμούς και να ανοίξουν τις πόρτες παρ’ όλο που η ώρα ήταν προχωρημένη. Οταν κατάλαβαν ότι οι άνδρες αυτοί δεν ήταν αστυνομικοί, βρίσκονταν ήδη ακινητοποιημένοι με χειροπέδες στο πάτωμα. Σε λιγότερο από 90 λεπτά, αφαιρέθηκαν με βίαιο τρόπο από τα κάδρα τους πίνακες συνολικής αξίας 700 εκατ. ευρώ – μεταξύ τους και τρεις του Ρέμπραντ – στη ληστεία που αποκαλείται η μεγαλύτερη όλων των εποχών.
Στη μεγαλύτερη ληστεία έργων τέχνης στην ιστορία της Ελβετίας, τον Φεβρουάριο του 2008, τρεις ένοπλοι μασκοφόροι άντρες εισέβαλαν στο διάσημο μουσείο Collection E.G. Buehrle της Ζυρίχης, όπου τέσσερις πίνακες των Μονέ, Βαν Γκογκ, Ντεγκά και Σεζάν, συνολικής αξίας 180 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (112,4 εκατομμυρίων ευρώ), έπεσαν στα χέρια των ληστών. Εναν μήνα αργότερα οι πίνακες του Μονέ «Poppies Near Vetheui» και του Βαν Γκογκ «Blossoming Chestnut Branches», βρέθηκαν παρατημένοι στο πίσω μέρος ενός Opel Omega, στο πάρκινγκ της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης.
Η μεταπώληση ενός διάσημου έργου τέχνης δεν είναι εύκολη υπόθεση, ακόμη και αν η μαύρη αγορά έργων τέχνης είναι η τέταρτη πιο προσοδοφόρα παράνομη εμπορία, μετά το εμπόριο όπλων, ναρκωτικών και το trafficking, με τζίρο 6 δισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως. Οι γκαλερί και οι οίκοι δημοπρασιών δεν επιθυμούν τέτοιες συναλλαγές. Η μαφία όμως και οι άνθρωποι του υποκόσμου εξακολουθούν να υποκινούν το εμπόριο έργων τέχνης στο πλαίσιο του ξεπλύματος μαύρου χρήματος ή ως «εγγύηση» σε περιπτώσεις απώλειας ρευστού ή ως απλά «δωράκια» στους ανωτέρους τους.
Οπως λέει ο Τσαρλς Χιλ, πρώην αξιωματικός της Σκότλαντ Γιάρντ, ιδιωτικός ερευνητής σήμερα και ο άνθρωπος που εντόπισε το έργο του Μουνχ «Η κραυγή» όταν κλάπηκε το 1994 από την Εθνική Πινακοθήκη του Οσλο, «οι ληστές έργων τέχνης δεν είναι και τόσο έξυπνοι, αλλά τους είναι πολύ εύκολο να κλέψουν ένα μουσείο, οπότε γιατί να μην το κάνουν; Είναι σαν να κλέβουν εκκλησία».
Εδώ είναι Βαλκάνια
Το κέντρο των συναλλαγών κλεμμένων έργων τέχνης τα τελευταία χρόνια εντοπίζεται στη Σερβία. Οι αρχές εντόπισαν πρόσφατα δύο ελαιογραφίες του Πάμπλο Πικάσο, το «Κεφάλι αλόγου» και το «Ποτήρι και κανάτα» που είχαν κλαπεί τον Φεβρουάριο του 2008 από την πόλη Πφέφικον κοντά στη Ζυρίχη και ανήκουν στο Μουσείο Σπένγκελ του Αννόβερο. Την υπόθεση μαζί με τις σερβικές αρχές είχε αναλάβει για λογαριασμό του Μουσείου ο Ντικ Ελις, πρώην επικεφαλής της βρετανικής Metropolitan Police Art & Antiques Unit, που τώρα χειρίζεται επιχειρήσεις στο Κόσοβο και το Μαυροβούνιο. Σύμφωνα με τον Ελις οι πάλαι ποτέ οπλαρχηγοί του Αρκάν και του Κάρατζιτς κάνουν τη βρώμικη δουλειά σε ολόκληρη την Ευρώπη και δραστηριοποιούνται σε όλα σχεδόν τα παρακλάδια του παράνομου εμπορίου, όπως και σε αυτό των έργων τέχνης. Από εκεί το δίκτυο επικοινωνεί με κράτη της Μέσης Ανατολής αλλά κυρίως της Κίνας, στην οποία η εκκολαπτόμενη αστική τάξη επιθυμεί να συνδυάσει τα QianLong σερβίτσια της με κάποιο εξπρεσιονιστικό δείγμα τέχνης. Αλλωστε την τελευταία δεκαετία οι Κινέζοι αποδεικνύουν την αγοραστική τους ισχύ ξοδεύοντας σε δημοπρασίες τεράστια ποσά. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και υπομονή: Για να κινηθεί στη μαύρη αγορά ένα έργο τέχνης θα πρέπει πρώτα να έχει «ξεχαστεί». Σήμερα, τα απολεσθέντα έργα τέχνης αγγίζουν το εξωπραγματικό νούμερο των 250.000 τεμαχίων και σε αυτά, βέβαια, δεν συνυπολογίζονται οι αρχαιότητες.
Μια συνήθης πρακτική εμπορίου αφήνει τον αυθεντικό πίνακα εκτός διαπραγματεύσεων. Σκοπός του κυκλώματος είναι να βγει η φήμη στην αγορά πως κάποιος πουλάει π.χ. έναν Πικάσο ώσπου δεξιοτέχνες καλλιτέχνες που ποτέ δεν είδαν τα έργα τους σε κάποια γκαλερί της Νέας Υόρκης να κάνουν «κόπιες» του αριστουργήματος, με σκοπό να πουληθεί δύο και τρεις φορές. Σε άλλες περιπτώσεις ένα έργο «πλασάρεται» ως έργο μαθητών κάποιου Ντεγκά ή Ματίς ή ως ανυπόγραφο έργο, π.χ. του Μοντιλιάνι. Αυτή μάλιστα είναι περισσότερο κερδοφόρα τακτική και προτιμάται καθώς οι αρχές δεν ασχολούνται εξίσου εμμονικά με αυτές τις περιπτώσεις.
Είναι τόσο επιτυχημένη η τέχνη της αντιγραφής που τον Σεπτέμβριο του 2011, στο Νεσατέλ της Ελβετίας, πραγματοποιήθηκε η έκθεση «Η εποχή των κίβδηλων», με εξαιρετική επιτυχία. Εκεί, στους τοίχους της γκαλερί βρίσκονταν δήθεν αρχαία κομμάτια αλλά και σύγχρονα, όπως ένα χάλκινο άλογο ηλικίας υποτίθεται 2.500 ετών, που διαπιστώθηκε ότι είχε κατασκευαστεί από σύγχρονο γερμανικό χαλκό, το 1980, αν και το Μουσείο Γκέτι στο Μαλιμπού των ΗΠΑ είχε καταβάλει 40 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά του. Το ίδιο ισχύει και για το παρισινό μουσείο Quai Branly, που αγόρασε ένα κρανίο από ορεία κρύσταλλο των Αζτέκων, το οποίο παρουσίαζε ότι έχει ηλικία 500 ετών και χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ώσπου να παραδεχθεί ότι είναι μια σύγχρονη κατασκευή. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξεχάσει τη λαμπρή «καριέρα» του ταλαντούχου Τζον Μάιατ, του Πικάσο των πλαστογράφων. Σίγουρα όχι οι μεγάλοι οίκοι δημοπρασιών (όπως οι Christie’s και Sotheby’s) και οι εκτιμητές της Tate Gallery και του Victoria & Albert Museum που ξεγέλασε.
Για το καλό της τέχνης
Το εμπόριο των έργων αυτών καθαυτών, πολλές φορές, δεν είναι αυτοσκοπός. Αρκετά συχνά τα μουσεία βρίσκονται στην άχαρη θέση να διαπραγματεύονται απευθείας με τους ληστές που ζητούν λύτρα για την επιστροφή των κλοπιμαίων. Αίσθηση είχε κάνει άλλωστε σε ολόκληρο τον πλανήτη η αρπαγή του περίφημου έργου «Η Παναγία και το Βρέφος» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον Αύγουστο του 2003 από το Κάστρο του Ντράμλανριγκ, όταν οι ληστές επανεμφανίστηκαν, εκβιάζοντας τον Δούκα του Μπάκλιου και τους απογόνους τους ότι θα κατέστρεφαν το έργο αν δεν τους καταβάλλονταν 4,25 εκατ. στερλίνες. Οι off the record εξομολογήσεις ανθρώπων τις τέχνης επιβεβαιώνουν την πρακτική: οι ασφαλιστικές εταιρείες προτιμούν να «αγοράσουν» εκ νέου τα κλεμμένα έργα, σε τιμή 1/10 μικρότερη από την πραγματική αγοραστική του αξία, παρά να πληρώσουν στους πελάτες τους τα ασφάλιστρα που φτάνουν τη διπλάσια τιμή.
Ανάλογη περίπτωση η κλοπή 700 αρχαιολογικών αντικειμένων, το 1992, από το μουσείο της Κορίνθου. Οι δράστες ζητούσαν από το ελληνικό κράτος την αμοιβή που θα δινόταν σε όποιον είχε πληροφορίες για την κλοπή και μεσολαβητής είχε αναλάβει ο γνωστός Χρήστος Μαυρίκης…
Τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ που ζητούν τα μουσεία για να ασφαλίσουν την περιουσία τους στις ασφαλιστικές εταιρείες είναι ένα ακόμη κεφάλαιο για ύποπτες συναλλαγές. Το 1994 τα έργα που ανήκαν στη συλλογή της Tate «Φως και Χρώμα» και «Σκιά και Σκοτάδι» του άγγλου τοπιογράφου Τέρνερ εκλάπησαν από περιοδική έκθεση στο μουσείο Schirn Kunsthalle της Φραγκφούρτης – έργα που είχαν ασφαλιστεί γιας 24 εκατ. στερλίνες. Σύμφωνα με το το βιβλίο «Art theft and the case of the stolen Turners», το οποίο υπογράφει ο Σάντι Νάιρν – διευθυντής προγραμματισμού της Tate εκείνη την εποχή και σήμερα διευθυντής της National Portrait Gallery, τα ασφάλιστρα ήταν για τον διευθυντή της Tate Σερ Σίκολας Σερότα ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να προχωρήσει στο όνειρο της ζωής του, την επέκταση του μουσείου και τη δημιουργία της Tate Modern. Το ποσό όμως που είχε καταβάλει η ασφαλιστική εταιρεία έπρεπε να παραμείνει ανέγγιχτο στην τράπεζα έως ότου ολοκληροθούν οι έρευνες. Ο βρετανός προϊστάμενος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους Τζέφρι Ρόμπινσον πρότεινε να αξιοποιηθούν τα ασφάλιστρα που στο μεταξύ με τους τόκους έχουν φτάσει τα 26 εκατ. στερλίνες. Οι ενδιαφερόμενοι συμφωνούν. «Επρόκειτο για μια καλή συμφωνία για το κράτος, αλλά τρομερή για μας» θα παραδεχτεί ο Ρόμπερτ Χίσκοξ, διευθύνων σύμβουλος της ασφαλιστικής εταιρείας. Διότι τα έργα τελικώς επιστρέφουν στην Tate, όχι όμως και τα χρήματα στην ασφαλιστική η οποία έλαβε πίσω μόνο 8 εκατομμύρια στερλίνες σε δύο δόσεις…



