– Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο και να αναμοχλεύσετε τόσες δεκαετίες μετά τα τραγικά εκείνα συμβάντα;

«Το ένιωσα σαν ένα είδος μνημοσύνου για τον Καραγιώργη. Δεν είναι αναμόχλευση, αλλά τώρα μπόρεσα να εκφραστώ με ηρεμία. Η οργή μου και ο θυμός μου δεν ήταν οι καλύτεροι σύμβουλοι για μια νηφάλια καταγραφή. Τώρα πια τα 93 χρόνια μου και η ασθένειά μου καταλάγιασαν την οργή και τον θυμό, αλλά ούτε συγχώρηση δίνω ούτε λησμονιά». – Πότε είδατε για τελευταία φορά τον Κ. Καραγιώργη;

«Τελευταία φορά στις 31 Δεκεμβρίου 1947, σε ένα σπίτι στην Κυψέλη όπου κρυβόταν. Μόνο για λίγες ώρες κράτησε η συνάντησή μας».

– Τι σας είχε πει; «Δεν μπορέσαμε να πούμε πολλά γιατί ήρθε το αυτοκίνητο που θα τον παρέδιδε στο κόμμα για να τον προωθήσουν εκτός Αθήνας. Δεν χρειαζόταν να μου πει τίποτε, γιατί ήμουν για όλα ενημερωμένη, μια και ήμουν και η ίδια ενεργό στέλεχος του κόμματος».

– Διατηρήσατε κάποια στοιχειώδη μορφή επικοινωνίας έκτοτε μαζί του;

«Απολύτως καμία. Εκείνος στο ένοπλο κομμάτι του αγώνα, εγώ στο πολιτικό».

– Ζητήσατε ποτέ εξηγήσεις,στοιχεία, απαντήσεις στα ερωτήματά σας από το ΚΚΕ;

«Ημουν κι εγώ απομονωμένη από το κόμμα γιατί δεν τον αποκήρυξα όταν το κόμμα τον έθεσε υπό κατηγορία και τον καταδίκασε- ουσιαστικά ως “πράκτορα του εχθρού”-, πράγμα που κατέληξε στον θάνατό του. Οταν μετά την πτώση του Ζαχαριάδη, το 1956, έγινε μια “αποκατάσταση” του Καραγιώργη με μισό στόμα, αποκατέστησαν και εμένα- επίσης με μισό στόμα. Ζήτησα και εξηγήσεις και στοιχεία για την καταδίκη και τον θάνατό του, αλλά όλοι απαντούσαν με μισόλογα, μια και ήταν- σχεδόν όλοι – συνυπεύθυνοι για τον θάνατό του. Και όταν ζήτησα τη σορό του για να τη φέρω στην πατρίδα, όλοι δήλωσαν άγνοια και κανένας δεν έφερε την ευθύνη για τίποτε. Οταν όμως ο Ζαχαριάδης τον καταδίκαζε σε θάνατο, όλοι είχαν πει “ναι”! Τα πρακτικά για την όλη “υπόθεση Καραγιώργη”ανακρίσεις, μέθοδοι ανακρίσεων κτλ. – τα κρατούσε το κόμμα και τα κρατά ακόμη. Κάπου θα είναι εδώ φυλαγμένα στα βαθιά υπόγεια του Περισσού».

– Από το ρουμανικό κράτος ζητήσατε ποτέ επισήμως να σας δοθεί ο φάκελος της υπόθεσής του, τα πρακτικά των ανακρίσεων, τα στοιχεία για τις συνθήκες θανάτου του ή έστω να σας υποδείξουν το μέρος όπου ετάφη;

«Ζήτησα πολλές φορές μέσω συντρόφων, Ελλήνων και Ρουμάνων, να μου δοθούν ό,τι στοιχεία υπάρχουν (ανακρίσεις, γραπτά του, που είχα πληροφορίες ότι υπάρχουν, συνθήκες θανάτου του), όπως επίσης να μου επιστραφεί η σορός του για να τον θάψω στην Ελλάδα. Επισήμως τα ίδια ζήτησε και ο γιος μου με αίτηση που κατέθεσε στην πρεσβεία της Ρουμανίας στο Ανατολικό Βερολίνο το 1968 ή το 1969, με αριθμό πρωτοκόλλου, σφραγίδες κτλ., και απευθυνόταν στο ρουμανικό υπουργείο Εσωτερικών, στο ρουμανικό κόμμα και στον Τσαουσέσκου προσωπικά! Ακόμη περιμένουμε απάντηση…».

– Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι ο σύζυγός σας, ένας άριστος γνώστης των εσωκομματικών συνθηκών,αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά για τις διαφωνίες του,κάτι που για τα δεδομένα της εποχής ισοδυναμούσε με πολιτική «αυτοκτονία»;

«Είναι ακριβώς όπως το λέτε: γνώριζε πολύ καλά τις εσωκομματικές συνθήκες αλλά ο εκρηκτικός χαρακτήρας του δεν μπόρεσε να αντέξει το μέγεθος της καταστροφής που βρήκε τη χώρα μας και τις συνέπειες. Ηταν “αυτοκτονία”, όπως το λέτε, όχι μόνο πολιτική αλλά και ουσιαστική. Αλλωστε η διαφωνία ήταν πολύ παλαιά, από τον καιρό της αποχής από τις εκλογές του 1946. Η δική του θέση, όπως και του Χατζή και άλλων της ΚΕ, ήταν να πά ρουμε μέρος στις εκλογές. Η μοιραία απόφαση για την αποχή ήταν αποκλειστικά του Ζαχαριάδη. Λεπτομέρειες γράφω στα βιβλία μου καθώς έζησα τα γεγονότα από πρώτο χέρι».

– Ως οξυδερκής πολιτικός και έμπειρο στέλεχος που ήταν μήπως διέβλεπε την πτώση του Ζαχαριάδη και έτσι επέλεξε να διαχωρίσει ανοιχτά τη θέση του;

«Δεν “διέβλεπε” απλώς την πτώση του Ζαχαριάδη αλλά κατά κάποιον τρόπο την απαιτούσε. Ηξερε πολύ καλά τι σημαίνει το τέλος του εμφυλίου πολέμου με αυτόν τον τρόπο- ήττα, καταστροφή- και τις συνέπειες που θα είχε για τη χώρα μας».

– Κατηγορήθηκε ότι επιχείρησε να αυτομολήσει στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας στο Βουκουρέστι. Πιστεύετε ότι υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο,ότι υπό το καθεστώς της ψυχολογικής πίεσης και τρομοκράτησής του σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί;

«Η κατηγορία αυτή είναι φτιαχτή. Μου το βεβαίωσε ακριβώς ο νεαρός που τον είδε να περνάει μπροστά από τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία: “Περπατούσε αφηρημένος με το κεφάλι σκυμμένο, πέρασε μπροστά από τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία χωρίς να ρίξει μια ματιά”. Και όταν προηγουμένως τον είχαν πιάσει και τον είχαν υπό κράτηση στο σπίτι του κόμματος, διέφυγε διότι δεν άντεξε την αδιανόητη γι΄ αυτόν κράτησή του και περιπλανώμενος σε κατάσταση παραφροσύνης “έδωσε” μια θαυμάσια πρόφαση στους δημίους του». – Από τα στοιχεία που έχετε συλλέξει θεωρείτε ότι ο Καραγιώργης έπεσε θύμα πλεκτάνης με τη συμμετοχή των Ρουμάνων, οι οποίοι είχαν τοποθετήσει δίπλα του πράκτορες ακόμη και στο κελί του ως δήθεν συγκρατουμένους του;

«Ναι, έτσι που ήταν παραλογισμένος από την όλη σκευωρία για την εξόντωσή του, πράγματι θεώρησε τον δήθεν συγκρατούμενό του Ρουμάνο πραγματικό κρατούμενο.

Και μέσα στις βασανιστικές ανακρίσεις που του έκαναν και με το εγκεφαλικό τραύμα που τον βασάνιζε- και έτσι εξωστρεφής που ήταν- θεώρησε πως βρήκε κάποιον να μιλάει. Ο πράκτορας βέβαια έκανε τη δουλειά που του ανέθεσαν σωστά…». – Εχετε γράψει ότι η αποκατάστασή του από το ΚΚΕ το 1958 ήταν δειλή και αόριστη. Τι θεωρείτε ότι πρέπει να πράξει ο Περισσός για την πλήρη αποκατάσταση της κομματικής τιμής και υπόληψης του συζύγου σας και γιατί πιστεύετε ότι δεν το έκανε ως σήμερα;

«Από τον Περισσό αν περίμενα αποκατάσταση, θα πρέπει να ήμουν ή ηλίθια ή βλαμμένη ή τρελή. Ο Περισσός, αν τον είχε στα χέρια του, θα του έκανε όχι μόνο αυτά που του έκανε ο “καλύτερος φίλος” του από το 1924, ο “καρδιακός φίλος” του ο Ζαχαριάδης, αλλά θα επινοούσε ό,τι “καλύτερο” είχε ο Μεσαίωνας για να “τιμωρήσει” τον άτακτο, ανήσυχο και προβληματιζόμενο υπήκοό του. Αλλά για τον Περισσό θα μιλάμε τώρα; Ας μου έδινε όλο το αρχείο που έχει κρυμμένο στα βάθη του μεγάρου του και ας μου έλειπαν αυτά που λέτε για “αποκατάσταση της κομματικής τιμής” και λοιπά- “αστεία πράγματα” για τον Περισσό».

«ΜΕ ΑΛΥΣΙΔΑ ΛΑΘΩΝ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΗΤΤΑ»

Ο Καραγιώργης διατύπωνε προβληματισμούς και διαφωνίες που κορυφώθηκαν με τη «γραμμή» του Ζαχαριάδη περί συνέχισης της επαναστατικής κρίσης («το όπλο παρά πόδα» κτλ.) μετά την ήττα του ΔΣΕ, ενώ εκείνος είχε ταχθεί υπέρ της συνέχισης του αγώνα με πολιτικά μέσα, όπως υποστήριζε και για τη μετά τον Δεκέμβρη του ΄44 περίοδο. Τις απόψεις αυτές είχε διατυπώσει σε επιστολές του προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ αλλά και το ΚΚΣΕ.

Μετά την 7η Ολομέλεια (Μάιος 1950) ο Καραγιώργης στέλνει στις 6 Ιουνίου 1950 στο ΠΓ του ΚΚΕ ένα κείμενο-«φωτιά» το οποίο χαρακτηρίστηκε «Αντικομματική Λικβινταριστική Πλατφόρμα του Κώστα Γυφτοδήμου (Καραγιώργη)» όπου διατυπώνει τις διαφωνίες του και ασκεί δριμεία κριτική. «Τώρα βλέπω ότι ο Ζαχαριάδης και μέσω των ανθρώπων που ανέδειξε (Ιωαννίδης,Σιάντος κ.ά.) μας οδήγησε στην ήττα την άλλη φορά και τώρα μας οδήγησε ο ίδιος προσωπικά στην ήττα εξίσου με μια ατέλειωτη αλυσίδα λαθών» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ετσι στις 8 Ιουνίου 1950 τίθεται εκτός κομματικής δραστηριότητας και την επομένη κιόλας (8η Ολομέλεια) καθαιρείται από την Κεντρική Επιτροπή και διαγράφεται από το ΚΚΕ, αφού, όπως κρίθηκε, με την «πλατφόρμα» του «ξερνάει έναν ολόκληρο οχετό ενάντια στο ΚΚΕ και την καθοδήγησή του», παρουσιάζοντας παράλληλα «πολλά ύποπτα και σκοτεινά σημεία», για να ακολουθήσει η φρικτή πορεία προς το τέλος.

ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ «ΜΑΧΑΙΡΩΜΑΤΑ»

Ο Κώστας Καραγιώργης συνομιλεί με τον επιστήθιο φίλο του, πανίσχυρο τότε γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη (αριστερά) έχοντας ανάμεσά τους τον Βασίλη Μπαρτζιώτα, σε συγκέντρωση το 1945. Μετά το κείμενο-«φωτιά» που απέστειλε στο Πολιτικό Γραφείο το στέλεχος του κόμματος στιγματίστηκε από την καθοδηγητική ομάδα ως «διπρόσωπος και ύπουλος», «ανήθικο, έκφυλο και ηθικά πωρωμένο στοιχείο», με «ύποπτη και προδοτική» στάση

Οι διαφωνίες ενός «κοσμοπολίτη» κομμουνιστή

Πολύπλευρη προσωπικότητα, γιατρός το επάγγελμα, ευρυμαθής και πολύγλωσσος (μιλούσε γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ρωσικά), ο Καραγιώργης ήταν για την εποχή του ένας κοσμοπολίτης. Είχε αέρα μαχητικού διανοουμένου, ανοιχτός και κοινωνικός άνθρωπος, η παρουσία και δράση του οποίου είχε δημιουργήσει μια αίγλη γύρω από το όνομά του. Θεωρείται μια λαμπρή προσωπικότητα του ΚΚΕ, ενώ ως διευθυντής και αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη» μετά την απελευθέρωση άφησε εποχή. Υπήρξε στέλεχος του ΔΣΕ ως διοικητής του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδας αλλά και υπουργός Πολεμικού Εφοδιασμού της «κυβέρνησης του βουνού». Ο Καραγιώργης στιγματίστηκε για την κριτική και τις διαφωνίες που διατύπωσε ανοιχτά μετά την ήττα του 1949 για τα λάθη που έγιναν. Ο άλλοτε επιστήθιος σύντροφος και φίλος από τα νεανικά χρόνια του Νίκου Ζαχαριάδη δεν δίστασε να αμφισβητήσει τον κραταιό ακόμη γενικό γραμματέα του κόμματος και την περί αυτόν ηγετική ομάδα. Ετσι οδηγήθηκε στην κομματική «πυρά» με το στίγμα του «αντικομματικού» και του «φραξιονιστή», ο οποίος «εκφράζει απόψεις του ταξικού εχθρού», αλλά και ως «διπρόσωπος και ύπουλος», «ανήθικο, έκφυλο και ηθικά πωρωμένο στοιχείο», με «ύποπτη και προδοτική» στάση.

Στα μπουντρούμια των Ρουμάνων

Η ειδοποιός διαφορά της υπόθεσης Καραγιώργη από άλλες αντίστοιχες ήταν η μυθιστορηματική τραγικότητά της: μετά την καθαίρεσή του από μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και τη διαγραφή του από το ΚΚΕ τον Ιούνιο του 1950, συνελήφθη αυθημερόν από τους συντρόφους του και με εντολή Ζαχαριάδη τέθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό στο Βουκουρέστι, όπου βρισκόταν, όπως και η εκτός Ελλάδας κομματική ηγεσία, ενώ μετά την απόδρασή του και υπό καθεστώς αφόρητης ψυχολογικής και συναισθηματικής πίεσης πιάστηκε από «κομματικούς» κοντά στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας για να παραδοθεί ακολούθως στο ρουμανικό καθεστώς ως ύποπτος «να περάσει στον ταξικό εχθρό».

Η κόλαση που ακολούθησε στις ρουμανικές φυλακές, οι ανακρίσεις στις οποίες υπεβλήθη από στελέχη του ΚΚΕ στα μπουντρούμια της Σεκουριτάτε και ο εγκλεισμός του στο κάτεργο του Μαρ τζινένι, ένα συγκρότημα πολιτικών επανορθωτικών φυλακών στην πόλη Πιτέστι, δίχως ποτέ να δικαστεί, τον οδήγησαν στην απόλυτη ψυχολογική και σωματική κατάρρευση και, σε συνδυασμό με τη βαριά φυματίωση από την οποία είχε προσβληθεί, στον θάνατό του, μόνος και αβοήθητος, κατά κάποιους, τον Οκτώβριο του 1954, μια και δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του! Δεν έγιναν ποτέ γνωστές οι ακριβείς συνθήκες τόσο της κράτησής του (ανακρίσεις, βασανισμοί κτλ.) όσο και οι λεπτομέρειες γύρω από το τραγικό τέλος του. Οι οικείοι του δεν έμαθαν καν πού ετάφη.

Κραυγή από τη φυλακή: «Με σκοτώνουν!»

Κάποιες μαρτυρίες συγκρατουμένων του (όπως τις έχει καταγράψει ο Λευτέρης Μαυροειδής ) δίνουν την τραγική διάσταση: «Τον Σεπτέμβριο η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί.Κραύγαζε νύχταμέρα.“Με σκοτώνουν” ούρλιαζε ύστερα από κάθε αιμόπτυση». Ενα πρωί ο Καραγιώργης βρέθηκε αναίσθητος και το κρεβάτι του πλημμυρισμένο με αίμα. Οι φύλακες τον μετέφεραν στον θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπου κατέληξε. «Ανάμεσα σε σπασμούς και σύγκρυο παραμιλούσε και έβλεπε οράματα.Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και το στόμα του ξερό,ασπρισμένο.“Το παιδί μου…Πού το ΄χουν;Δεν ήρθε…απόψε…Το θέλω το παιδί μου…”.Υστερα απότομα το πρόσωπό του συσπάστηκε, μετά χαλάρωσε και απόμεινε πια ακίνητος.Του σφάλισα τα μάτια».

Η «αποκατάστασή» του από το κόμμα ήρθε μαζί με εκείνη των Σιάντου και Πλουμπίδη στην 9η Ολομέλεια του 1958, αφού είχε μεσολαβήσει η αποκαθήλωση του Ζαχαριάδη (6η Ολομέλεια, 1956), με την- κοινή και για τους τρεις- διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και χαφιέ που του απέδωσαν ο Ζαχαριάδης και οι συνεργάτες του. Αλλά ως εκεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ