Η χαρά του ποδοσφαιριστή είναι η εκάστοτε μεταγραφική περίοδος, κατά την οποία εκατοντάδες εκατομμύρια αλλάζουν χέρια. Τα έσοδα που παράγει η παγκόσμια ποδοσφαιρική βιομηχανία, σε ποσοστό 95% καταλήγουν σε τρεις τσέπες. Του καλού ποδοσφαιριστή, του έξυπνου μάνατζερ και του επώνυμου προπονητή. Το σύστημα το οποίο έχει επιβάλει διεθνώς η FIFA, θέλει πλούσιους ποδοσφαιριστές και φτωχούς συλλόγους. Επί των ημερών μας για να κατακτήσει μία ομάδα εθνικούς τίτλους και να διεκδικήσει διεθνείς διακρίσεις, οφείλει να έχει πίσω της έναν πλούσιο ιδιοκτήτη _ πρόεδρο ή όχι.
Ο ισπανός τεχνικός κ. Ράφα Μπενίτεθ εισέπραξε 7,5 εκατ. ευρώ σε διάστημα έξι μηνών ως αποζημίωση για την απόλυσή του από την αγγλική Λίβερπουλ και εν συνεχεία από την Ιντερ Μιλάνου. Το ποσό ισοδυναμεί με τις ετήσιες μέσες αποδοχές 250 εργαζομένων! Ο γάλλος διεθνής Σίντνεϊ Γκοβού το περασμένο καλοκαίρι συμφώνησε να εισπράξει 5,5 εκατ. από τον Παναθηναϊκό για τριετές συμβόλαιο, ποσό υπεραρκετό να του εξασφαλίσει πλουσιοπάροχα… νυχτοπερπατήματα. Η συντριπτική πλειονότητα των παικτών αμείβεται βέβαια με πολύ λιγότερα χρήματα, αλλά πολύ πάνω από το μέσο όρο των αποδοχών των υπολοίπων… θνητών.
Στο ποδόσφαιρο ανέκαθεν ίσχυε ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Οσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση, τόσο καλύτερη είναι και η προσφορά. Ωστόσο, πριν από πενήντα χρόνια ουδείς ποδοσφαιριστής μπορούσε να διανοηθεί ότι θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του με τα χρήματα που θα έβγαζε παίζοντας μπάλα. Γιαυτό και όλοι φρόντιζαν να εκμεταλλευθούν το όνομα της ομάδας τους και να βρουν κάποια δουλειά η οποία θα τους εξασφάλισε τα… γεράματα.
Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 ήταν της μόδας οι ποδοσφαιριστές των λεγόμενων μεγάλων ελληνικών ομάδων να διορίζονται στη ΔΕΗ ή στην ΟΥΛΕΝ (μετέπειτα ΕΥΔΑΠ). Κάποιοι άλλοι διεκδικούσαν μια άδεια ταξί, ένα πρακτορείο Προ-Πο. Οι εξυπνότεροι απαιτούσαν ακόμη και την… προίκα της αδελφής τους!
Ορισμένοι έφταναν μάλιστα στο σημείο να απειλούν ότι θα μεταναστεύσουν στο εξωτερικό αν δεν παραχωρούνταν σε πλουσιότερο σύλλογο ή δεν τους εξασφάλιζαν το μέλλον. «Ο Λαιμός είναι αποφασισμένος να εγκαταλείψει τον Ολυμπιακό, μια που ακόμη δεν μπόρεσε να του βρει δουλειά» έγραψε το 1961 «Η ΟΜΑΔΑ». Και ο εν λόγω ποδοσφαιριστής πραγματοποίησε την απειλή του μπαρκάροντας σε τάνκερ!
Την εποχή εκείνη στον ελλαδικό χώρο ο ποδοσφαιριστής δεν μπορούσε να αλλάξει ομάδα χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου του. Ηταν σκλάβος της υπογραφής την οποία έβαζε στο πρώτο του αθλητικό δελτίο. Ωστόσο, μεταγραφές γίνονταν, έστω και με ελάχιστα (μαύρα) χρήματα σε σύγκριση με το σήμερα, καθώς επισήμως οι ποδοσφαιριστές θεωρούνταν τότε ερασιτέχνες και αμοιβές δεν επιτρέπονταν.
Το πώς και με πόσα χρήματα γίνονταν οι μεταγραφές πριν από πενήντα χρόνια στο ελληνικό ποδόσφαιρο, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο δημοσιογράφος Δ. Τζεφρόνης σε ολοσέλιδο αφιέρωμα το οποίο δημοσιεύτηκε στις 17 Ιουλίου 1961 στην αθλητική εφημερίδα «Η ΟΜΑΔΑ» με τίτλο «ποιος θα δώσει τα πιο πολλά;» και με υπότιτλο «το «γιουσουρούμ» των ποδιών έφτασε στα φόρτε του – στην ημερήσια διάταξη: απαγωγές, λεφτά, ανταλλαγές»:
– «Ξέρετε πόσο κόστισε στον Ολυμπιακό η μεταγραφή του Δαρίβα από τη Νίκη Πλάκας;
– Δύο χιλιάδες δρχ.
και μια ντουζίνα κάλτσες ύστερα από παζάρια.
– Αμ,
ο Στεφανάκος; Πέντε χιλιαδούλες επλήρωσε στην Υπεροχή Νεαπόλεως ο Ολυμπιακός για να τον αποκτήσει.
– Για να πάει ο Σοφιανός από τον Παναθηναϊκό στον Παναιγιάλειο,
εκτός από τη συμφωνία επί του χρηματικού επιπέδου, το Αίγιο ανέλαβε την υποχρέωση να ανοίξει μια μπυραρία στον Σοφιανό. Και για να πάει στον Αρη Θεσσαλονίκης ο ίδιος παίκτης, ζητεί τώρα να του ανοίξουν ένα σφαιριστήριο ή να αναλάβει την εκμετάλλευση της λέσχης του Αρεως.
– Ο Νεστορίδης φεύγοντας από τον Πανιώνιο προς την ΑΕΚ,
είχε εκφράσει την επιθυμία για ένα φορτοταξί.
– Ο Μισαηλίδης,
για να πάει από τον ΠΟ Ξάνθης στον Αρη Θεσσαλονίκης, εζήτησε μία βέσπα που του την αγόρασαν αμέσως και ο Αβραμίδης είχε ζητήσει από τη διοίκηση του Αρεως, να του ανοίξει κουρείο».
Ο αρθρογράφος της «ΟΜΑΔΑΣ» παραθέτει επίσης και το «χρηματιστήριο ποδιών», τουτέστιν πίνακα με τα ποσά που δόθηκαν για την απόκτηση κορυφαίων παικτών της εποχής του ερασιτεχνισμού και του δελτίου, το οποίο κάποιοι παράγοντες απειλούσαν να καρφιτσώσουν στο ταβάνι αν βεβαίως δεν έπαιρναν και αυτοί το κάτι τις τους κάτω από το τραπέζι. Εχουμε λοιπόν και λέμε (τα ποσά σε δραχμές της εποχής):
Βουτσαράς 20.000
Βαλλιάνος 40.000
Δεμίρης 40.000
Γεωργιάδης 80.000
Δομάζος 9.000
Λαιμός 70.000
Λινοξυλάκης 35.000
Μπενάρδος 25.000
Νεστορίδης 40.000 + 1 φορτοταξί
Παπάζογλου Σαβ. 150.000
Σοφιανός 150.000
Σιδέρης Γ. 50.000
Σκευοφύλαξ 70.000
Φυλακούρης 15.000
«Βλέπετε το σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν έχει την μορφήν που είχε άλλοτε και το παζάρι των μεταγραφών έχει πάρει και αυτό άλλη όψη. Το χρήμα κυλά άφθονο, ελκυστικό, παντοδύναμο. Και μόνο το χρήμα καθορίζει τις επιτυχίες των σωματείων. Αλλοίμονο στους φτωχούς…» αποφαίνεται ο Δ. Τζεφρόνης, παραθέτοντας επίσης και τιμοκατάλογο με ποσά που πρόσφεραν τότε ξένες ομάδες για να αποκτήσουν άσους ελληνικών ομάδων:
Νεστορίδης 600.000 Ροτ Βάις (Γερμανία)
Πολυχρονίου 750.000 Ρεμς (Γαλλία)
Λινοξυλάκης 300.000 Βίνερ (Αυστρία)
Δομάζος 1.350.000 Σάντος (Βραζιλία)
Στεφανάκος 500.000 Σάντος (Βραζιλία)
Αν μη τι άλλο, ο Κώστας Νεστορίδης εκτός από τα 600.000 έχασε και την ευκαιρία να παίξει στη Ροτ Βάις μαζί με τον Οτο Ρεχάγκελ ο οποίος αγωνίστηκε στην ομάδα του Εσσεν το 1960-1963.