Στη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε μια αναβίωση της κριτικής του Νίτσε στο επιστημονικό πνεύμα της εποχής του (Η χαρούμενη επιστήμη) και στις κυρίαρχες στον δυτικό πολιτισμό πεποιθήσεις στην ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας. Ο γερμανός φιλόσοφος πίστευε ότι το αντικείμενο της ιστορικής έρευνας προσδιοριζόταν από την υποκειμενική διάθεση και τις επιθυμίες των ιστορικών και επομένως «τα γεγονότα είναι ακριβώς αυτό που δεν είναι· είναι μόνο ερμηνείες». Με αφετηρία αυτές τις αντιλήψεις τονίστηκε ο λογοτεχνικός χαρακτήρας των ιστορικών κειμένων και τα μυθοποιητικά στοιχεία που αναπόφευκτα περιλαμβάνει ο ιστορικός λόγος. (Το βιβλίο σταθμός: Heyden White, Metahistory, 1973). Η ιδέα της ιστορικής αντικειμενικότητας τέθηκε στο στόχαστρο. Παράλληλα, υπό την επίδραση της γλωσσολογικής θεωρίας του Σοσύρ, η οποία διήνυσε μια μακρά πορεία γονιμοποίησης πολλών κλάδων από τη θεωρία της λογοτεχνίας ως την κοινωνική ανθρωπολογία, τονίστηκε από θεωρητικούς της λογοτεχνίας (Μπαρτ, Ντεριντά, Ντε Μαν κ.ά.) ότι η γλώσσα δεν αναφέρεται αλλά κατασκευάζει την πραγματικότητα.


Σε ό,τι αφορά την ιστορία, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, οι πηγές μπορούν να θεωρηθούν κείμενα, λεκτικές κατασκευές. Οι κατασκευές αυτές δεν μας μεταφέρουν, κατά τον Φουκό, πληροφορίες για την πραγματικότητα. Πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε ως «μνημεία» που μας δείχνουν κυρίως τους αντιληπτικούς τρόπους μέσα από τους οποίους κάθε εποχή συλλαμβάνει αυτό που θεωρεί πραγματικότητα και εντέλει την κατασκευάζει.


Ετσι ο Μπαρτ (1967) υποστήριξε ότι ο ιστορικός λόγος χαρακτηρίζεται από «αληθοφάνεια», η οποία ήταν ένα χαρακτηριστικό της κουλτούρας μιας εποχής που εκφράστηκε σε πολλά πεδία, όπως λ.χ. στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Ο ιστορικός λόγος επομένως δημιουργεί μια αυταπάτη αναφορικότητας σε μια εξωτερική πραγματικότητα. Ενας κοινός παρονομαστής στην κριτική αυτή είναι ότι ο ιστορικός λόγος επικαλούμενος την αλήθεια και την αντικειμενικότητα λειτουργεί ως λόγος εξουσίας. Τα επιχειρήματα αυτά συνοψίζουν τον ιστορικό σκεπτικισμό και προέρχονται από διανοητικά περιβάλλοντα εντός και εκτός του ιστορικού επαγγέλματος.


Η ιστοριογραφία, και το γενικότερο ενδιαφέρον στην ιστορία, είτε εκφράζεται σε ιστορικά έργα είτε διαφοροτρόπως, δεν μπορεί να απομονωθεί από τις ευρύτερες πολιτισμικές και κοινωνικές εξελίξεις. Διασταυρώνεται συνεχώς με αυτές. Συνέβη όμως το εξής, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο: ο αρχικός πυρήνας της μεταμοντερνιστικής κριτικής προέρχεται από την αντιμοντερνιστική κριτική στα τέλη του περασμένου αιώνα (γι’ αυτό και το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Νίτσε), την οποία είχαν περισυλλέξει τότε τα διανοητικά κινήματα της Δεξιάς, του αντικοινοβουλευτισμού και του πολιτικού ιρασιοναλισμού. Η κριτική όμως αυτή μεταλλάχτηκε μετά το γενικευμένο «1968» που εξέφρασε μια παρόμοια αμφισβήτηση στις ιδέες της προόδου, της επιστήμης και της λογικής τόσο του καπιταλιστικού κόσμου όσο και του κρατικοποιημένου μαρξισμού. Οι ιδέες αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή έμπνευσης από διανοητικά περιβάλλοντα που σε γενικές γραμμές είχαν την αφετηρία τους στην πανεπιστημιακή Αριστερά. Ετσι σήμερα παρακολουθούμε τον σχηματισμό μιας νέας ορθοδοξίας. Κάθε ορθοδοξία όμως, ως διαδικασία και πρόθεση, απειλεί την ελευθερία μας. Για τον λόγο αυτόν οφείλουμε να συγκεντρώσουμε τις διανοητικές μας δυνάμεις όχι στην απόκρουση των αλλαγών, οι οποίες έχουν αλλάξει το τοπίο στο οποίο εργάζονται οι ιστορικοί, αλλά στο να ανοίξουμε ρήγματα στην εικόνα αυτού του τοπίου. Αλλωστε ένα από τα ισχυρά επιχειρήματα της ιστορικής σκέψης ήταν πάντοτε η δυνατότητά της να διαρρηγνύει τα πλαίσια αντιλήψεων που θέτει η συγχρονικότητα.


Ενα από τα ρήγματα αυτά προσφέρει το έργο του ρώσου ιστορικού της τέχνης και σημειωτικού Μπορίς Ουσπένσκι, ο οποίος, μαζί με τον Γιούρι Λότμαν, ανήκει στους διασημότερους εκπροσώπους της «σχολής του Ταρτού». Σύμφωνα με τον Ουσπένσκι, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά μιας συλλογικότητας είναι ανάλογη με τα ερεθίσματα τα οποία δέχεται. Εξαρτώνται όμως από το σύστημα με το οποίο διαβάζει αυτά τα νέα μηνύματα και από τον συσχετισμό ανάμεσα στα μηνύματα και στις πεποιθήσεις της. Στις πεποιθήσεις αυτές βρίσκεται ο κώδικας ανάγνωσης της συγκεκριμένης κοινωνίας.


Ο ιστορικός πρέπει να αποδομήσει αυτόν τον κώδικα. Να βρει δηλαδή πώς από τη συγκεκριμένη κοινωνία εξηγούνται τα γεγονότα, ποιο νόημα τους αποδίδεται. Οι αντιδράσεις μιας συλλογικότητας στα γεγονότα, στα μηνύματα που δέχεται, συγκροτούν «φράσεις» που γενικεύονται σε μια «γλώσσα» (με τη μεταφορική και σημειωτική έννοια του όρου). Η «γλώσσα» αυτή ενοποιεί τη συλλογικότητα και τη συγκροτεί σε υποκειμενικότητα. Με την παρέλευση του χρόνου η «γλώσσα» της κοινωνίας αλλάζει, αλλά σε κάθε συγχρονικό πεδίο μπορεί να περιγραφεί ως σύστημα, ως μηχανισμός. Ετσι τα ίδια τα γεγονότα ερμηνεύονται διαφορετικά σε διαφορετικές «γλώσσες». Η διαφορετική ερμηνεία συνίσταται στον κατακερματισμό του κειμένου και στην επιλεκτικότητα, στον διαφορετικό προσδιορισμό αιτιών και αποτελεσμάτων. Το ιστορείν μοιάζει της Πηνελόπης· πλέκει και ξεπλέκει συνεχώς το κείμενο του παρελθόντος. Ετσι, ένα γεγονός που έχει σημασία για μια εποχή μπορεί να μην έχει καμία θέση, και επομένως καμία σημασία, στο αντιληπτικό σύστημα μιας άλλης εποχής. Από την άλλη μεριά, το σύστημα των αναπαραστάσεων από τους κοινωνικούς αποδέκτες επιστρέφει και προσδιορίζει τον μηχανισμό ανάπτυξης των συμβάντων και την ιστορική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή, που περιγράφηκε ως τώρα, αποτελεί το επικοινωνιακό μοντέλο της ιστορικής διαδικασίας και βρίσκεται σε αναλογία με τη γλωσσική δραστηριότητα.Ο ιστορικός επομένως δεν έρχεται αντιμέτωπος με ένα σωρό γεγονότων ατάκτως ως οι κέραμοι ερριμμένων, από τα οποία διαλέγει αυθαίρετα και με αυθαίρετους συνδυασμούς κατασκευάζει ιστορίες. Ερχεται σε επαφή με το παρελθόν μέσα από τις διαδοχικές προσεγγίσεις του εκάστοτε παρόντος προς το παρελθόν του, όπως είναι ενσωματωμένα στη μνημονική και στην ιστορική παράδοση. Χωρίς αυτή τη διαμεσολάβηση καμιά ιστορική σύνθεση δεν θα ήταν δυνατή. Μελετώντας τις πηγές μας δεν ανακαλύπτουμε γυμνές και άδολες πληροφορίες.


Οι πληροφορίες είναι ενταγμένες σε ερμηνευτικά πλαίσια. Τα γεγονότα δεν είναι «εκεί» και απλώς συμβαίνουν. Συμβαίνουν ακριβώς επειδή έχουν και παράγουν νόημα. Από αυτή την άποψη το γεγονός είναι μια σχέση ανάμεσα σε κάτι που συμβαίνει και σε ένα δεδομένο συμβολικό σύστημα που το αντιλαμβάνεται και το περισυλλέγει. Από τις πηγές (που αποκρυσταλλώνονται εντός ορισμένου συμβολικού συστήματος) ως το σύγχρονο ιστορούν υποκείμενο υπάρχει ένα συνεχές αναγνώσεων και ερμηνειών του παρελθόντος.


Ενα συνεχές ασφαλώς με κόμβους, κενά και αντιφάσεις. Οπου κάποιες αναγνώσεις υπερτερούν ή και περιθωριοποιούν άλλες. Παρ’ όλα αυτά όμως πρόκειται για συνεχές που πολλαπλασιάζει σε μια απειρία αναγνωστικών πράξεων την αφηγηματοποίηση της ιστορίας. Αυτή ακριβώς η απειρία αναγνωστικών πράξεων είναι μια κοινωνική διαδικασία, η οποία με τη σειρά της ελαχιστοποιεί την καταστατική αυθαιρεσία της ιστορίκευσης του παρελθόντος που περιγράφει η μεταμοντέρνα θεωρία. Ελαχιστοποιεί βέβαια δεν σημαίνει ότι αναιρεί πλήρως. Η αντιμετώπιση αυτή του ιστορικού ως αναγνώστη και ως συγγραφέα μέσα από εναλλασσόμενες θέσεις συνεπάγεται ότι ο ιστορικός ως αναγνώστης λειτουργεί αποδομώντας τα κείμενα που διαβάζει και ως συγγραφέας δημιουργεί κείμενα τα οποία εναπόκειται στους αναγνώστες όπως και στους επερχόμενους ιστορικούς να αποδομήσουν. Ο ιστορικός λειτουργεί δηλαδή και ως συγγραφέας και ως κριτικός. Μέσα από αυτή τη διπλή λειτουργία προσδιορίζονται, αλλά δεν ταυτίζονται, οι σχέσεις του με τη θεωρία της λογοτεχνίας και την αποδόμηση.


Το επικοινωνιακό μοντέλο της ιστορίας προσφέρει μια παραγωγική κριτική στον μεταμοντερνισμό και στην αναταραχή που προκάλεσε στους ιστορικούς. Περισσότερα όμως γι’ αυτό άλλη φορά.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.