Η ΠΤΩΣΗ των επιτοκίων και η διατήρηση των τιμών των κατοικιών σε «λογικά» επίπεδα έχουν τονώσει το ενδιαφέρον για την αγορά κατοικίας με χρηματοδότηση, δηλαδή με στεγαστικό δάνειο. Ο δανεισμός είναι μια πολύ σημαντική απόφαση για όσους τον αποφασίζουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύεται με την ανάληψη υποχρεώσεων για πολλά χρόνια και ο δανειζόμενος θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει με ακρίβεια και προσοχή τις υποχρεώσεις αυτές. Το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να επιλέξει το δάνειο εκείνο που ανταποκρίνεται καλύτερα στις δυνατότητές του.


Επειδή το διάστημα εξοφλήσεως ενός στεγαστικού δανείου είναι αρκετά μεγάλο, είναι δυνατόν πολλοί παράγοντες να επηρεάσουν την ομαλή εξόφλησή του. Ετσι, προτού επιλέξετε τον τύπο του δανείου, θα χρειαστεί να κάνετε τις δικές σας εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η επιλογή δανείου με μεταβλητό επιτόκιο θα αποδειχθεί συμφέρουσα σε περίπτωση όπου τα οικονομικά πράγματα πάνε καλά και τα επιτόκια υποχωρήσουν περαιτέρω. Αν προβλέπετε ότι τα επόμενα τρία ή πέντε χρόνια οι προοπτικές δεν είναι καλές και η πτώση των επιτοκίων δεν θα είναι μεγάλη, τότε η λήψη ενός δανείου με σταθερό επιτόκιο τα πρώτα χρόνια της ζωής του ταιριάζει καλύτερα στους υπολογισμούς σας. Τα δάνεια της κατηγορίας αυτής προσφέρουν σήμερα επιτόκιο κατά 3-5 μονάδες χαμηλότερο από το βασικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων. Θα πρέπει όμως να είστε έτοιμοι σε περίπτωση όπου τα επιτόκια δεν υποχωρήσουν μετά τη λήξη της αρχικής περιόδου να «απορροφήσετε» το σοκ από πιθανή αύξηση της δόσης του δανείου.


Αν σκέφτεστε να πάρετε δάνειο χαμηλής εκκίνησης πληρώνοντας χαμηλές δόσεις τα πρώτα χρόνια και υψηλότερες αργότερα, όταν θα έχουν βελτιωθεί τα οικονομικά σας και θα έχουν πέσει τα επιτόκια, δεν θα πρέπει να ξεχνάτε ότι πτώση του πληθωρισμού και των επιτοκίων σημαίνει πως τα εισοδήματα αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό.


Το κόστος όμως του στεγαστικού δανείου δεν εξαρτάται μόνο από το επιτόκιο. Η χρονική του διάρκεια παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στον υπολογισμό της μηνιαίας δόσης, αλλά και στο συνολικό κόστος του δανείου. Οσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια του δανείου τόσο πιο αργή γίνεται η αποπληρωμή του κεφαλαίου επί του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι. Για παράδειγμα, για ένα 15ετές δάνειο 10 εκατ. δρχ. με επιτόκιο 13,5% ο δανειζόμενος πληρώνει κάθε χρόνο 1,6 εκατ. δρχ. περίπου και ύστερα από τρία χρόνια θα χρωστά στην τράπεζα 9,2 εκατ. δραχμές. Ενα 10ετές δάνειο με τα ίδια χαρακτηριστικά κοστίζει 1,8 εκατ. δρχ. περίπου τον χρόνο και ύστερα από τρία χρόνια ο δανειζόμενος θα χρωστά 8,35 εκατ. δραχμές.


Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση το μακροχρόνιο δάνειο είναι ασύμφορο. Κάποιος, π.χ., που δηλώνει υψηλό εισόδημα και θέλει να χρησιμοποιήσει το δάνειό του για να επωφεληθεί των φορολογικών ελαφρύνσεων που προβλέπονται για την πρώτη κατοικία, στοιχείο που πρέπει πάντα να συνυπολογίζεται στο συνολικό κόστος του δανείου, τότε μπορεί να επιλέξει ένα πολυετές δάνειο 15 ως 20 ετών. Στα δάνεια αυτά η απόσβεση του κεφαλαίου γίνεται με αργό ρυθμό και έτσι ο δανειολήπτης θα πληρώνει για πολλά χρόνια υψηλούς τόκους, οι οποίοι αφαιρούνται από το φορολογητέο εισόδημά του. Αντίθετα κάποιος που παίρνει δάνειο με σκοπό να το εξοφλήσει, π.χ., ύστερα από πέντε χρόνια, τότε θα πρέπει να προσανατολιστεί σε μικρότερης διάρκειας δάνειο. Οταν έρθει η στιγμή να ξεχρεώσει, τότε το προς εξόφληση ποσό ενός 10ετούς δανείου θα είναι χαμηλότερο από αυτό ενός 15ετούς.


Ενα άλλο στοιχείο που διαμορφώνει το συνολικό κόστος του δανείου είναι τα έξοδα για την έγκριση και τη χορήγηση του δανείου. Τα έξοδα αυτά αυξάνουν το κόστος των δανείων χαμηλού ύψους και για μικρά ποσά κάνουν το δάνειο ασύμφορο. Αλλωστε, μετά την πτώση των επιτοκίων, ο τραπεζικός ανταγωνισμός μεταφέρεται και στον τομέα αυτόν.