Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η ανακάλυψη του ορυκτού πλούτου στο ελληνικό υπέδαφος φαίνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις βασίζεται στη θεωρία των… συμπτώσεων. Είναι ίσως γνωστή η περίπτωση του Σερπιέρι καθώς και ο τρόπος με τον οποίο ανακάλυψε τα κοιτάσματα των μεταλλείων του Λαυρίου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Δεν είναι όμως ιδιαίτερα γνωστός ο τρόπος με τον οποίο το προπολεμικό μεταλλευτικό συγκρότημα Ηλιόπουλου – Κυριακόπουλου ανακάλυψε ότι στην περιοχή Πηλονήσι της Μήλου υπάρχουν κοιτάσματα λευκής βαρυτίνης.


Στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά από μια οξύτατη κρίση που ξεσπά στον μεταλλευτικό κλάδο, και συγκεκριμένα το 1910 θεσπίζεται νέα νομοθεσία που αλλάζει τον τρόπο εκμετάλλευσης των μεταλλείων και σε συνδυασμό με την επιχειρηματική ανασυγκρότησή του δημιουργεί νέα δεδομένα.


Η ιστορία του μεταλλευτικού συγκροτήματος Ηλιόπουλου – Κυριακόπουλου, που σήμερα η δραστηριότητά του είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή έχοντας λάβει πλέον παγκόσμιες διαστάσεις, αρχίζει πριν από 67 χρόνια, το 1933, μια εποχή ιδιαίτερα γόνιμη για την ελληνική οικονομία. Πρώτη λοιπόν δημιουργήθηκε η Ανώνυμος Εταιρεία Μεταλλείων Βωξίται Παρνασσού και έναν χρόνο αργότερα, το 1934, ιδρύεται η Ανώνυμος Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης «με σκοπόν την εκμετάλλευσιν των αργυρομεταλλευμάτων, βαρυτίνης και παντός συνυπάρχοντος μεταλλεύματος των νήσων Μήλου, Κιμώλου και Πολυαίγου».


Η δραστηριότητα της Α&Β αρχίζει από την Πολύαιγο και όχι από τη Μήλο, όπου είχε ανακαλυφθεί πλουσιότατο κοίτασμα αργυρούχου βαρυτίνης ήδη από το 1855. Τα κοιτάσματα της Πολυαίγου όμως, φτωχά όπως ήταν, γρήγορα τελειώνουν. Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων του Πηλονησιού είναι μάλλον πρωτότυπη, οφείλεται σε έναν βοσκό ή μάλλον σε… μια κατσίκα από το κοπάδι του, «η οποία καθώς έβοσκε εκεί τράβηξε μια ρίζα και άρχισε να «σκαλίζει» με τις οπλές της το άσπρο χώμα». Ο βοσκός ενημέρωσε αργότερα τον Ευριπίδη Μαυρομμάτη για το περίεργο εκείνο «άσπρο χώμα», το οποίο διαπιστώθηκε ότι είναι λευκή βαρυτίνη.


Πρωτεργάτες του συγκροτήματος είναι ο Ευριπίδης Μαυρομμάτης και οι Ηλίας και Γεώργιος Ηλιόπουλος αρχικά, ενώ πέντε χρόνια αργότερα συμμετέχει και ο Αθανάσιος Ηλιόπουλος (ο τρίτος αδελφός), οι οποίοι συγκροτούν την Ανώνυμο Εταιρεία Μεταλλείων Βωξίται Παρνασσού. Εξι χρόνια πριν από τη δημιουργία της εταιρείας, το 1927, ο Ε. Μαυρομμάτης ανακαλύπτει μετά από τριών χρόνων έρευνα στην περιοχή Παρνασσού – Γκιώνας – Οίτης την ύπαρξη «πτωχού σιδηρομεταλλεύματος», που όμως είναι βωξίτης. Το φθινόπωρο του 1933 εκχωρούνται στη νεοσύστατη εταιρεία τα πρώτα μεταλλευτικά δικαιώματα.


* Σε δύσκολες συνθήκες


Το 1934 δημιουργείται η Ανώνυμος Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης. Ετσι, οι δύο προαναφερόμενες εταιρείες αποτελούν τον βασικό κορμό του νεογέννητου ­ εκείνη την εποχή ­ μεταλλευτικού συγκροτήματος.


Οι συνθήκες εκμετάλλευσης τόσο στον Παρνασσό όσο και στη Μήλο την πρώτη περίοδο λειτουργίας του συγκροτήματος είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Η εξόρυξη, όπως αναφέρεται σχετικά, γίνεται με το σύστημα «τσάπα – κόφα – βαγόνι», ενώ «η αλληλογραφία και τα χρήματα μεταφέρονται με γαϊδουράκια». Σύντομα όμως η Α&Β οργανώνεται δημιουργώντας εγκαταστάσεις στα Βούδια της Μήλου και το 1935 λειτουργεί το πρώτο στην Ελλάδα εργαστήριο ερευνών με στόχο την εξεύρεση επικερδέστερων χρήσεων της βαρυτίνης.


Παράλληλα η εταιρεία Βωξίται Παρνασσού επιχειρώντας να αξιοποιήσει εγχωρίως το μετάλλευμα δημιουργεί την Ανώνυμο Βιομηχανική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων «Ο Πρωτεύς», στην οποία η ίδια συμμετέχει με 50%. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή σύντομα αποτυγχάνει, αφού διαπιστώνεται ότι «η επεξεργασία του βωξίτη της Ελλάδος δεν φαίνεται επί του παρόντος ευχερής».


Το 1937 η Α&Β δίνει την πρώτη της «μάχη» στη διεθνή αγορά και κατορθώνει μετά από σκληρό ανταγωνισμό να εξουδετερώσει τους γερμανούς ανταγωνιστές της. Εξάγει 30.000 τόνους βαρυτίνης, ενώ παράλληλα εγκαθιστά στη Μήλο τα πρώτα τριβεία και αρχίζουν η κατεργασία και ο ενσακισμός με προορισμό τις βιομηχανίες παραγωγής χρωμάτων και φαρμάκων. Το 1938 από τα μεταλλεία του Παρνασσού η παραγωγή βωξίτη εκτοξεύεται ­ από τις 5.000 τόνους το 1935 ­ στις 180.000 τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί, με βάση τα δεδομένα της εποχής, στο 5% της παγκόσμιας παραγωγής.


Ο πόλεμος και η Κατοχή έχουν καταστρεπτικά αποτελέσματα για τις εταιρείες του συγκροτήματος. Οι Βωξίται Παρνασσού εξαναγκάζονται να πωλήσουν τα μεταλλεία του βωξίτη στους Γερμανούς, ενώ οι εγκαταστάσεις της Μήλου μετατρέπονται σε στρατιωτική βάση από τις δυνάμεις κατοχής.


* Η μεταπολεμική εποχή


Η πενταετία που ακολουθεί μετά την απελευθέρωση αποτελεί ουσιαστικά και τη βάση της μεταπολεμικής ανάπτυξης του ομίλου. Το 1945 αρχίζει δειλά δειλά η επαναλειτουργία του συγκροτήματος από τη Μήλο. Το 1950 η βαρυτίνη της Μήλου «ταξιδεύει» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της παγκόσμιας αγοράς, από τη Βρετανία ως και τη Βενεζουέλα, ενώ δύο χρόνια αργότερα ένα ακόμη προϊόν προσθέτει η ΑΕΕ Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης στο δυναμικό της, τον «μπετονίτη της Μήλου», που αργότερα θα γίνει το «δυνατό χαρτί» της εταιρείας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το πολύτιμο αυτό ορυκτό, που ως τότε ήταν άγνωστο, εξορυσσόταν μαζί με τη βαρυτίνη και κατά χιλιάδες τόνους είχε χρησιμοποιηθεί σε χωματουργικά έργα ως άχρηστο για άλλη χρήση υλικό! Την ίδια χρονιά το ελληνικό Δημόσιο εκμισθώνει στην ΑΕ Βωξίται Παρνασσού τα πρώην δικά της μεταλλεία.


Το 1953 επαναλειτουργεί παραγωγικά η Εταιρεία Χρυσωρυχεία Βορείου Ελλάδος, που ως και το 1960 έχει «βγάλει» 1.287 κιλά χρυσού. Η χαμηλή τιμή όμως του χρυσού καθιστά απαγορευτική την παραγωγική δραστηριότητά της και διακόπτει τη λειτουργία της. Τον ίδιο χρόνο η ΑΕΕ Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης εξάγει τις πρώτες ποσότητες μπετονίτη, ενώ λίγο αργότερα αποκαλύπτεται ότι το υπέδαφος της Μήλου κρύβει ένα ακόμη σπουδαίο μετάλλευμα, τον περλίτη.


* Εξαγωγές στην ΕΣΣΔ


Η σημαντικότερη όμως μεταπολεμική χρονιά του μεταλλευτικού συγκροτήματος Ηλιόπουλου – Κυριακόπουλου είναι το 1956. Η διοίκηση του ομίλου, παρά το γεγονός ότι το 1933 δεν κατόρθωσε παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλε να εξαγάγει τα προϊόντα της στη Σοβιετική Ενωση, δεν αποθαρρρύνεται και το 1956 υπογράφει το πρώτο της συμβόλαιο πώλησης βωξίτη στην ΕΣΣΔ. Στη διάρκεια των επόμενων 35 χρόνων οι εξαγωγές προς τη Σοβιετική Ενωση θα ξεπεράσουν τα 10 εκατομμύρια τόνους.


Τα χρόνια που ακολούθησαν ανέδειξαν το συγκρότημα σε σπουδαίο παράγοντα της ελληνικής επιχειρηματικής δραστηριότητας τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Το γεγονός όμως ότι επί σειρά δεκαετιών αποτελούσε προνομιακό εταίρο της Σοβιετικής Ενωσης και της Ρουμανίας ήταν η αιτία δημιουργίας σοβαρών προβλημάτων μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Δύο χρόνια χρειάστηκαν για να γίνει η προσαρμογή στα νέα δεδομένα και να στραφεί σε νέες αγορές, φθάνοντας ως την Ιαπωνία. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το σύνολο της παραγωγής της ΑΕΜ Βωξίται Παρνασσού σήμερα εξάγεται. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την ΑΕΕ Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης, της οποίας εξάγεται το 90% της παραγωγής.


Παράλληλα το συγκρότημα τη δεκαετία του 1980 προχώρησε σε στρατηγικές συνεργασίες με ξένες εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η αρχή έγινε το 1987 στη Γερμανία, με αποτέλεσμα σήμερα μέσω της θυγατρικής του S&Β Holding να είναι βασικός μέτοχος της πολυεθνικής ΙΚΟ-Erbsloh. Η συγκεκριμένη πολυεθνική μέσω ενός πλέγματος θυγατρικών εταιρειών διαθέτει επτά εργοστάσια επεξεργασίας μπετονίτη στη Γερμανία και στη Γαλλία και ένα ευρύτατο εμπορικό δίκτυο, καταλαμβάνοντας σημαντική θέση στην ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Σύμφωνα μάλιστα με τα ενοποιημένα αποτελέσματά της, η ΑΕΕ Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης το 1998 παρουσίασε πωλήσεις 57,8 δισ. δρχ. έναντι 43,2 δισ. δρχ. το 1997 και κέρδη 5,1 δισ. δρχ. έναντι 2,6 δισ. δρχ. το 1997.


Ετσι, η επικείμενη ανάδειξη του κ. Οδ. Κυριακόπουλου, που ηγείται σήμερα του συγκροτήματος, στη θέση του προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών είναι ίσως χαρακτηριστική της εμπιστοσύνης και της εκτίμησης που τρέφει ο επιχειρηματικός κόσμος σε έναν ελληνικό όμιλο με πολυεθνική δραστηριότητα αλλά και σπουδαία ιστορία.