Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



«Ενταύθα θα έπρεπε να ομιλήσωμεν επίσης περί της βιομηχανίας ζακχάρεως. Εν τούτοις από πολλών ετών, η βιομηχανία αύτη ευρίσκεται εν στασιμότητι, τα δε εργοστάσια ζακχαροποιίας εσημείωσαν αποτυχίας. Αι αποτυχίαι αύται δέον να αποδοθώσι κυρίως εις τον πλημμελή καταμερισμόν έργων και την κακήν διαχείρισιν των εν λόγω επιχειρήσεων, ουχί δε εις την κατωτέραν ποιότητα της πρώτης ύλης. Διότι έχει αποδειχθή ότι τα εν Ελλάδι καλλιεργούμενα τεύτλα έχουσι πολύ μεγαλειτέραν ποσότητα εις σάκχαρον από τα ευρωπαϊκά. Εκτός των ως άνω κλάδων της βιομηχανίας ειδών διατροφής υφίστανται εν Ελλάδι μεγάλα ζυθοποιεία, παγοποιεία, εργοστάσια αμυλωδών και ζακχαρωδών προϊόντων, κονσερβών κλπ». (Ξ. Ζολώτα, «Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως», Εν Αθήναις, 1926.)


Είναι ακριβώς την ίδια περίοδο που ένας χημικός μηχανικός, σπουδασμένος στη Λωζάννη και ειδικευμένος μάλιστα στην… πυρίτιδα, «συλλαμβάνει» την ιδέα να δημιουργήσει ένα εργοστάσιο γλυκαντικών υλών, επηρεασμένος από έναν αλεξανδρινό επιχειρηματία, χωρίς όμως να έχει τα απαιτούμενα κεφάλαια. Χορηγός της προσπάθειας γίνεται ένας τραπεζίτης. Ετσι δημιουργείται στην περιοχή του Ρέντη η μοναδική σήμερα εν λειτουργία βιομηχανία παραγωγής αμύλου ­ εγκατεστημένη τώρα πλέον στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για τη Βιαμύλ που δημιουργήθηκε το 1926.


Την επιχειρηματική ιδέα είχε ο Σπύρος Κουβερτάρης και την οφείλει στον αλεξανδρινό επιχειρηματία Σαρκάκη, που διέθετε στην Αίγυπτο εργοστάσιο παραγωγής γλυκαντικών υλών από καλαμπόκι. Τα κεφάλαια έβαλε αρχικά ο τραπεζίτης Σπυράκης, στον οποίο τα πρώτα χρόνια ανήκε και η επιχείρηση. Ο νεαρός Κουβερτάρης, μόλις 26 χρονών τότε, ανέλαβε τη γενική διεύθυνση του εργοστασίου. Ο πατέρας του Κ. Κουβερτάρης, ποτοποιός στον Πειραιά ­ «στην παρέα των Μεταξάδων» ­ στην Ακτή Αγίου Διονυσίου (Ποτοποιία Κουβερτάρης – Βουτυρίτσας), είχε «πέσει έξω» επιχειρηματικά και γι’ αυτό η οικογένεια απευθύνθηκε στον τραπεζίτη Σπυράκη για τη χρηματοδότηση της νέας επιχείρησης.


Η παραγωγή γλυκαντικών υλών από καλαμπόκι είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ζάχαρης: ήταν πιο φθηνή και έτσι πιο ανταγωνιστική. Ηταν την ίδια εποχή που στη διδακτορική μελέτη του ο κ. Ξ. Ζολώτας διεκτραγωδούσε την αποτυχία των εργοστασίων «ζακχαροποιίας» και όπως αναφέρει ο ίδιος για τη «βιομηχανία των ειδών διατροφής», «η βιομηχανία αύτη είναι η μάλλον προηγμένη, είναι ευνόητον, δεδομένου ότι τα προϊόντα της θεραπεύουσι τα κυριωτέρας και στοιχειωδεστέρας ανάγκας του πληθυσμού. Ενεκα του λόγου τούτου κατέχει αύτη την πρώτην θέσιν πάντοτε εις χώρας ευρισκόμενας εις τα πρώτα στάδια της βιομηχανικής αυτών αναπτύξεως» (ο.π.). Πόσο μάλλον που εκείνη την περίοδο είχαν συρρεύσει εκατοντάδες χιλιάδες μικρασιατών προσφύγων, γεγονός που έδωσε αποφασιστική ώθηση στην ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας.


* Γλυκά κουταλιού


Το άμυλο λοιπόν που παρήγαγε το εργοστάσιο της Βιαμύλ χρησιμοποιούνταν τόσο στη βιομηχανία τροφίμων (ο μεγαλύτερος πελάτης του στη δεκαετία του 1930 ήταν η βιομηχανία Γιώτης, αλλά και οι χαλβαδοποιίες, γλυκά κουταλιού κτλ.) όσο και στη χαρτοποιία, στην υφαντουργία, καθώς και σε άλλους παραγωγικούς κλάδους.


Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα χρόνια, μόλις οκτώ-εννέα χρόνια, και στα 1934-1935 η βιομηχανία πέρασε πλέον στην πλήρη ιδιοκτησία του Σπ. Κουβερτάρη ­ αγόραζε τις μετοχές σιγά σιγά από τον Σπυράκη ­ αφού εν τω μεταξύ κατόρθωσε να γίνει η πρώτη εταιρεία στον κλάδο της. Αλλες επιχειρήσεις που την ίδια περίοδο λειτουργούν είναι η ΒΕΣΟ στην Πάτρα και η ΖΑΑΕ. Τα προϊόντα διακινούνται σε βαρέλια και σακιά, ενώ παράγονται και ζωοτροφές. Εκτός όμως από την επιχειρηματική δραστηριότητά του κατορθώνει να εκλεγεί δήμαρχος του Ρέντη, όπου κυριαρχούσε το προσφυγικό στοιχείο, να υλοποιήσει προγράμματα στέγασης και να εφαρμόσει γενικότερα μια ορισμένη κοινωνική πολιτική.


Οταν ήλθε η κατοχή το καλαμπόκι έγινε ένα από τα πιο δυσεύρετα είδη διατροφής, ωστόσο το εργοστάσιο κατόρθωσε να συνεχίσει για μερικά χρόνια τη λειτουργία, ως τον βομβαρδισμό του Πειραιά, μόνο που αντί για καλαμπόκι τώρα πλέον χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη τα χαρούπια, το λεγόμενο χαρουπόμελο. Το εργοστάσιο ξαναχτίστηκε στα 1945 -1946. Το 1945 ο μέσος όρος της βιομηχανικής παραγωγής αμύλου αντιστοιχούσε μόλις στο 42% της παραγωγής του 1939 («Η ελληνική βιομηχανία κατά το 1945», ΣΕΒ).


* Εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη


Γρήγορα όμως η επιχείρηση ανασυγκροτήθηκε και το 1953 γίνονται τα εγκαίνια του δεύτερου εργοστασίου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Απασχολεί πλέον 200 εργαζομένους και με τις δύο παραγωγικές μονάδες έχει τη δυνατότητα όχι μόνο στη Νότια, αλλά και στη Βόρεια Ελλάδα ­ μάλιστα η επιχείρηση Χαΐτογλου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της ­ και αποκτά το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Το 1964 ο δημιουργός της επιχείρησης αποβιώνει και τον διαδέχεται ο γαμπρός του Μιχ. Κασιμάτης.


Από τη δεκαετία όμως του 1950 τα δεδομένα στην αγορά έχουν αλλάξει. Δημιουργείται η Βιομηχανία Ζακχάρεως, η οποία πλέον επιδοτείται από το κράτος. Η ζάχαρη δηλαδή γίνεται αρκετά φθηνή, ενώ η τιμή του καλαμποκιού είναι επίσης ελεγχόμενη από το κράτος. Και οι δύο αυτοί παράγοντες οδηγούν την αγορά των γλυκαντικών υλών σε πλήρη αποσταθεροποίηση. Τότε λοιπόν γίνονται δύο κινήσεις για να αντιμετωπιστεί το αδιέξοδο: πρώτον, γίνεται μια άτυπη συνεργασία μεταξύ των βιομηχανιών που λειτουργούσαν, κυρίως μεταξύ των Βιαμύλ, ΖΑΑΕ και ΒΕΣΟ, να σταματήσει ο ανταγωνισμός στο επίπεδο των τιμών και δεύτερον, αρχίζει να αλλάζει η τεχνολογία που υπήρχε με πιο σύγχρονη.


Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η ανάγκη νέων αλλαγών στη τεχνολογία γίνεται και πάλι πιεστική. Τότε ο Μιχ. Κασιμάτης αναζητά στην Ευρώπη συνεργάτη και απευθύνεται πρωτίστως στην επιχείρηση που εργαζόταν ως το 1955, στην Paterson – Zochonis (ΡΖ) και ακολούθως στη CPC. Τελικώς κατορθώνει να συνεργαστεί με την Amylum, διότι είναι η μόνη που δεν ζητά συμμετοχή στο μετοχικό της κεφάλαιο. Η συνεργασία περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή τεχνογνωσίας. Ετσι η επιχείρηση στις αρχές του 1970 από εντάσεως εργασίας γίνεται εντάσεως κεφαλαίου. Οι άλλες βιομηχανίες του κλάδου μένουν αρκετά πίσω και αυτή μάλιστα την περίοδο η ΒΕΣΟ κλείνει.


* Νέα δεδομένα


Από το 1975 ως και το 1985 η επιχείρηση προσπαθεί να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα και κυρίως μετά από το 1980 όταν η Ελλάδα γίνεται γίνεται μέλος της ΕΟΚ. Στη διετία όμως 1985 -1986 η εταιρεία λόγω κακής διαχείρισης διαμορφώνει υψηλά χρέη, περί τα 800 εκατ. δρχ. Αρχίζει να δανείζεται από τον προμηθευτή της (σε καλαμπόκι). Και το 1988 η οικογένεια αποφασίζει να ενεργοποιήσει την παλιά συμφωνία της με την Amylum, σύμφωνα με την οποία αν κάποτε αποφάσιζε να πωλήσει, τότε την πρώτη προσφορά θα τη δεχόταν από τη βελγική πολυεθνική. Τότε λοιπόν δίνει το 49% των μετοχών και τον επόμενο χρόνο το σύνολο σχεδόν των μετοχών, με αποτέλεσμα η Amylum να κατέχει το 95% και το υπόλοιπο οι οικογένειες Κασιμάτη και Γιαννίση.


Το μερίδιο αγοράς όμως της εταιρείας υπερβαίνει το 60%, παράγοντας άμυλο, σιρόπια γλυκόζης και ισογλυκόζης. Πριν από μερικά χρόνια η Amylum εξαγοράστηκε από την αγγλικών συμφερόντων Tate and Lyle και η Βιαμύλ ΑΕ μετονομάσθηκε σε Amylum, ενώ βγήκε από το Χρηματιστήριο το 1997 (είχε εισαχθεί το 1967). Οι πωλήσεις της το 1999 ανήλθαν στα 15,8 δισ. δρχ. και τα κέρδη της υπερέβησαν το ένα δισ. δρχ.


Ετσι η εταιρεία Βιαμύλ, αφού για δύο γενιές παρέμεινε στα χέρια της ίδιας οικογένειας, ακολούθησε τελικά την τύχη αρκετών ελληνικών βιομηχανιών περνώντας στην ιδιοκτησία πολυεθνικών ομίλων, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά πολλές φορές ότι οι τάσεις της αγοράς είναι ισχυρότερες από τις επιθυμίες των ιδιοκτητών. Και όταν μάλιστα οι επιθυμίες συγκρούονται με την πραγματικότητα, ιδιαίτερα στην ευαίσθητη περιοχή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, τότε επιτυγχάνεται το χειρότερο. Στην περίπτωση πάντως της Βιαμύλ όχι μόνο η λειτουργία της, αλλά και η ηγετική της θέση στην αγορά υποδηλώνουν ότι η οικογένεια δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να «υποταχθεί» στις οικονομικές τάσεις της εποχής. Ετσι το ταξίδι συνεχίζεται…