Συνταξιούχος εν ενεργεία




Στα εξήντα έξι του, ο Γουόρεν Σμιντ κινείται αργά και ράθυμα. Δεν κουβαλά μόνο ένα σαρκίο που τον έχει προδώσει φορτωμένο με περιττά κιλά αλλά και μια ψυχή άδεια από συναισθήματα. Κάτοικος μια ζωή στην πρωτεύουσα της κεντροδυτικής αμερικανικής ανίας (Ομαχα, Νεμπράσκα), υπάλληλος σε μια βαρετή δουλειά (ασφαλιστής) και επί μισόν αιώνα στο κρεβάτι με την ίδια γυναίκα (της οποίας ο μεγαλύτερος προβληματισμός ήταν πάντα τι θα μαγειρέψει για βράδυ), ο Γουόρεν έχει χάσει το σημείο επαφής με τον εαυτό του. Γιατί; Διότι δεν εξέφρασε ποτέ την οργή του. Μήπως όμως η συνταξιοδότησή του, ο ξαφνικός θάνατος της συζύγου του και το ενδιαφέρον που δείχνει για ένα άγνωστό του εξάχρονο αγόρι από την Τανζανία θα μπορούσαν να σημάνουν γι’ αυτόν την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου; Η απάντηση βρίσκεται στο «Σχετικά με τον Σμιντ», την τρίτη ταινία του ελληνικής καταγωγής αμερικανού σκηνοθέτη (από την… Ομαχα) Αλεξάντερ Πέιν, όπου ένας ηθοποιός λίγα χρόνια μεγαλύτερος του Σμιντ τον ενσαρκώνει σε μία ακόμη θαυμάσια στιγμή τής ούτως ή άλλως θαυμάσιας καριέρας του.


Ο Τζακ Νίκολσον, εξήντα έξι χρόνων σήμερα, στο «Σχετικά με τον Σμιντ», παίζει έναν ήρωα κόντρα σε όσα τον έχουν καταξιώσει, σε όσα τον έχουμε συνηθίσει: έναν επαναστάτη που ποτέ δεν τόλμησε να δηλώσει την επαναστατικότητά του κουβαλώντας την στην πνιγηρή σύμβαση.


Γνωρίζοντας τους αντισυμβατικούς ήρωες που έχει παίξει ο Νίκολσον στον κινηματογράφο, είναι αρχικώς δύσκολο να τον χωνέψουμε στον πιο παθητικό ρόλο της φιλμογραφίας του, για τον οποίο όλα δείχνουν ότι όχι μόνον θα διεκδικήσει ένα ακόμη Οσκαρ αλλά θα το πάρει κιόλας (θα είναι το τέταρτό του). Σύντομα όμως γίνεται αντιληπτό ότι, ακόμη και τώρα, ο πιο καταξιωμένος ηθοποιός του Χόλιγουντ τολμά να στοιχηματίζει, να ρισκάρει, ενσαρκώνοντας ακόμη και ήρωες σαν τον Γουόρεν Σμιντ. Εναν ήρωα που ζει μια ζωή την οποία ο Νίκολσον πάντα χλεύαζε.


Ο Γουόρεν Σμιντ είναι αυτό στο οποίο θα κατέληγε αν δεν είχε εγκαταλείψει νέος το σπίτι του ο Νίκολσον ως Μπόμπι Ερόικα Ντουπέα στα «Πέντε εύκολα κομμάτια», ή αν δεν τολμούσε να πάρει το ρίσκο της αναζήτησης μιας νέας «ταυτότητας» ο Νίκολσον ως δημοσιογράφος Ντέιβιντ Λοκ στο «Επάγγελμα: ρεπόρτερ». Είναι ο εκπρόσωπος της σιωπηλής πλειονότητας των Αμερικανών που δεν τολμούν να γευθούν την επικίνδυνη γλύκα της υπέρβασης και όταν καταλαβαίνουν τι έχουν χάσει, ε, είναι πια πολύ αργά. Για τον ηθοποιό Τζακ Νίκολσον όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, ποτέ δεν είναι αργά για τίποτε.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΖΑΚ


Ο Τζακ Νίκολσον δεν είναι μόνο χαρισματικός ηθοποιός. Εχει επίσης το χάρισμα να παραμένει αξιαγάπητος στους φαν του, κρατώντας τους ταυτοχρόνως σε απόσταση. Απόδειξη τα παρακάτω χάιλαϊτ από τις άλλοτε σαρκαστικές, άλλοτε σοβαρές και άλλοτε αστείες δηλώσεις του στην κατάμεστη αίθουσα των συνεντεύξεων Τύπου του Φεστιβάλ των Καννών, όπου πέρυσι τον Μάιο το «Σχετικά με τον Σμιντ» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του:


Για τις Κάννες: «Σημαίνουν πολλά για μένα. Βολτάροντας στην Κρουαζέτ 30 χρόνια πριν, γνώρισα όλους τους ανθρώπους που ξέρω σήμερα. Πολλοί είναι ακόμη εδώ, λίγο γκριζαρισμένοι σαν εμένα βέβαια, αλλά συνεχίζουν να εργάζονται. Σήμερα βέβαια, για να απολαύσω μια βόλτα στην Κρουαζέτ πρέπει να ξυπνήσω χαράματα. Και το κάνω».


Για τον «Ξέγνοιαστο καβαλάρη», που τον έκανε διάσημο στο Φεστιβάλ των Καννών το 1969: «Περνούσαμε φανταστικά εκείνες τις μέρες, σκνίπα και μαστουρωμένοι ­ το φεστιβάλ είχε διαφορετική ζωντάνια τότε. Δεν φορούσαμε σμόκιν σαν του Λουκίνο Βισκόντι βέβαια, αλλά περνούσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε».


Για τον Τζακ Νίκολσον που περιμένει ο κόσμος σε σχέση με τον Τζακ Νίκολσον των ταινιών: «Αυτή είναι η πιο δύσκολη δουλειά για κάθε ηθοποιό και αν την κάνει καλά, μόνον τότε δεν τυποποιείται. Κάθε ήρωας είναι διαφορετικός. Κανείς δεν γνωρίζει τον πραγματικό Τζακ».


Για τον ρόλο του στο «Σχετικά με τον Σμιντ»: «Ενας μεσήλικος σε σύγχυση, ο πιο μίζερος ήρωας που χρειάστηκε ποτέ να “υιοθετήσω”. Τον αντιμετώπισα περισσότερο σαν ήρωα του βωβού κινηματογράφου. Πάντα κλέβω από άλλους ηθοποιούς και εδώ που τα λέμε ο Χάρολντ Λόιντ, όπως και ο Σμιντ, ήταν από την Ομαχα. Ο Φρεντ Αστέρ επίσης».


Για το να γερνάς στο Χόλιγουντ: «Δεν άντεχα να βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του “Σμιντ”, φοβούμενος ότι δεν θα ξαναβρώ ποτέ τον εαυτό μου».


Για το κλειδί της επιτυχίας: «Να μην κάνεις εύπεπτες ταινίες, δηλαδή τις ίδιες ταινίες».


Για το τι θεωρεί ευλογία: «Το ότι γνώρισα τους καλύτερους σκηνοθέτες και είχα την ευκαιρία να δουλέψω με αρκετούς από αυτούς. Περιέργως, δεν γνώριζα ότι είχα πάθος με τη σκηνοθεσία ώσπου έφτασα τα 50» (ενδεικτικώς ανέφερε τον Μπίλι Γουάιλντερ, τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, τον Τζον Χιούστον και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι).


Για τις ταινίες που θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημονήσι: «Λατρεύω τον κινηματογράφο και υπάρχουν ταινίες όπως το “Music Room” του (Ινδού) Σατγιαζίτ Ρέι που μου αρέσουν αλλά κανείς δεν τις ξέρει. Αν μπορούσα να πάρω μια δική μου θα έπαιρνα το “Goin’ South” (ένα γουέστερν που σκηνοθέτησε ο ίδιος το 1978). Αλλά και πάλι, γιατί να πάρω δικές μου ταινίες; Τις ξέρω τόσο καλά».


Η ταινία «Σχετικά με τον Σμιντ» θα κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες την Παρασκευή 14/2.