Βρέθηκε πρόσφατα για τέταρτη φορά στην Ελλάδα, παίζοντας σε δέκα(!) πόλεις. Είναι ο θρυλικός Ελληνοαμερικανός Νικ Γκραβενίτης: για μία τριακονταετία δίπλα στα μεγάλα ονόματα του ροκ και


του μπλουζ, για μία τριακονταετία «μοναχικός λύκος» που επιβιώνει πεισματικά, για να κρατάει ζωντανή μια ιστορία που «κάποιος πρέπει να την πει και αυτός ο κάποιος στο τέλος μένει μόνος».


Ο υπογράφων «συνομιλεί» με τον Γκραβενίτη εδώ και 16 χρόνια. Από αυτές τις συνομιλίες ξεπηδούν και οι ροκ ιστορίες που ακολουθούν.


«Γράφω για πράγματα που είναι τόσο βασικά ώστε να μην εκφράζονται με λέξεις» Νικ Γκραβενίτης, περ. «Ντέφι», τ. 17





«Γεια σου πατρίς!»


Λονδίνο, Δεκέμβριος 1980. Ο Περικλής, φοιτητής τότε στη London School of Economics και διπλωμάτης καριέρας σήμερα, στέκεται ανήμπορος μπροστά στο δίλημμα: «Στη μια μεριά του Λονδίνου παίζουν οι Β-52’s και στην άλλη άκρη ο Γκραβενίτης! Πού θα πρωτοπάμε;». «Είναι απλό», του απάντησα, «Θα πάμε και στα δύο! Αποκλείεται ο Γκραβενίτης να παίξει πριν από τα μεσάνυχτα!».


Το γεγονός ότι την ώρα όπου ήμασταν εκεί βρισκόταν στην πόλη και ο ελληνοαμερικανός τραγουδοποιός – θρύλος που σπάνια εμφανίζεται στην Ευρώπη έκανε την πρώτη επαφή μαζί του επιτακτική ανάγκη.


Από την άλλη, όχι μόνο θέλαμε να δούμε τους Βοστωνέζους Β-52’s, αλλά με το που φθάσαμε νωρίς νωρίς στη συναυλία τους γνωρίσαμε και μια εκπάγλου κάλλους ιταλίδα οπαδό τους. Ηπιαμε, χορέψαμε και όταν οι Β-52’s τελείωσαν ήταν εξαιρετικά δύσκολο να την αποχωριστούμε. Τη λύση έδωσε ο Περικλής: «Κοίτα», της είπε, «εμείς πάμε τώρα κάπου αλλού για να ακούσουμε έναν έλληνα μπλούζμαν. Αλλά μαζί του παίζει και ένας ιταλός μπλούζμαν. Ως εκ τούτου έχεις και εσύ ένα λόγο για να έρθεις παρέα μας!». Η Ιταλίδα κοίταζε καχύποπτα και μετά άρχισε να γελάει: «Ελληνας μπλούζμαν; Χα, χα, χα! Και ιταλός μπλούζμαν; Αυτό θα ήθελα πραγματικά να το δω με τα μάτια μου…».


Λίγο μετά τα μεσάνυχτα οι τρεις μας μπαίναμε στο ξύλινο, καπνισμένο κλαμπ Dingwall’s, δίπλα στο ποτάμι, στο Κάμντεν Τάουν. Δεξιά στη σκηνή ξεχώριζε η λεπτοκαμωμένη φιγούρα του θρυλικού μακρυμάλλη κιθαρίστα Τζον Τσιπολίνα ­ του Ιταλού που λέγαμε…


Η Ιταλίδα άρχισε μεν να λικνίζεται στους ρυθμούς του ηλεκτρικού μπλουζ που έπαιζε η τετραμελής μπάντα, αλλά μεταξύ σοβαρού και αστείου ζητούσε αποδείξεις για την ελληνική και ιταλική καταγωγή των δύο επικεφαλής. Σε ένα «καυτό» σόλο του Γκραβενίτη, ο Περικλής φώναξε: «Γεια σου, Νίκο!». Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο, κοίταξε τριγύρω αμήχανα, πλησίασε στο μικρόφωνο και απάντησε ως γνήσιος… «Μπρούκλης»: «Γεια σου πατρίς!».


Αργότερα μας έλεγε ότι ήταν η πρώτη φορά όπου Ελληνες βρίσκονταν στον δρόμο του, εκτός βεβαίως από τους συγγενείς του στο Σικάγο. Και το επόμενο μεσημέρι είχαμε την πρώτη από τις συνομιλίες μας. Οπως οτιδήποτε μας συνέδεσε στα 16 αυτά χρόνια έτσι και αυτές είχαν σχεδόν πάντοτε ως συμπλήρωμα ένα καλό γεύμα.


Και εκείνο το δεκεμβριάτικο μεσημέρι στο Λονδίνο ο ίδιος ζήτησε το γεύμα να γίνει σε ελληνικό εστιατόριο.


«Γεννημένος στο Σικάγο»


Να ‘μαστε λοιπόν μέσα στο κρύο να μπαίνουμε στο εστιατόριο ενός Κυπρίου στο Νότινγκ Χιλ Γκέιτ. Είναι λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, αλλά ο Γκραβενίτης δείχνει αποφασισμένος να αρπάξει την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά. Αγκαλιάζει τον εστιάτορα και σε σπαστά ελληνικά τού λέει: «Εϊ, πατριώτη, μαγειρίτσα έχεις; You know… Πάσχα, Χριστός Ανέστη;».


Τελικά ο Κύπριος κάπως τα τακτοποίησε, με αρνάκι και μια σούπα αβγολέμονο και ο Γκραβενίτης άρχισε για πρώτη φορά στη ζωή του να μιλάει σε συνέντευξη για την ελληνική του πλευρά:


«Γεννήθηκα στη νότια πλευρά του Σικάγου, σε μια περιοχή λίγων μεσοαστών και πολλών εργατών. Στην πραγματικότητα το νότιο μέρος του Σικάγου είναι η πιο τραγική πλευρά της πόλης.


Οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί ήταν κυρίως Γερμανοί, Ιρλανδοί και Πολωνοί, καθώς και λίγοι Ελληνες. Η δική μου οικογένεια είχε ένα εστιατόριο. Ηταν ένα ωραίο μαγαζί και στην ουσία γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί μέσα, γιατί ήταν, ας πούμε, μια οικογενειακή «επιχείρηση», ένα εστιατόριο όπου δούλευε όλη η οικογένεια. Το εστιατόριό μας, όπως και μερικά άλλα, ήταν κάτι σαν σιδηροδρομικός σταθμός… (γελάει), σαν κέντρο διερχομένων, για τους έλληνες μετανάστες του Σικάγου. Ερχονταν εκεί όλοι οι νεοφερμένοι ­ μερικοί ήταν και συγγενείς μας ­, δούλευαν για λίγο και έμεναν προσωρινά στον επάνω όροφο, ώσπου έβρισκαν κάτι άλλο καλύτερο και έφευγαν, για να γίνουν και αυτοί μέλη της κοινωνίας των μεταναστών. Εγώ πήγα σε ελληνικό δημοτικό σχολείο, πήγαινα στην ελληνική εκκλησία και μιλούσα αρκετά ελληνικά στο σπίτι… Μπορώ να καταλάβω τα ελληνικά και θα μπορούσα να τα μιλάω ακόμη και τώρα, μόνο που στο Σαν Φρανσίσκο, όπου μένω, δεν ξέρω κανέναν Ελληνα για να έχω την ευκαιρία να χρησιμοποιώ τη γλώσσα. Μα μόλις πατάω το πόδι μου στο Σικάγο αρχίζω ξανά να μιλάω τη γλώσσα μου και όλα ξανάρχονται στο μυαλό μου. Είναι μια πλούσια γλώσσα και χαίρομαι που την έμαθα στο σπίτι μου, στο σχολείο και στην εκκλησία. Γιατί, βλέπεις, οι Ελληνες τα κουβάλησαν όλα στις ΗΠΑ. Κουβάλησαν τη θρησκεία τους, τα σχολειά τους, τις παραδόσεις τους. Δεν ήθελαν και πολύ να μπολιαστούν με την αμερικανική κοινωνία και να γίνουν Αμερικανοί. Ηθελαν να μείνουν Ελληνες».


­ Από πού είχαν ξεκινήσει οι δικοί σου;


«Από ένα χωριό που λέγεται Παλαιοχώρι, έξω από το Λεωνίδιο της Σπάρτης. Το μέρος από όπου ξεκίνησαν οι δικοί μου για τις ΗΠΑ ήταν ένα πολύ μικρό χωριό πάνω σε βουνά, πολύ δύσκολο να το βρεις εκείνα τα χρόνια, με κατοίκους πολύ καχύποπτους απέναντι στους ξένους, απέναντι σε οποιονδήποτε δεν είχε γεννηθεί εκεί… Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι όταν πήγαν στο Σικάγο παρέμειναν έτσι: φοβισμένοι, καχύποπτοι, κλεισμένοι στους εαυτούς τους και στις οικογένειές τους, με φοβερά προβλήματα προσαρμογής στη νέα κοινωνία. Ετσι μεταφύτευσαν μια μικρή Ελλάδα στο Σικάγο… (γελάει).


Και σαν γνήσιος Ελληνας που ήταν ο πατέρας μου, μόλις έμαθε ότι ασχολούμαι με τη μουσική πήρε το ίδιο μαχαίρι με το οποίο έσφαζε το αρνί κάθε Πάσχα και άρχισε να με κυνηγάει…».


­ Πώς μπερδεύτηκες με τη μουσική;


«Κοίτα, ζούσα την εξής αντίφαση: στο σπίτι ήταν όλα ελληνικά ­ η γλώσσα, οι συνήθειες, η εκκλησία, η μουσική, το φαγητό. Και μετά, άνοιγα την πόρτα και απ’ έξω ήταν η Αμερική, όπου ήμουν ξένος. Επαψα να είμαι ξένος όταν μπήκε στη ζωή μου η αμερικανική μουσική σε όλες της τις εκδοχές, μα κυρίως η «μαύρη» μουσική, το μπλουζ. Ολα άρχισαν στη δεκαετία του ’50, όταν οι μουσικοί, που αργότερα θα ‘μασταν παρέα, ήμασταν φανατικοί του μπλουζ, στην περίοδο των σπουδών μας κυρίως. Εγώ ήμουν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου εκείνο τον καιρό».


­ Τι σπουδές έκανες;


«Λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή ήμουν κάτι σαν συγγραφέας ή ποιητής. Εγραφα μικρές ιστορίες, πεζά, ποιήματα. Το Πανεπιστήμιο του Σικάγου λοιπόν περιστοιχίζεται από το μαύρο γκέτο. Ενα γκέτο γεμάτο μπαρ, όπου κάθε ένα είχε μια δική του μπάντα που έπαιζε μπλουζ. Και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ήταν η κορυφαία εποχή για το ρυθμ εν μπλουζ του Σικάγου, με κάθε είδους συγκροτήματα, ραδιοφωνικά προγράμματα, δισκάδικα, ζωντανές εμφανίσεις στα κλαμπ. Εκατοντάδες συγκροτήματα έπαιζαν παντού και εγώ ήμουν ακριβώς μέσα σε όλα αυτά, μέσα στην ακμή του Σικάγο μπλουζ».


­ Ετσι λοιπόν επηρεάστηκες από όλο αυτό το πράγμα.


«Ε, βέβαια, επηρεάστηκα. Αν και ήταν περισσότερο σαν… (σκέφτεται) Κοίτα, όταν ήμουν νέος, ήμουν αλήτης του δρόμου, κάτι σαν γκάνγκστερ. Κλοπές, διαρρήξεις, ήμουν σκληρός άνθρωπος. Κουβαλούσα μαζί μου όπλο, έπινα, έπαιρνα ναρκωτικά, με δυο λόγια ήμουν «τρελός». Και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε παρά ελάχιστη επαφή άσπρων και μαύρων στο Σικάγο. Ο ένας φοβόταν τον άλλον. Παρ’ όλα αυτά άρχισα να πηγαίνω στα κλαμπ των μαύρων γιατί, όπως σου είπα, ήμουν «τρελός». Οχι γιατί ήμουν ένας διανοούμενος που είχε την περιέργεια για τη μουσική των μαύρων, αλλά γιατί το όλο πράγμα ήταν άγριο, είχε την πλάκα του και τη γοητεία του, και εγώ ήμουν πιωμένος, χτυπημένος από όλα αυτά και έπιανα τον σφυγμό, και το μόνο που ήθελα ήταν να περάσω όμορφα την ώρα μου. Σε όλη μου τη ζωή αναρωτιέμαι γιατί έχω περάσει τόσο σκληρά και άγρια τα χρόνια της νιότης μου. Γιατί τόση βία και τρέλα; Και βρήκα ότι πρέπει να είσαι τρελός για να κάνεις κάτι που να αξίζει τον κόπο. Οταν είσαι πιτσιρικάς, πρέπει να είσαι τρελός για να μπεις μόνος σου στα μπαρ των μαύρων. Πρέπει να «σου την έχει δώσει» για να κάνεις κάτι καλό. Αν δεν ήμουν τρελός, αν δεν ήμουν αυτός ο τύπος ανθρώπου, δεν θα είχα κάνει τίποτε στη ζωή μου».


­ Τους φοβόσουν όμως τους μαύρους, έτσι;


«Αρχικά φοβόμουν πάρα πολύ, ώσπου ανακάλυψα ότι είχα πιο πολλά να φοβηθώ από τους λευκούς παρά από τους μαύρους (γελάει). Αλλά δεν μπορείς να τα μάθεις αυτά τα πράγματα αν δεν μπεις μέσα στις καταστάσεις που τα γεννάνε και δεν ψάξεις. Και εγώ ήμουν συχνά ο μόνος λευκός μέσα σε ένα μπαρ με μαύρους και όλα ήταν καινούργια και περίεργα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα ένα συγκρότημα να παίζει μπλουζ με ηλεκτρικό ήχο. Βγήκα έξω από το μπαρ με πονοκέφαλο, άρρωστος από τη φασαρία, αλλά ήταν κάτι καινούργιο και σιγά σιγά διασκεδαστικό, γιατί τότε δεν ήμουν επαγγελματίας μουσικός. Επαιζα φολκ μουσική, αλλά δεν θα σκεφτόμουν ποτέ τότε να κάνω καριέρα ως μουσικός ­ το έκανα για ευχαρίστηση. Οταν όμως άρχισα να μπαίνω στο μαύρο γκέτο κατάλαβα ότι με είλκυε το μπλουζ και άρχισα να φέρνω και άλλα λευκά παιδιά μαζί μου. Εφερα σε εκείνα τα κλαμπ τον Πολ Μπάτερφιλντ, τον Μάικλ Μπλούμφιλντ. Ημουν κάτι σαν πρεσβευτής του γκέτο…» (γελάει).


«Η μικρή επανάσταση του Ντίλαν»


Γιος δικηγόρου ο Μπάτερφιλντ και γιος εβραίου επιχειρηματία ο Μπλούμφιλντ, βρέθηκαν παρέα με τον γιο των ελλήνων μεταναστών και μερικούς ακόμη μουσικούς να αλλάζουν την αισθητική του ροκ μπολιάζοντάς το με μια ισχυρή δόση μπλουζ, αλλά και με μια πιο «στην κόψη του ξυραφιού» στάση. Ο Μπάτερφιλντ και ο Γκραβενίτης είχαν ο καθένας τη δική του μπάντα, με «κοινό παρονομαστή» τον Μπλούμφιλντ. Πριν ο Νικ δανείσει στον Μπάτερφιλντ το αυτοβιογραφικό τραγούδι του «Born in Chicago», η παλιοπαρέα τους πρόλαβε να αλλάξει λιγάκι την ιστορία του ροκ.


«… Πηγαίναμε κατά διαόλου! Χωρίς λεφτά, χωρίς συμβόλαιο, χωρίς διασυνδέσεις. Τίποτε! Ετσι, όταν ο Πολ έφευγε για τη Νέα Υόρκη, μια ολόκληρη παρέα λευκών μουσικών του μπλουζ τούς ακολουθήσαμε. Απλώς για χάζι, για να τριγυρνάμε. Υπογράφοντας το συμβόλαιό του ο Μπάτερφιλντ κανόνισε να παίξει και στο μεγάλο ετήσιο Φεστιβάλ του Νιούπορτ. Αυτό ήταν ένα μεγάλο και καταξιωμένο φεστιβάλ φολκ μουσικής, που το αγκάλιαζε η διανόηση των νεοϋορκέζικων ΜΜΕ και πανεπιστημίων και το καθοδηγούσε μια «πιουρίστικη» αντίληψη για τη μουσική. Με δυο λόγια, δεν σήκωνε ηλεκτρικό ήχο και πειραματισμούς! Τέλος πάντων, τους έχω όλους σε ένα βαν και οδηγώ ώς το Νιούπορτ, όταν φτάνουμε και συναντάμε τον Μπομπ Ντίλαν. Οντας το αγαπημένο παιδί της ιντελιγκέντσιας ως «τραγουδιστής διαμαρτυρίας» ο Ντίλαν έχει πια βαρεθεί και θέλει να αποχωριστεί την ακουστική κιθάρα του για έναν πιο ηλεκτρικό ήχο. Οπότε συνειδητοποιεί ότι έχει μπροστά του κάτι τύπους που κάνουν αυτό ακριβώς το πράγμα εδώ και πέντε χρόνια. Ο Μπλούμφιλντ ήταν αρκετά ενθουσιώδης ώστε να αναρτήσει μια επιγραφή στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που έγραφε: «Οποιος μουσικός έχει τα κότσια να παίξει με ηλεκτρικό ήχο, να ανεβεί στο δωμάτιο τάδε». Εκεί έγινε χαμός, με τον Ντίλαν να μη γνωρίζει τι θα ακολουθήσει και με τον πυρήνα της ομάδας μας να ετοιμάζεται για την πρώτη εκτός Σικάγου εμφάνισή του».


Αυτό που ακολούθησε είναι ότι δεκάδες χιλιάδες αγανακτισμένοι οπαδοί του αποδοκίμασαν άγρια τον Μπομπ Ντίλαν για την επιλογή του να «ροκάρει» τον ήχο του, προκαλώντας έτσι την ιστορική του απόφαση να γυρίσει την πλάτη στην κοντόφθαλμη αμερικανική Αριστερά, να απαρνηθεί οριστικά την ετικέτα του τραγουδιστή διαμαρτυρίας και να αλλάξει την ακουστική κιθάρα του με μια ηλεκτρική, στέλνοντας παντού το μήνυμα ότι ο πρίγκιπας της αμφισβήτησης έλεγε «ναι» στο επερχόμενο, παρατεταμένο, ροκ «καλοκαίρι» του δευτέρου ημίσεος της δεκαετίας του ’60. Εξαργυρώνοντας τη δική τους συμμετοχή σε αυτή τη μικρή επανάσταση, ο Μπάτερφιλντ, ο Γκραβενίτης και οι συν αυτοίς κατηφορίζουν στην Καλιφόρνια και συγκεκριμένα στο Σαν Φρανσίσκο, όπου συγκεντρωνόταν σιγά σιγά ένα πλήθος ταλαντούχων μουσικών και συγκροτημάτων. Η μπάντα του Μπάτερφιλντ έκανε γρήγορα βήματα και όταν ηχογράφησε τον δεύτερο δίσκο της, «East – West», στο επίκεντρο της προσοχής ήταν πάλι ένα δημιούργημα του Νικ, το ομώνυμο κομμάτι.


Χρονολογούμενη από τις ημέρες τους στο Σικάγο αυτή η σύνθεση του Γκραβενίτη και του Μπλούμφιλντ άλλαξε όλη την αντίληψη των τότε αμερικανικών συγκροτημάτων γύρω από τα όρια του ροκ, γιατί, στα 13 λεπτά(!) όπου διαρκεί, το αίτημα εκείνης της μακρινής εποχής για ένα γεφύρωμα της Δύσης με την Ανατολή πήρε σάρκα και οστά με τον καλύτερο τρόπο.


Το «East – West» δεν ανήκει σε κανέναν από τους δύο αυτούς κόσμους, είναι μια «παραφωνία» μέσα σε έναν κόσμο όπου όλα κάπου ανήκουν· στην ουσία είναι ένα σπουδαίο τραγούδι, γιατί και «νόμιμο» ακούγεται και προαναγγέλλει την εποχή των έθνικ ακουσμάτων 30 χρόνια πριν την ώρα της. Ο Γκραβενίτης συνεισφέρει εδώ ένα άγγιγμα από ουσάκ, ο Μπλούμφιλντ συνεισφέρει ένα άγγιγμα ινδικής ράγκα και ο ίδιος πάλι, μαζί με τα άλλα μέλη της μπάντας, ένα άγγιγμα μπλουζ που υποβόσκει σε όλη τη διάρκεια αυτού του γεμάτου μυστικισμού 13λεπτου.


Το κυριότερο: το «East – West» καταφέρνει να δώσει ­ χωρίς καν να «ερωτηθεί» ­ την απάντηση στο χρόνιο ερώτημα αν η μουσική της Ανατολής και η ροκ παράδοση παντρεύονται. Και δίνει την καταφατική του απάντηση πολλά χρόνια προτού οι ντόπιοι μουσικοί μας πελαγοδρομήσουν στο ίδιο ερώτημα παράγοντας, στην προσπάθειά τους να το απαντήσουν, φληναφήματα ως επί το πλείστον. Ισως επειδή δεν είναι ούτε αρκετά Ανατολίτες ούτε αρκετά ροκάδες…


«Ποιος διάολος σ έκανε έτσι;»


Περιστοιχισμένος από ροκάδες και μπλούζμεν ο ήρωάς μας έμεινε στο Σαν Φρανσίσκο χαράζοντας τη δική του καριέρα ως παραγωγού, συνθέτη και τραγουδιστή. Και παράλληλα, βλέποντας τους φίλους του να σβήνουν ένας ένας! Τον Φεβρουάριο του 1981 έλαβα ένα γράμμα του που άρχιζε με τη φράση: «Μόλις επέστρεψα από την κηδεία του Μάικλ Μπλούμφιλντ…». Στις λέξεις που ακολουθούσαν διέκρινες τη στωικότητα αλλά και τη μοναξιά του ανθρώπου που θα επιζήσει για να πει την ιστορία ώς το τέλος.


Το ίδιο διέκρινε κανείς και όταν τα Χριστούγεννα του ’87 ο Νικ είπε την ιστορία του θανάτου του Πολ Μπάτερφιλντ ένα πρωί καθώς περπατούσαμε στον Εθνικό Κήπο:


«Τον ήξερα από 16 χρονών. Μαζί ξεκινήσαμε ως λαϊκό ντουέτο και ήταν ένας γλυκός, καθαρός έφηβος ­ δεν έπινε, δεν κάπνιζε καν. Υστερα, οκτώ μήνες προτού πεθάνει, ένα βράδυ, ήμουν τόσο θυμωμένος από κάτι πράγματα που μου ‘χε κάνει, που πήγα να τον δείρω. Δεν είχα αισθανθεί έτσι για κανέναν άνθρωπο τα τελευταία 20 χρόνια. Πήγα λοιπόν εκεί όπου έπαιζε και περίμενα στο πάρκινγκ να τελειώσει για να του σπάσω τα μούτρα, αλλά μόλις άρχισα να του μιλάω, αντί να τον χτυπήσω, άρχισα να κλαίω σαν παιδί. Ηταν χάλια. Επινε, έπαιρνε ηρωίνη, ήταν άρρωστος, τον είχαν εγχειρήσει στα έντερα και πίσω από αυτή την αξιοθρήνητη εικόνα είδα το καθαρό πρόσωπο του νέου παιδιού που ήξερα και άρχισα να κλαίω. «Τι σκατά σού έκαναν; Ποιος διάολος σ’ έκανε έτσι;» τον ρωτούσα. Και ύστερα πήγαμε στο μπαρ, ήπιαμε κάτι και τα βρήκαμε. Του είπα: «Ξέχνα τα όλα. Νιώθω άσχημα να σου κρατάω κακία. Ερχόμουν να σε χτυπήσω, αλλά εσύ θα κάνεις πολύ χειρότερα πράγματα στον εαυτό σου».


Την άλλη μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Ξέρεις τι έπαθα όταν έφυγες; Βγήκα, έπαιξα δυο-τρεις νότες και μπλέχτηκα σε ένα καλώδιο, έπεσα και έσπασα τη μύτη μου πάνω σε έναν ενισχυτή, μαύρισα το μάτι μου και κόπηκα άσχημα στο πρόσωπο…». Σωστά λοιπόν το είχα προβλέψει. Είχα πάει να τον δείρω, αλλά εκείνος χτύπησε χειρότερα τον εαυτό του. Και από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι είχε ήδη πεθάνει. Δεν μπορούσε να κόψει το ποτό και τα ναρκωτικά ­ ήταν θέμα χρόνου. Σε οκτώ μήνες ήταν νεκρός».


«Θαμμένη ζωντανή στα μπλουζ»


Πολύ προτού χάσει τους δύο ταλαντούχους συντοπίτες του ο Γκραβενίτης είχε ήδη γευθεί την οδύνη της απώλειας με τον θάνατο της μεγάλης Τζάνις Τζόπλιν. Ο Νικ δεν ήταν απλώς ο μοναδικός άνθρωπος του οποίου η Τζόπλιν ηχογράφησε τέσσερα τραγούδια. Ηταν, τρόπον τινά, ο μέντοράς της.


«Παρ’ ότι ήταν γυναίκα, ήμασταν σαν αδέλφια, γιατί ήμασταν άνθρωποι του μπλουζ. Και στην παρέα του μπλουζ δεν έχει σημασία ποιου χρώματος ή ποιου φύλου είσαι. Εκείνο που μετράει είναι το… πού είναι τα μπλουζ σου (γελάει).


Μου ήταν πολύ εύκολο να της μιλήσω, να επικοινωνήσω μαζί της, γιατί δεν υπήρξε η τυπική σεξουαλική απόσταση ανάμεσά μας. Η Τζάνις ήταν προσγειωμένη, μιλούσε στα ίσα. Και όλοι οι φίλοι της, άνδρες και γυναίκες, ήταν τέτοιοι τύποι. Ηταν μια γυναίκα με μόνιμα αχτένιστα μαλλιά, φακίδες και σπυράκια στο πρόσωπό της. Και πολύ μόνη.


Αλλωστε είχε πει και τη φράση: «Οταν είμαι στη σκηνή κάνω έρωτα με 25.000 ανθρώπους και μετά πάω σπίτι και είμαι ολομόναχη».


Προτού γίνει διάσημη πέρασε άσχημα χρόνια γιατί, απλώς, δεν ήταν μια όμορφη κοπέλα. Ενας άνθρωπος του μπλουζ προσπαθεί να εκφράσει τον εαυτό του. Μα δεν μπορείς να τα καταφέρεις αν έχεις αρνητικές προδιαθέσεις για τον ίδιο σου τον εαυτό. Και η Τζάνις ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους, τους ηθελημένα άσχημους. Ντυνόταν, τις πρώτες μέρες, με κάτι φριχτά κουρέλια σαν να ήθελε να δείχνει ασχημότερη από ό,τι ήταν. Δεν την ένοιαζε πώς ντυνόσουν, πώς έμοιαζες ή πώς μύριζες. Την ενδιέφερε πόσο μπορούσες να τη νιώσεις, γιατί αυτό ήταν που της έλειπε. Μετά άρχισε να ζει κοινοβιακά με χίπις, όπως ήταν όλοι οι μουσικοί στο συγκρότημα που είχε, με χαϊμαλιά και πατσουλί (γελάει)… και τότε ήταν που έμενε με μια από τις πρώην γυναίκες μου, την πρώτη πρώην σύζυγό μου».


­ Πόσες είναι συνολικά;


«Δύο πρώην γυναίκες μου (χαμογελάει). Αυτή, η πρώτη πρώην σύζυγός μου είναι σχεδιάστρια ρούχων και έτσι άρχισε να ντύνει την Τζάνις, να της σχεδιάζει φορέματα και να την περιποιείται. Οταν άρχισε αυτό, τότε ήταν που έγινε πραγματικά διάσημη η Τζόπλιν. Ακόμη και τότε όμως παρέμεινε ένας καλός μα ανασφαλής άνθρωπος. Πάντα γύρευε τη συμβουλή ενός «δυνατού» και προς το τέλος της ζωής της εργαζόταν αρκετά. Είχε ένα νέο γκρουπ, θυμάμαι, μιλούσαμε για το μέλλον με την ίδια και τον μάνατζέρ της, τον Αλμπερτ Γκρόσμαν, που ήταν φίλος μου, και είχε βάλει σε έναν καλό δρόμο την καριέρα της ώστε κέρδιζε κάπου μισό εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο. Ηταν κάτι που η ίδια ποτέ δεν θα κατάφερνε μόνη της και ετοιμάζαμε μια τουρνέ, αλλά τότε, προς το τέλος, άρχισε πάλι να αλλάζει. Τον περισσότερο χρόνο ήταν πιωμένη και είχε γίνει μια αντιπαθητική αλήτισσα που ώρες ώρες ήθελα να της δώσω μια κλωτσιά στον πισινό. Θέλω να πω ότι μου έδινε στα νεύρα και το μόνο που θα μας έσωζε και τους δύο ήταν να την πετάξω έξω από το σπίτι μου, να την πετάξω με τις κλωτσιές. Βλέπεις, εγώ τα είχα περάσει όλα αυτά στα νιάτα μου, ποτό, ναρκωτικά κλπ., στα τρελά χρόνια μου, όταν ήμουν 20-25, αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο απομακρυνόμουν από αυτές τις καταστάσεις. Οι άλλοι, όσο περνούσε ο καιρός τόσο έμπαιναν πιο βαθιά σε αυτές τις ιστορίες. Ετσι, αυτοί πήγαιναν σε έναν δρόμο και εγώ ακολουθούσα τον αντίθετο.


Τέλος πάντων, προς το τέλος η Τζάνις ήθελε πια να πεθάνει ­ ήταν φανερό. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να ελέγξει τα πράγματα, να τα φέρει σε μια νορμάλ κατάσταση. Είχε σχεδόν τρελαθεί και ήμουν πολύ απογοητευμένος από όλα αυτά. Οταν πέθανε λυπήθηκα αφάνταστα για τον θάνατό της, που όμως τον περίμενα».


Το βράδυ όπου πέθανε η Τζάνις επρόκειτο να τραγουδήσει τη σύνθεση του Νικ «Burried Alive in the Blues». Δεν πρόλαβε να βάλει τη φωνή της και το κομμάτι (με τον προφητικό τίτλο) έμεινε «γυμνό» στο τέλος του τελευταίου δίσκου της, «Pearl». Η σχέση τους «συνεχίζεται» ώς σήμερα. Στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα ο Γκραβενίτης μού έλεγε για δύο υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ με θέμα τη ζωή της.


«Εχω από τρία τραγούδια στην κάθε ταινία. Πράγμα που σημαίνει αρκετά χρήματα για μένα στο μέλλον. Αυτά τα λεφτά είναι η σύνταξή μου (γελάει). Είναι ο ελληνικός μου τρόπος. Τσεκ στο ταχυδρομείο, από δίσκους άλλων ανθρώπων που πολλοί είναι νεκροί (γελάει)… Dead People’s Money!».


Αυτό το «μαύρο» στοιχείο στο χιούμορ του, που του κόστισε πολύ σε φήμη, δείχνει στην ουσία την ευαισθησία και τον πόνο στην ψυχή του Γκραβενίτη. Γιατί, αν τον ρωτήσεις στα σοβαρά για τους νεκρούς του, θα σου πει:


«Γράφω για αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να μιλήσω πολύ καλά ούτε και να εξηγήσω τις πράξεις τους, αναγκαστικά λοιπόν γίνομαι συναισθηματικός και τραγουδάω γι’ αυτούς. Τρέφομαι από τους φίλους μου ­ σαν καρχαρίας. Αυτά τα πράγματα, αυτή η ζωή σε κάνει μπλούζμαν. Αυτή ­ και όχι καμιά ιδέα. Εχω περάσει από πάρα πολλά και ­ δόξα τω Θεώ ­ κάπου βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω και να μείνω ζωντανός. Δεν είμαι αλκοολικός, δεν παίρνω ναρκωτικά, έχω ακόμη τη δύναμη να αγαπώ και λυπάμαι αφάνταστα που οι φίλοι μου φεύγουν με αυτόν τον τρόπο. Οσο μεγαλώνω, όταν ακούω κάποιον να μου λέει ότι «τη βρίσκει» με διάφορα, σκέφτομαι τον μεγαλύτερό μου γιο, που είναι ποδηλάτης και που έρχεται καμιά φορά να με επισκεφθεί κάνοντας 55 μίλια δρόμο κόντρα σε έναν πολύ δυνατό άνεμο 42 μιλίων την ώρα. Προσπαθώ λοιπόν να φανταστώ τι νιώθει στην πορεία. Σκέφτομαι ότι τα πόδια του θα πονάνε σαν τρελά, το κεφάλι του θα πάει να σπάσει, θα είναι λουσμένος στον ιδρώτα και το αίμα του θα τρέχει σε όλο του το σώμα ­ υπάρχει κανένα ναρκωτικό που σε κάνει να νιώθεις έτσι;» (γέλια).


Εκεί όπου ανεβαίνει με το ποδήλατο ο πρωτότοκος γιος του, Στέφανος, είναι το Οξιντένταλ, ένα ορεινό χωριό έξω από το Σαν Φρανσίσκο, όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια ο Γκραβενίτης. Παντρεμένος ξανά και αφοσιωμένος στην οικογενειακή ζωή και στην ανατροφή του 14χρονου δεύτερου γιου του, Τιμόθεου. Εχοντας χάσει και τον τελευταίο των επιστήθιων φίλων του, τον αξέχαστο Τζον Τσιπολίνα, ζει εκεί ήρεμα, κάνοντας παρέα με τον γείτονά του και ντράμερ των Pearl Jam Τζακ Αϊρονς (που είναι παντρεμένος με μια Ελληνίδα, τη Δανάη), παίζοντας τα Σαββατοκύριακα με το γκρουπ του, γράφοντας την ιστορία όπως την έζησε και εισπράττοντας από το ταχυδρομείο! Και, πάνω απ’ όλα, όντας οικογενειάρχης!


«Είναι εύκολο να βάλεις ένα φανταχτερό καπέλο, να βάψεις το πρόσωπό σου και να ξεπροβάλεις με την κιθάρα σου μέσα από ένα σύννεφο καπνού λέγοντας: Να ‘μαι! Εκείνο που είναι δύσκολο είναι να δουλεύεις για την οικογένειά σου, να μεγαλώσεις παιδιά, να ζεις μια καλή, σταθερή ζωή, να είσαι υπεύθυνος. Αυτό είναι το δύσκολο! Το πάρτι είναι εύκολο. Χρειάζεται μόνο ένα μπουκάλι ουίσκι!» (γέλια).


­ Και πού χωράει το μπλουζ μέσα σε όλα αυτά;


«Η σχέση μου με το μπλουζ είναι ότι το ζω. Το μπλουζ είναι ό,τι αποφασίζει ο μπλούζμαν! (γελάει) Δεν είμαι μαύρος, έχω παιδεία, έχω ελληνικό αίμα, δική μου οικογένεια. Αν έχω να πω κάποια αλήθεια, είναι κάτι που βγαίνει από όλα αυτά και όχι από την εμπειρία να μαζεύεις μπαμπάκι στον Μισισιπή. Ζω τη δική μου ζωή του μπλούζμαν και κάνω ό,τι κάνω για τον εαυτό μου, όχι για να ευχαριστήσω κανέναν άλλον».