» Κανένας δεν είναι αρραβωνιασμένος με το κοινό »



Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά λίγο προτού ανέβει το έργο τους «Δυόμισι φόνοι και ένα μπουλντόγκ». Τότε ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου ήταν πιο αναστατωμένοι – ειδικά ο πρώτος. Ο λόγος ήταν η δριμεία επίθεση που είχαν δεχθεί από την κριτική για την κινηματογραφική επιτυχία τους «Safe sex». Δύο χρόνια μετά το συγγραφικό δίδυμο δείχνει ωριμότερο και ηρεμότερο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις διαθέσεις. Γιατί συγγραφικά παραμένει ανήσυχο. Η πιο πρόσφατη απόδειξη; Το έργο τους «Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός» που ανέβηκε προχθές στο Θέατρο Πειραιώς 131. Αυτή ήταν και η αφορμή για μια εκ βαθέων εξομολόγηση και μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί τους…


– Το νέο σας έργο είναι κωμωδία πάλι;


Μιχάλης Ρέππας: «Ναι, σαφώς κωμωδία».


Θανάσης Παπαθανασίου: «Κωμωδία, θα τη λέγαμε μια ρεαλιστική κωμωδία».


Μ.Ρ.: «Δεν είναι όμως όπως οι προηγούμενες που ανέβηκαν στο συγκεκριμένο θέατρο».


– Δηλαδή, πού διαφέρει;


Μ.Ρ.: «Δεν είναι φάρσα, είναι μια κωμωδία καταστάσεων και χαρακτήρων με πολλές εκφάνσεις δράματος, συγκίνησης και συγκρούσεων. Ερχεται πιο κοντά σε κωμωδίες όπως ήταν οι ταινίες «Ενας ήρως με παντούφλες», «Δεσποινίς ετών 39», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», οι οποίες είχαν στοιχεία κωμικά αλλά κάποιες φορές και έντονα συγκινητικά. Με πιο πολύπλευρη, ας πούμε, συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Οχι αμιγώς και κατ’ ανάγκην γέλιο από την αρχή μέχρι την τελευταία στιγμή της παράστασης».


– Πώς γεννήθηκαν τα ερεθίσματα για το συγκεκριμένο κείμενο;


Μ.Ρ.: «Το ερέθισμα ήταν ένα φιλμ που είχαμε δει και το οποίο βασίζεται σε ένα τσέχικο διήγημα. Γράψαμε ένα θεατρικό έργο, ελληνικό, που εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη, με έλληνες φυσικά ήρωες. Το βασικό θέμα είναι ένα Εβραιόπουλο που βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι δύο Ελλήνων. Εμείς το τοποθετήσαμε στη Θεσσαλονίκη, γιατί στη Θεσσαλονίκη, όπως όλοι γνωρίζουμε, υπήρξε ένας τεράστιος πληθυσμός Εβραίων που εξολοθρεύτηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Γερμανούς. Συνεπώς βρήκαμε στην ελληνική κοινωνία όλα τα αντίστοιχα, όχι μόνο τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και το δράμα των Εβραίων που συνέβη – όπως σε όλη την Ευρώπη – και στην πατρίδα μας».


– Μιλώντας πριν από μερικές ημέρες με τον Κώστα Τσιάνο μου είπε πως θεωρεί ότι είστε οι συνεχιστές συγγραφείς κωμωδίας των μεγάλων και παλαιότερων. Εσείς δέχεσθε αυτόν τον χαρακτηρισμό;


Μ.Ρ.: «Εγώ δεν νομίζω ότι είναι τίποτε πρωτότυπο αυτό. Η παρέμβασή μας στα πράγματα είναι από μηδενική ως πολύ μικρή. Ολοι παραλαμβάνουμε πράγματα, φόρμες, έτσι κανένας δεν μπορεί να υπερηφανευθεί ότι ανακάλυψε το τραπέζι… Οσα πρωτότυπα τραπέζια και αν φτιάχνει. Είναι αυταπόδεικτο ότι είμαστε συνεχιστές… Και δεν νομίζω ότι είμαστε και οι μόνοι. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια ολόκληρη γενιά περίπου συνομήλικων και ελαφρώς νεότερων, που κυρίως αναδείχθηκαν μέσα από την τηλεόραση, δουλεύουν τα νεοελληνικά πρόσωπα, τη νεοελληνική γλώσσα, τη νεοελληνική καθημερινότητα όπως τρέχει και ελπίζω όταν υπάρχουν πολλοί κάτι να μείνει, διότι και από τη γενιά του Σακελλάριου, ας το πούμε έτσι, πιθανώς αυτός να είναι ο πιο καίριος».


Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ πιο έντονη η παρουσία σας στο θέατρο…


Θ.Π.: «Φαίνεται, δεν είναι. Απλώς τα έργα που γράφουμε τυχαίνει να παίζονται δύο και τρεις σεζόν. Αυτό το έργο είναι καινούργιο, το γράψαμε φέτος, άρα έχουμε να γράψουμε δυόμισι χρόνια».


Μ.Ρ.: «Και ο «Εβρος» ήταν παλιότερος, όπως και το «Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», που παίχτηκε στο σινεμά, ήταν και αυτό γραμμένο πριν από εφτά χρόνια».


Θ.Π.: «Φαίνεται ότι γράφουμε συνέχεια, αλλά δεν είναι έτσι».


– Ωστόσο το συγγραφικό σας ενδιαφέρον έχει στραφεί προς το θέατρο τα τελευταία χρόνια και νομίζω ότι έχετε κόψει τους δεσμούς σας με την τηλεόραση.


Μ.Ρ.: «Οχι με την έννοια ενός οριστικού και αμετάκλητου διαζυγίου».


Θ.Π.: «Για να δουλέψεις στην τηλεόραση πρέπει να της αφιερωθείς αποκλειστικά. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο. Ετσι όπως έχουν γίνει οι συνθήκες σήμερα, πρέπει να είσαι αφοσιωμένος σε αυτό το πράγμα που κάνεις».


Μ.Ρ.: «Η τηλεόραση ούτε ζωή δεν σου επιτρέπει να έχεις».


– Το έργο σας «Ο Εβρος απέναντι» χαρακτηρίστηκε ως ένα εξαιρετικό δείγμα νεοελληνικής γραφής. Εσείς πιστεύετε ότι γνώρισε την αποδοχή που του άξιζε; – και δεν μιλάω καθαρά για αριθμούς εισιτηρίων…


Μ.Ρ.: «Αν δεν μιλάς για καθαρά εισιτήρια και αριθμούς, τη γνώρισε και την παραγνώρισε».


Θ.Π.: «Εγώ μόνο καλά λόγια έχω ακούσει και για αυτή την παράσταση».


– Νιώσατε ότι με αυτό πέσανε λίγο τα τείχη με μία πλευρά κριτικών οι οποίοι στο παρελθόν σάς αντιμετώπισαν σκληρά;


Μ.Ρ.: «Οτι πέσανε τα τείχη το νιώσαμε… Υπήρξε και από κάποιους – σχετικά δύσκολους – ένας υπερβολικός έπαινος. Το ότι ένας από τους λεγόμενους δύσκολους κριτικούς το χαρακτήρισε νεοελληνική τραγωδία, όχι δράμα, και μάλιστα το τόνισε στην κριτική του ότι δεν πρόκειται περί δράματος, αλλά περί μιας λαϊκής τραγωδίας, μας ευχαρίστησε και μας κολάκεψε εξαιρετικά. Και μάλιστα ένας άνθρωπος που δεν είχε καταδεχτεί να έρθει και να δει άλλη δουλειά μας…».


– Ωστόσο το ενδιαφέρον σας είναι στραμμένο κυρίως στην κωμωδία;


Θ.Π.: «Οχι. Το θέμα είναι αυτό που σου υπαγορεύει πώς θα το γράψεις και πώς θα το χειριστείς. Απλώς μέχρι τώρα γράφαμε κωμωδίες».


Μ.Ρ.: «Εχουμε ένα χαρακτηριστικό: Βαριόμαστε. Αν παρατηρήσεις, κάναμε αυτοτελείς ιστορίες συγκατοίκησης. Τέλειωσε. Κομεντί συνεχειών, μας τέλειωσε. Και τέλειωσε και η τηλεόραση εκεί. Μετά κάναμε μια ταινία τοπίων, μετά κάναμε μια παρωδία. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω ούτε σε μια παρωδία ούτε σε μια κωμωδία τοπίου της λογικής του «Safe sex». Βαριέμαι, νομίζω πως ό,τι έχουμε να πούμε το είπαμε».


Η δεύτερη ταινία σας «Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο» δεν έκοψε τα εισιτήρια που έκοψε το «Safe sex». Πώς το σχολιάζετε;


Μ.Ρ.: «Καμιά ταινία δεν κόβει τα εισιτήρια που κόβει μια άλλη».


Θ.Π.: «Αν μπορούσε να γίνει κάθε φορά που βγαίνει μια ελληνική ταινία να κόβει 1.000.000 εισιτήρια, θα ήταν και διαφορετικοί οι κινηματογράφοι στην Ελλάδα. Αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό. Αντικειμενικά έκανε μια επιτυχία που αν δεν υπήρχε το «Safe sex» θα θεωρείτο ρεκόρ».


Μ.Ρ.: «Απλά το «Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο» δεν θεωρείται ρεκόρ, γιατί υπάρχει το «Safe sex»».


Θ.Π.: «500.000 εισιτήρια δεν είναι λίγα. Το καλό και το κακό μόνο ο χρόνος μπορεί να το δείξει, δεν μπορεί να το κρίνει κανένας, ούτε οι κριτικές ούτε η προσέλευση του κόσμου».


– Η ως τώρα επιτυχία σας σάς δημιουργεί ένα άγχος για το αν θα έχει απήχηση η επόμενη δουλειά σας στον κόσμο;


Μ.Ρ.: «Δεν ξέρω κανέναν που να μην έχει άγχος».


Θ.Π.: «Ακόμη και η προηγούμενη δουλειά σου να μην είναι πετυχημένη, πάλι θα έχεις το άγχος».


– Ναι, αλλά όταν έχεις να κάνεις με αριθμούς εισιτηρίων όπως οι δικοί σας;


Θ.Π.: «Λογικά δεν έπρεπε να κάνεις τίποτε, αν είχες επιτυχία…».


Μ.Ρ.: «Κοίταξε, ζωή είναι αυτή, κάνει τα δικά της διαγράμματα. Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν καλές και κακές στιγμές ανάλογα με τα εισιτήρια. Γιατί το ότι ένα έργο το βιώνεις και το βλέπεις να αναπτύσσεται, να ολοκληρώνεται, να ταξιδεύει στον κόσμο είναι μια τόσο πλούσια κατά τη γνώμη μου εμπειρία που τα εισιτήρια είναι ένα υποσύνολο όλης αυτής της εμπειρίας. Εγώ θα έλεγα ότι αυτά τα δεκαπέντε χρόνια δημιουργίας είναι δεκαπέντε καλά χρόνια, ακόμη και όταν τα εισιτήρια δεν ήταν αυτά που ήθελαν οι παραγωγοί».


– Νιώθετε πλέον ότι σε αυτό το σημείο έχετε διαψεύσει όλους αυτούς τους κριτικούς που ήταν διστακτικοί και επιθετικοί και σας χαρακτήριζαν «τηλεοπτικούς»;


Θ.Π.: «Ναι, ιδιαίτερα με το «Safe sex» ήθελαν να μας κρεμάσουν στο Σύνταγμα. Τι φταίμε εμείς; Μια ταινία κάναμε, φταίμε εμείς αν έκανε τόσο πολλά εισιτήρια;»,


Μ.Ρ.: «Σίγουρα το σκηνικό έχει αρχίσει και αλλάζει γιατί και εμείς μεγαλώνουμε και, εκτός από κάποιους πολύ φανατικούς που δεν ξέρω και τον λόγο, οι επιθέσεις έχουν μαλακώσει και φαντάζομαι ότι αυτό θα βελτιώνεται με τον χρόνο, επειδή μας συνηθίζουν και όχι επειδή καλυτερεύουμε. Στενοχωριέμαι επειδή το φανταριλίκι και το κάζο που τραβήξαμε εμείς δυστυχώς περιμένει κάποιους μετά από μας. Αυτό είναι που με τρελαίνει: ότι η ζωή είναι ένα πολύ αδυσώπητο φανταρικό και πραγματικά αυτό που εύχομαι είναι ότι δεν θέλω ποτέ να μπω στον σύλλογο των ανθρώπων αυτών που κάνουν καψώνια. Θα ήθελα να με θυμούνται οι νεότεροι όπως στον Στρατό θυμούνται κάποιους αξιωματικούς που ήταν καλοί και δεν έκαναν καψώνια. Είδα πάντως κάποια ειρωνικά σχόλια για τους Ρήγα – Αποστόλου και Πετρόπουλο, επειδή προέρχονται από την τηλεόραση. Λες και δεν έχουν δικαίωμα… Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κάποιος».


Μ.Ρ.: «Τους εκδικούνται όχι γιατί έκαναν τηλεόραση αλλά γιατί έκαναν επιτυχία…».


– Δεν τρομάζει η επιτυχία; Σκέφτεται κάποιος ότι τώρα θα έρθουν όλοι αυτοί και θα γράφουν θεατρικά έργα και όλα τα φώτα θα στραφούν επάνω τους…


Μ.Ρ.: «Αυτό που με τρελαίνει πιο πολύ απ’ όλα είναι που δεν καταλαβαίνει ο καθένας ότι τον κόσμο ούτε τον παίρνεις ούτε σε παίρνει. Ο κόσμος χρησιμοποιεί κάποια συγκεκριμένα προϊόντα, όχι ανθρώπους. Αποτυχίες έκανε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, και η Λαμπέτη, και η Παξινού. Δεν σημαίνει ότι κάποιος «έχει» τον κόσμο δεδομένο. Και τέλος πάντων αν τον «έχει» εμένα δεν με αφορά. Μπορώ να δυναμώσω τη φωνή μου σε ό,τι με αφορά; Μπορώ να γίνω σαφέστερος και δυναμικότερος; Τι με νοιάζει εμένα, τώρα, τι κάνει ο ένας και ο άλλος; Νομίζω ότι είναι λίγο η γκρίνια του ατάλαντου όλο αυτό το πράγμα. Αν τον κόσμο τον αφορά αυτό που λες, θα το ακούσει. Αν δεν τον αφορά, θα σηκωθεί να φύγει. Κανένας δεν είναι αρραβωνιασμένος με το κοινό. Ούτε η Αλίκη είχε κανένα πάγιο συμβόλαιο με το κοινό».


– Η ανάγκη του κόσμου να γελάσει είναι πιο έντονη σήμερα;


Μ.Ρ.: «Πάντοτε ήταν έντονη. Νομίζω ότι το μυθοποιούμε αυτό λίγο. Αυτό που λίγο, αν θέλετε, με προβληματίζει είναι όχι τόσο το ότι έχει ζήτηση η κωμωδία αλλά το γεγονός ότι κάποιες ταινίες ή θεατρικά έργα με έναν άλλο προβληματισμό κοινωνικό έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο. Ας πούμε, αυτή τη στιγμή διεθνώς βλέπουμε μια απόλυτη κυριαρχία κάποιων περιπετειών, κάποιων σαχλοαισθηματικών κοινωνικών ταινιών από το Χόλιγουντ και μια εξαιρετικά μεγάλη ύφεση του ευρωπαϊκού κινηματογράφου… Ισως περνάμε μια εξαιρετικά δυσμενή για τις μεγάλες λαϊκές μάζες οικονομικά και κοινωνικά περίοδο και η ψυχαγωγία έχει έρθει λίγο μονόπατα στη φυγή, στην εκτόνωση και όχι σε ένα άλλο πλησίασμα κάποιων κοινωνικών προβλημάτων. Ισως μια κοινωνία όσο μεγαλώνει το πρόβλημά της τόσο λιγότερο θέλει να το βλέπει. Ισως περνάμε μια τέτοια περίοδο. Αν θέλεις, το «Safe sex», που για μένα ήταν μια εξαιρετικά δυσμενής ταινία, επειδή κρατούσε την ασπίδα του γέλιου έκανε μια εξαιρετικά μεγάλη επιτυχία. Στην ουσία ήταν μια μάλλον σκοτεινή και απαισιόδοξη ταινία. Είναι πολύ πιο εύκολο πίσω από τον μανδύα του γέλιου και του σαρκασμού να πεις πράγματα που δυσκολεύεται κάποιος να ακούσει ρητά και φόρα μπάτσα. Το γέλιο είναι ένα είδος αναισθητικού».


– Στον κινηματογράφο και στο θέατρο ασχολείσθε με την επικαιρότητα και τη σχολιάζετε. Δεν σας έχω όμως δει ποτέ να βγαίνετε σε παράθυρα να λέτε την άποψή σας…


Μ.Ρ.: «Εχουμε πολύ πιο σοβαρές δουλειές να κάνουμε, αλίμονο! Δεν θεωρώ ότι δεν είναι σοβαρό το να βγαίνεις στα παράθυρα. Απλά το κάθε πράγμα θέλει τη δική του εξειδίκευση. Δεν είμαστε πια τόσο καλά πληροφορημένοι για όλα αυτά τα θέματα, και ειδικά για τα στενά πολιτικά. Θεωρώ όμως ότι είναι εξαιρετικά πολιτικός ο ρόλος μας στον χώρο της καταγραφής του αισθήματος. Εμάς αυτή είναι η δουλειά μας. Νομίζω ότι είναι εξαιρετικά σοβαρή, εξαιρετικά σημαντική πολιτικά, σε ένα άλλο επίπεδο. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να παρέμβω στα δημοτικά ή στα κοινωνικά».


Θ.Π.: «Κι ύστερα μιλάνε όλοι πια για όλα. Τόσοι μιλάνε και δεν θεωρώ εγώ σωστό να βγαίνει ένας καλλιτέχνης, π.χ., και να σχολιάζει τις εκλογές. Συνήθως τον έχουν εκεί, πιστεύω, περισσότερο για να λέει κάποια αστεία ατάκα παρά για να μιλάει. Υπάρχουν τόσοι άλλοι για να μιλήσουν για αυτά τα θέματα. Δεν είμαστε, βεβαίως, από τους καλλιτέχνες χωρίς άποψη, ούτε πιστεύω στον καλλιτέχνη που είναι στον κόσμο του και δεν ξέρει τι γίνεται γύρω του».


– Εχετε σκεφθεί στο μέλλον να ασχοληθείτε με την επιθεώρηση;


Θ.Π.: «Εγώ θα ήθελα πάρα πολύ, αλλά νομίζω ότι η επιθεώρηση δεν θέλει πια. Η επιθεώρηση αυτή τη στιγμή έχει πάψει πια να υφίσταται σχεδόν ως είδος στην Ελλάδα. Και αν υποτεθεί ότι υπήρχαν δύο στρατόπεδα παλιότερα, η πιο «εμπορική» και η πιο «ποιοτική» επιθεώρηση, αλλά και οι δύο έκαναν μεγάλη επιτυχία, τώρα βλέπω ότι η «ποιοτική» έχει σταματήσει να υπάρχει και η κλασική δεν έχει τα μπερκέτια που είχε παλαιότερα. Νομίζω ότι η τηλεόραση πια έχει επηρεάσει καταλυτικά αυτόν τον χώρο του θεάτρου. Γιατί πλέον περίμενες όλο τον χειμώνα για να κάνεις μια επιθεώρηση το καλοκαίρι ή το αντίθετο. Τώρα, όταν τα βλέπεις όλα στην τηλεόραση την επομένη, από τις σατιρικές εκπομπές, πώς μπορείς να το ξεπεράσεις αυτό; Οταν, π.χ., έχει τόσο μεγάλη επιτυχία ο Μητσικώστας με την εβδομαδιαία σάτιρα που κάνει, τι επιπλέον να προσθέσεις; Τα πράγματα τρέχουν πολύ πιο γρήγορα από ό,τι παλιότερα, μπαγιατεύουν…».