H «Χρονιά του Δράκου»





Για έναν άνθρωπο που, όταν λέει «το ελληνικό μπάσκετ», το στόμα του γεμίζει, λες και το «μπ» επαναλαμβάνεται όπως η ηχώ, η ενασχόλησή του με την καλαθοσφαίριση συνιστά κάτι παραπάνω από δέσμευση. Εναν έρωτα διαρκείας με μεγάλο κόστος στην προσωπική ζωή του. «Τρία χρόνια έχουμε να κάνουμε διακοπές. Υπερκόπωση έπαθε!» γκρινιάζει η σύζυγός του, κυρία Ευγενία Γιαννάκη, αλλά ο Παναγιώτης Γιαννάκης δεν χαμπαριάζει από κούραση… Ο Γιαννάκης δεν είναι μόνο ο ομοσπονδιακός προπονητής ο οποίος τον περασμένο Σεπτέμβριο οδήγησε την Εθνική ανδρών στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο Βελιγράδι. Αποτελεί το σύμβολο του ελληνικού μπάσκετ, έχοντας καταφέρει να συνυφάνει το όνομά του με την έννοια «νικητής».


Ιστορικό ρεκόρ


Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Δράκος», προσωνύμιο το οποίο ακολουθεί τον 46χρονο Π. Γιαννάκη καθ’ όλη την αθλητική διαδρομή του, απ’ όταν ως νεαρός παίκτης πάλευε για μια θέση στον Ιωνικό Νικαίας ως τη δημιουργία ενός ρεκόρ που όμοιό του δεν έχει σημειωθεί στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Είναι ο μόνος παίκτης από τη χρυσή γενιά του 1987 ο οποίος 18 χρόνια αργότερα αφήνει τη σφραγίδα του κατέχοντας σημαντικά πόστα: Ομοσπονδιακός προπονητής και μάλιστα με την προοπτική (η οποία, παρεμπιπτόντως, τον… εξιτάρει) να υπογράψει τριετές συμβόλαιο με την Ελληνική Ομοσπονδία εν όψει του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Ιαπωνίας (2006), του Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας (2007) και των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου (2008). Προπονητής του Αμαρουσίου, το οποίο οδήγησε διαδοχικά στη δεύτερη (2004) και τέταρτη (2005) θέση της ελληνικής A1. Και πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Προπονητών Καλαθοσφαίρισης (ΣΕΠΚ) από τον Ιούλιο του 2002.


Και αν το έτος 2005 ανέβασε τον Π. Γιαννάκη στα ουράνια του ευρωπαϊκού μπάσκετ, οι βάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το οικοδόμημα της μετέπειτα πρωταθλήτριας Ευρώπης τέθηκαν την προηγούμενη, «ολυμπιακή» χρονιά.


H μεγάλη επιστροφή στον πάγκο της εθνικής ομάδας, από τον οποίο είχε αποχωρήσει τον Μάρτιο του 1999 και μάλιστα με την ταμπέλα του αποτυχημένου (ο ίδιος δεν έχει καταλάβει ακόμη το μέγεθος της αποτυχίας της 4ης θέσης στο Ευρωμπάσκετ του 1997 και στο Μουντομπάσκετ του 1998), έφερνε τον «Δράκο» σε θέση ισχύος.


Ηθελε όμως και κότσια για έναν ομοσπονδιακό τεχνικό ώστε να έλθει σε σφοδρές ρήξεις με παίκτες-τοτέμ του ελληνικού μπάσκετ, όπως ο Γιώργος Σιγάλας, ο Ευθύμης Ρεντζιάς ή ακόμη και ο Γιάννης Γιαννούλης, οι οποίοι «κόπηκαν» εν μιά νυκτί. Και ακόμη περισσότερα ώστε να αποκλείσει από την εθνική ομάδα τον αρχηγό της Φραγκίσκο Αλβέρτη και τον Δημήτρη Παπανικολάου, τον οποίο δεν… έσωσε ούτε η γαλανόλευκη σημαία στο μπράτσο του, καθώς και να αδιαφορήσει επιδεικτικά προς τον Ιάκωβο Τσακαλίδη-Λέντκοφ!


Κυρίως όμως χρειάστηκε να πείσει τους παίκτες που επέλεξε ότι για να διακριθούν θα έπρεπε να μιμηθούν τη δική του… εθελοθυσία ως συμπαίκτη του Νίκου Γκάλη στον Αρη. Σε ένα από τα πιο ξακουστά ντέρμπι της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ μεταξύ Ιωνικού Νικαίας – Αρη (1981) ο Νικαιώτης είχε σημειώσει 73 πόντους, ενώ ο «Νικ» σταμάτησε στους 62!


Επειδή όμως «οι παίκτες είναι σαν τους ηθοποιούς. H πρόκληση, λόγου χάρη, για τον Μπραντ Πιτ είναι να παίξει τον ρόλο ενός… άσχημου!», κάτι το οποίο ο κόουτς Γιαννάκης φροντίζει να υπενθυμίζει στους παίκτες του, κατάλαβε γρήγορα ότι έπρεπε να θυσιάσει τα επιθετικά προσόντα του και να αφοσιωθεί στην άμυνα, συμβάλλοντας έτσι στην αγωνιστική έκρηξη του Αρη των τριών φάιναλ φορ και του «showtime».


H πρωταθλήτρια Ευρώπης λοιπόν στηρίχτηκε σε ένα ιδιαίτερο στυλ παιχνιδιού, με μεγαλύτερη έμφαση στην άμυνα και λιγότερη στον αυτοσχεδιασμό και στην επιθετική ασυδοσία, επιτυγχάνοντας να αναρριχηθεί στο πρώτο σκαλί του βάθρου κάνοντας υπερήφανη την Ελλάδα.


Το εγώ και το εμείς


Αντιδρώντας στην πολιτική που εφήρμοσε ο ομόλογός του στον πάγκο της ποδοσφαιρικής πρωταθλήτριας Ευρώπης 2004 Οτο Ρεχάγκελ, μέσω της αναγγελίας ότι «η πόρτα της Εθνικής είναι ανοιχτή για όλους και όχι μόνο για δώδεκα παίκτες, αρκεί οι υποψήφιοι να καταλάβουν πού έρχονται και τι ζητούμε από αυτούς», ουσιαστικά ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ ξεκαθάρισε ότι στην Εθνική δεν θα καλούνται οι φυγόπονοι, οι ευθυνόφοβοι ή ακόμη και οι αλαζόνες. Οπως ο ίδιος αυτοβαφτίστηκε «στρατιώτης της Εθνικής» αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία τρεις μήνες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, έτσι και οι… υφιστάμενοί του θα πρέπει να ορκιστούν μόνιμη υποταγή και να είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν το «εγώ» στον βωμό του «εμείς». Αλλωστε, μια από τις φράσεις-κλισέ που χρησιμοποιεί στα αποδυτήρια της εκάστοτε ομάδας του – και της Εθνικής – είναι: «μια πάσα κάνει δύο ευτυχισμένους». Αν κάποιος επιχειρήσει να την αποκωδικοποιήσει, τότε θα στοιχειοθετήσει τις αρχές του ως προπονητή.


Αδραξε τη μέρα


Το απερχόμενο έτος θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη του και για έναν άλλον λόγο, προσωπικό και τραγικό. Την ημέρα της αναμέτρησης με τον Ηρακλή στη Θεσσαλονίκη (26 Νοεμβρίου) ο προπονητής του Αμαρουσίου πληροφορήθηκε τον θάνατο του αδελφού του, Βασίλη, σε ηλικία 55 ετών, από ανακοπή καρδιάς. Ο έρωτάς του όμως για το μπάσκετ ήταν και είναι τόσο σφοδρός ώστε δεν οδήγησε απλώς την ομάδα του στη νίκη αλλά, αφού έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία, αναχώρησε μόνος του την επόμενη ημέρα για το Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, προκειμένου να παραστεί σε έναν αδιάφορο ευρωπαϊκό αγώνα του Αμαρουσίου! Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που αντέδρασε κατ’ αυτόν τον τρόπο.


Οταν έχασε τον πατέρα του, ποδηλατά στη Νίκαια, ο οποίος μετέδωσε το μικρόβιο στον άλλον γιο του, Αγγελο (συνολικά η οικογένεια Γιαννάκη είχε πέντε παιδιά, όλα αγόρια), ο Παναγιώτης αγωνίστηκε κανονικά με τη φανέλα του Ιωνικού απέναντι στον Ολυμπιακό. Ισως η σχέση του με τον θάνατο να εξακολουθεί να είναι περίεργη, αν αναλογιστεί κανείς ότι χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη φράση, η οποία στα μάτια αρκετών θα φαινόταν μακάβρια. «Κάθε φορά που πέφτουμε για ύπνο, κάνουμε «meeting» με τον θάνατο προτού αποκοιμηθούμε. Και κάθε πρωί που ξυπνάμε, θα πρέπει να αισθανόμαστε ευτυχισμένοι γιατί αρχίζει μια καινούργια ημέρα και θα πρέπει να δώσουμε πάλι τον καλύτερό μας εαυτό» συνηθίζει να λέει ο 46χρονος προπονητής.


Ισως γιατί – κατά διαβολική σύμπτωση – εκτός από τον πατέρα και τον αδελφό του Βασίλη, είχε χάσει και τον άλλο του αδελφό, Γιάννη, σε ηλικία 55 ετών (το 2000). Ηταν η τελευταία φορά που… καβάλησε τη μοτοσικλέτα του, η οποία εξετράπη της πορείας της στην Κακιά Σκάλα. Ισως γι’ αυτό ο προπονητής της πρωταθλήτριας Ευρώπης είναι τόσο ευγνώμων απέναντι στη ζωή, ώστε να μην αφήνει λεπτό που να μην προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό του εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία. Αλλωστε αυτό το «carpe diem» (άδραξε τη μέρα) ταιριάζει απόλυτα με τον θρίαμβο της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ του 2005, που καταγράφεται και ως (ακόμη μία) «Χρονιά του Δράκου».