H υπόσχεση του Ντόναλντ Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ήταν μία από τις σημαντικότερες που έδωσε στο πλαίσιο της προεκλογικής του καμπάνιας το 2024, τονίζοντας – εν είδει αστείου όπως ισχυρίστηκε αργότερα – ότι θα τερμάτιζε τον πόλεμο «μέσα σε 24 ώρες». Οκτώ μήνες αργότερα, και ενώ ο πόλεμος μαίνεται, ο ίδιος φαίνεται πως έχει μπροστά του την τελευταία ευκαιρία να δικαιώσει τις προσδοκίες. Και αυτή δεν είναι άλλη από την επικείμενη συνάντησή του με τον ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η είδηση της συνάντησης – που αναμένεται μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα – ήρθε κατόπιν της επίσκεψης του αμερικανού εντεταλμένου στη Μόσχα Στίβεν Γουίτκοφ και τις επαφές που είχε με τον Πούτιν και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους. H επικείμενη συνάντηση θα είναι το πρώτο τετ α τετ των αρχηγών των δύο κρατών από τον Ιούνιο του 2021, οκτώ μήνες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όταν ο Τζο Μπάιντεν είχε συναντηθεί με τον Πούτιν στη Γενεύη.

Το ερώτημα παραμένει επίμονο: υπάρχει πιθανότητα να οδηγήσει κάπου η συνάντηση των δύο ανδρών και πόσο κοντά ή μακριά θα οδηγούσε μια διμερής συνεννόηση στο τέλος του αιματηρού πολέμου, ο οποίος διανύει τον τέταρτο χρόνο του; Μια όσο το δυνατόν προσεκτικότερη προσπάθεια να αποσαφηνιστούν τα κίνητρα των εμπλεκόμενων μερών κρίνεται απαραίτητη.

Το σκεπτικό του αμερικανού προέδρου

Για τον Τραμπ, η προοπτική της ειρήνευσης στην Ουκρανία αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να «κλείσει» ένα μέτωπο από τα πολλά που τον βασανίζουν εντός και εκτός ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι δίχως καν να έχει συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της δεύτερης προεδρίας του, ο αμερικανός πρόεδρος δεν έχει καταφέρει να εκπληρώσει κανέναν από τους σημαντικότερους διακηρυγμένους στόχους του.

Στη Μέση Ανατολή, η κατάσταση ανθρωπιστικής κατάρρευσης στην οποία έχει περιέλθει ο πληθυσμός της Γάζας εξαιτίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ισραηλινού στρατού τον εκθέτει ανεπανόρθωτα, εμφανίζοντάς τον έρμαιο των τακτικισμών του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα δεν δείχνει ακριβώς νικηφόρος, αφού η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις μετά από μια αόριστη «συμφωνία-πλαίσιο», η οποία προέκυψε στο περιθώριο των ανταποδοτικών δασμών που επέβαλε η κινεζική πλευρά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η οποιαδήποτε πρόοδος σημειωθεί αναφορικά με την Ουκρανία θα εγγραφεί ως μια κάποιου είδους επιτυχία, δίνοντας στον Τραμπ πολύτιμη πολιτική «ανάσα», εν μέσω και της συνεχιζόμενης πίεσης που δέχεται στο εσωτερικό των ΗΠΑ για τη διαχείριση της πολύκροτης υπόθεσης των σεξουαλικών εγκλημάτων του Τζέφρι Επστιν. Πίεση που αναμένεται να ενταθεί εφόσον τεθούν σε εφαρμογή δευτερογενείς κυρώσεις με στόχο τη Μόσχα και τους συμμάχους της, εξέλιξη που αναμένεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση των τιμών ενέργειας και για τους αμερικανούς καταναλωτές.

Οι προσδοκίες του ρώσου ομολόγου του

Για τον Πούτιν τα πράγματα δείχνουν λιγότερο σύνθετα. Η πολεμική συγκυρία φαντάζει ιδανική. Την ίδια στιγμή που τα ρωσικά στρατεύματα εντείνουν τις προσπάθειές τους για την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας πόλεων Κοστιαντίνιουκα και Ποκρόφσκ στην Ανατολική Ουκρανία, ο ουκρανικός στρατός υποφέρει από κρίση λιποταξίας. Οπως επισημαίνει μάλιστα η φινλανδική ομάδα αναλυτών Black Bird Group, «βαδίζοντας προς το τέλος του καλοκαιριού τα πράγματα θα επιδεινώνονται για τους Ουκρανούς».

Σε αυτό το πλαίσιο εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιος λόγος οδηγεί τον ρώσο πρόεδρο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αναλυτές με γνώση του κλίματος στο Κρεμλίνο δίνουν μια άλλη διάσταση, εστιάζοντας στην προτεραιότητα που δίνει ο Πούτιν στην προοπτική μιας ειρηνευτική συμφωνίας που να επιτυγχάνει τους γεωπολιτικούς στόχους της Ρωσίας έναντι του αυστηρού εδαφικού οφέλους.

«Το πιο σημαντικό πράγμα για τον Πούτιν είναι η εγγύηση ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ» σημειώνει μιλώντας στους «New York Times» η Τατιάνα Στανόβαγια, ερευνήτρια στο Κέντρο Κάρνεγκι για τη Ρωσία και την Ευρασία. «Σε κάθε περίπτωση [σ.σ.: ο Πούτιν] θέλει η Ουκρανία να επιστρέψει στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Θα το επιτύχει αυτό μέσω εγγυήσεων της Δύσης για τη μη ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ ή με τον πολιτικό έλεγχο της Ουκρανίας» προσθέτει η ίδια, τονίζοντας πως το Κρεμλίνο θεωρεί δευτερεύον το ζήτημα της επικράτειας.

Αλλοι αναλυτές προειδοποιούν για τον κίνδυνο ο Πούτιν – που διαθέτει διαπραγματευτική εμπειρία ενός τετάρτου του αιώνα με τέσσερις διαφορετικούς αμερικανούς ομολόγους του – να αγοράζει χρόνο προκειμένου να αναδιατάξει τα ρωσικά στρατεύματα στο πεδίο, εξασφαλίζοντας παράλληλα την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι αποτέλεσε μέρος της λύσης. «Οποιαδήποτε πρόοδος σημειωθεί θα επιτρέψει στον Τραμπ να ισχυρίζεται ότι οι απειλές του έπιασαν τόπο, αλλά οι διαπραγματεύσεις οφελούν περισσότερο ως κίνηση τη Ρωσία» τονίζει ο Σαμ Γκριν, καθηγητής Ρωσικής Πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου.

Η αγωνία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι

Θα μπορούσε κανείς να υπενθυμίσει πως στην εξίσωση μετέχει και ο ουκρανικός παράγοντας. Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έσπευσε να δηλώσει ότι είναι θετικός σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση που θα περιλαμβάνει Τραμπ και Πούτιν. Πρόσθεσε μάλιστα ότι σχεδιάζει επαφές με τις ηγεσίες σε Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία ώστε να συζητήσουν τα επόμενα βήματα στον δρόμο προς μια πιθανή ειρήνευση, προσπαθώντας να δημιουργήσει διπλωματικό αντίβαρο στις πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον.

Ομως ο αμερικανός πρόεδρος επιβεβαίωσε πως όποιος δείχνει αδυναμία απέναντί του τον προκαλεί να εξασκήσει την τακτική της υποταγής. Ετσι, ενώ αρχικά είχε αφήσει να διαρρεύσει ότι σχεδιάζεται τριμερής συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ, Ρωσίας και Ουκρανίας, λίγες ώρες αργότερα δήλωνε ότι είναι πρόθυμος να συναντηθεί με τον ρώσο πρόεδρο, ακόμη κι αν εκείνος αρνηθεί να έχει απευθείας συνομιλίες με τον ουκρανό ομόλογό του.

Στη συνέχεια, ο Πούτιν τορπίλισε κάθε τέτοια πιθανότητα, λέγοντας: «Είμαστε ακόμα μακριά από τις προϋποθέσεις για μια τέτοια (σ.σ.: τριμερή) συνάντηση». Πρόκειται για πικρή διαπίστωση ότι το μοτίβο μιας ιστορικής συμφωνίας, εν είδει γεωπολιτικού κομπρεμί, δεν έχει χώρο παρά μόνο για δύο άνδρες σε ένα δωμάτιο. Στον τραμπικό κόσμο του «Art of the deal» οι υπόλοιποι περιττεύουν και έπονται.