Η Γαλλία βιώνει ένα πολιτικό και ένα οικονομικό αδιέξοδο, που αλληλοτροφοδοτούνται και δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Το πολιτικό αδιέξοδο προκύπτει από τον κατακερματισμό του Κοινοβουλίου και την αδυναμία των κομμάτων να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Το οικονομικό αδιέξοδο οφείλεται στην εκτόξευση του δημόσιου χρέους και στην άρνηση των Γάλλων να κάνουν τις αναγκαίες θυσίες για να περιοριστεί. Οσο παρατείνεται το πολιτικό χάος, δημιουργείται αστάθεια που, με την σειρά της, ενισχύει την οικονομική αβεβαιότητα, αυξάνοντας για παράδειγμα τα επιτόκια δανεισμού της χώρας. Η Γαλλία είναι πλέον ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης, παίρνοντας τη σκυτάλη από την Ιταλία.

Βλέποντας ότι θα ήταν αδύνατον να υπερψηφιστεί από τους βουλευτές ο προϋπολογισμός του 2026, που περιλαμβάνει επώδυνες και αντιδημοφιλείς περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ, ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού αποφάσισε να προλάβει τις εξελίξεις και ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο, στις 8 Σεπτεμβρίου, την οποία όμως δεν αναμένεται να λάβει.

Την εβδομάδα που μεσολαβεί ως την επίμαχη Δευτέρα, ο Μπαϊρού θα προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης για αλλαγές στον προϋπολογισμό, όμως οδεύει προς μια προδιαγεγραμμένη αποτυχία.

Αν και ο γάλλος πρωθυπουργός παρουσίασε με δραματικούς τόνους την κατάσταση της οικονομίας ενώ ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ επικαλέστηκε τον «μπαμπούλα» του κινδύνου επέμβασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά λίγο αργότερα ανασκεύασε τη δήλωσή του, οι βουλευτές δεν φαίνεται να συγκινούνται από το δίλημμα «υπευθυνότητα ή χάος» ενώπιον του οποίου τους θέτει ο Μπαϊρού.

Μετά τις πρόωρες εκλογές που προκήρυξε αιφνιδιαστικά ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τον Ιούνιο του 2024, επειδή το κόμμα του κατατροπώθηκε στις ευρωεκλογές, η Βουλή είναι μοιρασμένη σε τρία μπλοκ (ένα αριστερό-κεντροαριστερό, ένα κεντρώο-δεξιό και ένα ακροδεξιό), από τα οποία κανένα δεν διαθέτει πλειοψηφία αλλά αδυνατούν και να συνεργαστούν μεταξύ τους.

Μετά τη σχεδόν βέβαιη κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαϊρού στις 8 Σεπτεμβρίου, ως πιθανότερο σενάριο θεωρείται ότι ο πρόεδρος Μακρόν θα αναθέσει την πρωθυπουργία σε άλλον υποψήφιο και δεν θα επιλέξει να διαλύσει τη Βουλή και να πάει τη χώρα σε νέες βουλευτικές εκλογές.

Το μάταιο της κάλπης

Οι νέες εκλογές θα ήταν μάταιες γιατί θα προέκυπτε εξίσου κατακερματισμένο Κοινοβούλιο. «Στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Βουλγαρία, οι πολίτες καλούνται επανειλημμένως στις κάλπες όταν είναι αδύνατον να σχηματιστεί κυβέρνηση. Αλλά οι εκλογές αυτές δεν επιφέρουν ποτέ ένα ριζικό ξεκαθάρισμα του τοπίου: στην καλύτερη περίπτωση, ωθούν να κόμματα να εμφανιστούν πιο συναινετικά στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για να ξεπεραστεί η κρίση» έγραψε σε άρθρο του στον «Monde» ο πολιτικός επιστήμονας Ολιβιέ Κοστά, θεωρώντας ότι η λύση για τη Γαλλία θα ήταν η εφαρμογή της απλής αναλογικής. «Αν οι ψηφοφόροι είναι ανίκανοι να αναδείξουν αυθόρμητα μια πλειοψηφία, τα κόμματα θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν τους όρους της» μετά τις εκλογές.

Αν και οι Γάλλοι δηλώνουν ότι τους απασχολεί το δημόσιο χρέος, «η μεγάλη πλειοψηφία δεν είναι έτοιμη να κάνει δημοσιονομικές θυσίες» διαπιστώνει σε κύριο άρθρο της η ίδια εφημερίδα, προειδοποιώντας ότι «η Γαλλία ζει πάνω από τις δυνατότητές της, ο δανεισμός της στοιχίζει όλο περισσότερο».

Οπως φαίνεται, ειδικοί και αναλυτές καταλήγουν όλοι στο ίδιο συμπέρασμα: «Καθένας από τους παίκτες, πολιτικά κόμματα και κοινωνικοί εταίροι, πρέπει να συνέλθει και να μπει σε μια λογική συμβιβασμού ενώ σήμερα μπαίνει στον πειρασμό να υπερασπίζεται πάση θυσία τα συμφέροντά του». Διαφορετικά, «δεν θα υπάρξει κανένας κερδισμένος».

Τα επιτόκια δανεισμού και ο «φόρος Ζικμάν»

Η Γαλλία δεν βρίσκεται σήμερα στη δεινή κατάσταση που βρισκόταν η Ελλάδα στην οικονομική κρίση. Τα επιτόκια δανεισμού, αν και οδεύουν προς το να ξεπεράσουν εκείνα της Ιταλίας και να γίνουν τα υψηλότερα στην ΕΕ, δεν είναι ακόμη απαγορευτικά.

Ομως στην καθημερινότητα των Γάλλων, όπως και σε εκείνη των Ελλήνων πριν από μια δεκαετία, έχουν υιοθετηθεί συνήθειες όπως η παρακολούθηση των spreads και η αγωνία για τη βαθμολογία από τους οίκους αξιολόγησης.

Η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν ζητεί την παραίτηση του Μακρόν, του οποίου η θητεία λήγει τον Απρίλιο του 2027, αν και ο ίδιος ο πρόεδρος αποκλείει αυτή την περίπτωση.

Μάλιστα η Λεπέν θέτει το δίλημμα «Διάλυση ή παραίτηση», ζητώντας δηλαδή εκλογές, βουλευτικές ή προεδρικές. Η στάση της αυτή θεωρείται ότι έχει προσωπικά κίνητρα: επειδή καταδικάστηκε τον Μάρτιο σε πενταετή στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, θέλει να προκαλέσει το Συνταγματικό Συμβούλιο να εφαρμόσει την ποινή.

Οι Σοσιαλιστές, οι οποίοι μέχρι σήμερα είχαν σχετικά συναινετική στάση προς την κυβέρνηση προς αποφυγή της πολιτικής αστάθειας, δηλώνουν ότι αποκλείεται να διαπραγματευτούν με τον Μπαϊρού.

Παρουσιάζουν το δικό τους σχέδιο για τον προϋπολογισμό που περιλαμβάνει περικοπές 23 δισ. ευρώ και επικεντρώνονται στη «φορολογική δικαιοσύνη» με επίκεντρο τον περίφημο «φόρο Ζικμάν», από το όνομα του οικονομολόγου Γκαμπριέλ Ζικμάν που τον εμπνεύστηκε.

Ενώ οι Γάλλοι πληρώνουν περίπου το 50% των εισοδημάτων τους σε φόρους και εισφορές, το ποσοστό πέφτει στο 27% για τους εκατομμυριούχους.

Ο «φόρος Ζικμάν» αποσκοπεί στο να διορθώσει αυτή την ανισότητα, φορολογώντας τις περιουσίες άνω των 50 εκατ. ευρώ και όχι τα εισοδήματα που μπορούν εύκολα να «μαγειρευτούν».