Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016, το έκανε όπως κάθε άλλος αμερικανός πρόεδρος μετά τον Τζορτζ Ουάσιγκτον: κερδίζοντας πρώτα το χρίσμα ενός εκ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων. Βέβαια, 17 χρόνια νωρίτερα, είχε δηλώσει δημόσια πως εξέταζε την πιθανότητα να θέσει υποψηφιότητα με ένα τρίτο κόμμα, το Reform Party.
Η ιδέα του αυτή δεν ευοδώθηκε, όμως κατά καιρούς στην αμερικανική πολιτική σκηνή έχουν εμφανιστεί μεγιστάνες με υπέρμετρη αυτοπεποίθηση που σκέφτονται το ενδεχόμενο να ηγηθούν ενός νέου κόμματος. Ο πιο επιτυχημένος μέχρι σήμερα ήταν ο επιχειρηματίας Ρος Περό, ο οποίος το 1992 συγκέντρωσε το 18,9% της εθνικής ψήφου. Ο πιο πρόσφατος είναι ο Ιλον Μασκ.
Εγχείρημα αμφίβολης βιωσιμότητας
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, έναν μήνα από όταν η φιλία του με τον Τραμπ διαλύθηκε, ο άλλοτε σύμμαχος και μεγάλος χορηγός του προέδρου ανακοίνωσε ότι θα σχηματίσει το «Κόμμα της Αμερικής». Ωστόσο υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα αυτού του εγχειρήματος.
Προς το παρόν η υπόσταση του κόμματος δεν είναι κάτι περισσότερο από μια δημοσίευση στο Χ. Δεν έχει γίνει καμία από τις απαραίτητες επίσημες ενέργειες, δεν υπάρχουν υποψήφιοι, πλατφόρμα ή οργάνωση. Ο ίδιος ο Μασκ είναι το μοναδικό μέλος, αλλά δεν γίνεται να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος – καθώς έχει γεννηθεί στη Νότια Αφρική και πολιτογραφήθηκε Αμερικανός το 2002 –, ενώ σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα δεν υπάρχουν προσώρας μέλη του Κογκρέσου που να έχουν χτυπήσει την πόρτα του πρόθυμοι να εγκαταλείψουν για χάρη του το κόμμα των Ρεπουμπλικανών.
Ο Μασκ έχει υπονοήσει ότι δεν κυνηγά απαραίτητα την προεδρία – άλλωστε προέχουν οι ενδιάμεσες εκλογές του 2026 – και μπορεί αντ’ αυτού να στοχεύσει σε έναν μικρό αλλά σημαντικό αριθμό εδρών στο Κογκρέσο, ώστε να μπορεί να έχει καθοριστικό λόγο στις ψηφοφορίες. Ωστόσο, ακόμα και αν ξοδέψει άπειρα χρήματα, υπάρχουν τεράστια πρακτικά, νομικά και πολιτικά εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεραστούν, αφού μεταξύ άλλων κάθε Πολιτεία έχει τους δικούς της ξεχωριστούς κανονισμούς για το πώς ένα κόμμα ή υποψήφιος μπαίνει στο ψηφοδέλτιο.
Η «βοήθεια» στους Δημοκρατικούς
Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι οι ψηφοφόροι, ακόμα και αν λένε πως θα ήθελαν να υπάρξει ένα τρίτο κόμμα, τελικά ψηφίζουν το κόμμα που στηρίζουν παραδοσιακά για να μη «χαθεί» η ψήφος τους και ευνοηθεί το άλλο. Περισσότερο ευνοημένοι από μια τέτοια εξέλιξη θα έβγαιναν πιθανώς οι Δημοκρατικοί, δεδομένου ότι ο Μασκ αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους ψηφοφόρους τους.
Οι αναλυτές εκτιμούν πως ο Μασκ για μία ακόμα φορά υποτιμά την πολυπλοκότητα του εγχειρήματός του, με τα επικρατέστερα σενάρια να είναι ότι είτε απλώς θα χάσει το ενδιαφέρον του και το όλο θέμα θα ναυαγήσει είτε ότι το «Κόμμα της Αμερικής» θα ενταχθεί στη μακρά λίστα των φιλόδοξων «κεντρώων» κομμάτων που αποσύρθηκαν, συχνά χωρίς καν να κατεβάσουν ούτε έναν υποψήφιο. Ενα σχετικό πρόσφατο προηγούμενο είναι αυτό του «No Labels», ενός ισχυρά χρηματοδοτούμενου κινήματος που επεδίωκε πέρυσι να υποστηρίξει έναν βιώσιμο «κεντρώο» υποψήφιο. Τελικά κατέρρευσε χωρίς να προτείνει κανέναν, παρά το γεγονός ότι δαπανήθηκαν εκατομμύρια δολάρια.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να μην αρέσουν σε κάποιον το δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ και η διχαστική πολιτική που παράγει. Σε αυτό βασίστηκε ο Μασκ, ο οποίος επικαλέστηκε μια δική του δημοσκόπηση στο X, από την οποία προκύπτει ότι το 80% των ερωτηθέντων θέλουν ένα νέο κόμμα. Ωστόσο το αν θέλουν τον Μασκ στην ηγεσία του είναι ένα άλλο ζήτημα.
«Οι πλούσιοι χορηγοί, όπως ο Μασκ, έχουν υπερβολική επιρροή στην πολιτική»
Δημοσκοπήσεις του Pew Research Center διαπιστώνουν ότι το 80% των Αμερικανών πιστεύει ότι οι πλούσιοι χορηγοί, όπως ο Μασκ, έχουν υπερβολική επιρροή στην πολιτική ενώ το 57% βλέπει αρνητικά τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, σύμφωνα με το Quinnipiac.
«Υπάρχει εκτεταμένη δυσαρέσκεια για τον Μασκ. Το σύντομο πέρασμά του στην πολιτική έχει καταδείξει επαρκώς και σαφώς πως δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά για να γίνει καλός πολιτικός. Δεν διαθέτει τις δεξιότητες ούτε τη διάθεση για διπλωματία, δεν σέβεται τους θεσμούς, δεν αναγνωρίζει τα όριά του και δεν έχει την ικανότητα να διορθώνει πράγματα. Το Twitter, που τώρα ονομάζεται Χ, είναι μια καταστροφή.
Η προσπάθειά του στο Doge ήταν ένα φιάσκο, επίσης καταστροφή. Ετσι, δεν μπορεί να κερδίσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων – εδώ βλέπουμε τις πωλήσεις αυτοκινήτων του να καταρρέουν σχεδόν παντού αυτή τη στιγμή» εξηγεί στο «Βήμα» ο Τζέφρι Σόνενφελντ, κοσμήτορας στη Σχολή Διοίκησης του Πανεπιστημίου Yale και πρόεδρος του Yale Chief Executive Leadership Institute.
Οσον αφορά τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος του Μασκ, ο καθηγητής επισημαίνει πως «οι επιχειρηματίες δεν φημίζονται για τον ρεαλισμό τους και υποτιμούν το ενδεχόμενο της αποτυχίας.
Επιπλέον, το έχουμε δει αυτό σε επιχειρηματίες, υπάρχει μια αίσθηση μεγαλειότητας και νομίζουν ότι μπορούν να επεκταθούν σε όλους τους τομείς, χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο περίπλοκος και διαφορετικός είναι ο δημόσιος τομέας. Εν προκειμένω, ο Μασκ πιστεύει ότι έχει μια λογική πιθανότητα να κερδίσει και θεωρεί ότι στη χειρότερη περίπτωση όλο αυτό θα λειτουργήσει ως μέσο πίεσης στην κυβέρνηση. Ισως υπολογίζει ότι θα μπορέσει να εξασφαλίσει κάποιες παραχωρήσεις με αυτόν τον τρόπο».
Ποια θα είναι η εκδίκηση του Τραμπ;
Από την άλλη, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αποδείξει πως δεν αφήνει «ατιμώρητους» όσους του εναντιώνονται, με πολλούς αναλυτές να προειδοποιούν για αντίποινα που μπορούν να πλήξουν τις εταιρείες του, οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα από τότε που ο Μασκ εντάχθηκε στην πολιτική.
Ο Σόνενφελντ σημειώνει πως «τα αντίποινα είναι αναμενόμενα και ενδεχομένως ακόμα και να βρισκόμαστε μπροστά στην κατάρρευση του πλουσιότερου ανθρώπου του κόσμου. Σαφώς και οι δύο έχουν ισχυρούς μοχλούς πίεσης, όμως ο Τραμπ έχει ισχυρότερους.
Στην Ιστορία έχουμε δει συνεργάτες αυταρχικών ηγετών, οι οποίοι για διάφορους λόγους πίστεψαν λανθασμένα ότι ήταν το ίδιο ή περισσότερο ισχυροί, υπερεκτιμώντας τη δύναμή τους. Το είδαμε αυτό και με τον Πριγκόζιν και τον Πούτιν, όπου ο πρώτος, βασισμένος στον ισχυρό του ρόλο στον πόλεμο της Ουκρανίας και όχι μόνο, ξεκίνησε για αντάρτικο στη Μόσχα και είδαμε πώς κατέληξε. Αντίστοιχα, ο Μασκ βασίζεται στο ότι εκείνος εξέλεξε τον Τραμπ με τα χρήματά του. Πράγματι, αντιλήφθηκε την ευκαιρία που είχε για να παίξει τον ρόλο του ρυθμιστή του παιχνιδιού. Ωστόσο, οι ρυθμιστές του παιχνιδιού δεν διατηρούν για πάντα αυτόν τον ρόλο – και αυτό δεν το έχει αντιληφθεί».







