«To Βήμα» μίλησε με τον Μαρκ Γκαλεότι, καθηγητή Σλαβικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών στο University College του Λονδίνου και μελετητή της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας, για τις προτεραιότητες του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία.

To βιβλίο του «Μικρή Ιστορία της Ρωσίας» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

Μετά τη συνάντηση Τραμπ και Πούτιν καλλιεργήθηκαν προσδοκίες για ειρήνη στην Ουκρανία. Κατά τη γνώμη σας πόσο πρόθυμο είναι το Κρεμλίνο να υπηρετήσει μια τέτοια προοπτική;

«Δεν είμαι αισιόδοξος αλλά είναι αλήθεια πως ο Τραμπ, έστω με τον αδέξιο και ιδιοτελή τρόπο του, μπορεί να άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας. Ο Πούτιν βρίσκεται υπό κάποια πίεση, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι η ρωσική οικονομία ολισθαίνει προς την ύφεση και ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών ξεπερνά το ένα εκατομμύριο. Ωστόσο, η θέση του δεν απειλείται και, αν χρειαστεί, η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να μάχεται. Αλλωστε, ο Πούτιν πιστεύει ότι αργά αλλά σταθερά κερδίζει στο πεδίο της μάχης και δεν χρειάζεται να μάχεται για πάντα, απλώς χρειάζεται να μάχεται περισσότερο από όσο αντέχει η Ουκρανία.

Πιστεύω λοιπόν ότι ο Πούτιν είναι πρόθυμος να δει αν θα του προσφερθεί μια συμφωνία που θα τον βολεύει, η οποία θα του επιτρέψει να διατυμπανίσει την επιτυχία του, να ισχυριστεί ότι αψήφησε το ΝΑΤΟ και “έσωσε” την Ανατολική Ουκρανία, αν και ιδανικά θα ήθελε η άλλη πλευρά να κάνει μια κίνηση και να σηματοδοτήσει την προθυμία της να αποδεχθεί τους όρους του. Αν όμως αυτό δεν του προσφερθεί, είναι εξίσου πρόθυμος να αποχωρήσει από όποιες διαπραγματεύσεις και να συνεχίσει να μάχεται».

Πολλοί αναλυτές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν γιατί η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, εστιάζουν στα εδαφικά οφέλη, άλλοι δίνουν έμφαση στην ιδέα της Μεγάλης Ρωσίας και ορισμένοι διατείνονται ότι η Ουκρανία χρησιμοποιείται ως διαπραγματευτικό «χαρτί» για να αναβαθμιστεί ο ρόλος της Ρωσίας σε διεθνές επίπεδο. Τι από αυτά ισχύει;

«Εχουμε να κάνουμε με έναν συνδυασμό παραγόντων. Ο Πούτιν έχει μια γεωπολιτική ματιά που προσιδιάζει στον 19ο αιώνα, σχεδόν αποικιακή θα λέγαμε. Συγκεκριμένα, έχει την ισχυρή πεποίθηση ότι η Ουκρανία είναι μια τεχνητή χώρα (άλλωστε, υπήρξε πραγματικά ανεξάρτητη μόνο για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, από το 1918 έως το 1920 και στη συνέχεια από το 1991 μέχρι σήμερα) και ταυτόχρονα δικαίως βρίσκεται εντός της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας.

Γνώμη μου είναι ότι ποτέ δεν ήθελε πραγματικά να προσαρτήσει τίποτα, με εξαίρεση την Κριμαία (η οποία ήταν ρωσική μέχρι το 1954), αλλά αντίθετα να της υπενθυμίσει τη θέση της και να αποτρέψει την περαιτέρω ενσωμάτωσή της στη Δύση. Ο φόβος του – ένας μη ρεαλιστικός φόβος – ήταν ότι μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή τουλάχιστον να καταλήξει να είναι βάση για τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ.

Η εισβολή αντανακλά επίσης την εμμονή που τον διακατέχει με την ιστορική κληρονομιά. Οπως ακριβώς δεν μπορούσε να αντέξει να είναι ο “τσάρος” που θα “έχανε” την Ουκρανία, έτσι το να είναι ο ηγέτης που “έφερε πίσω στο άρμα της Ρωσίας” την Ουκρανία θα είναι, στα μάτια του, η κορωνίδα του. Δεδομένου ότι πίστευε λανθασμένα πως οι Ουκρανοί δεν θα πολεμούσαν, αλλά αντίθετα θα υποτάσσονταν στην επιβολή ενός ηγέτη-μαριονέτα από τη Μόσχα, θεωρούσε ότι αυτός ο πόλεμος θα ήταν ένας θρίαμβος που θα εδραίωνε τη θέση του στην ιστορία».

Πολλοί μιλούν για τη μετατροπή της ρωσικής οικονομίας σε πολεμική. Εχει βάση μια τέτοια προσέγγιση, τι εικόνα έχετε;

«Μεγάλο μέρος της ρωσικής οικονομίας έχει πράγματι μετατραπεί σε πολεμική – είδαμε εργοστάσια να αλλάζουν χρήση ώστε να εξυπηρετήσουν στρατιωτικούς σκοπούς και επενδύσεις να οδεύουν σε μεγάλο βαθμό προς τα εκεί. Αυτό έχει διαστρεβλώσει ολόκληρο το σύστημα, όχι μόνο αυξάνοντας τους μισθούς που προσφέρονται στον αμυντικό τομέα, ο οποίος λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως, αλλά παράλληλα οδηγώντας σε έλλειψη εργατικού δυναμικού σε άλλους τομείς. Προς το παρόν, περισσότερο από το 40% του κρατικού προϋπολογισμού δαπανάται για τον στρατό, περίπου το 8% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, η ειρωνεία είναι ότι για τους περισσότερους Ρώσους η ζωή έχει μεταβληθεί ελάχιστα. Αν δεν προέρχονται από κάποια φτωχή περιοχή, από αυτές που προσφέρουν τους περισσότερους στρατιώτες (οι οποίοι είναι εθελοντές, που γενικά προσελκύονται από τα τεράστια μπόνους και τους μισθούς που προσφέρονται), όλα φαίνονται αρκετά φυσιολογικά. Οσο για τις επιπτώσεις του πολέμου – τις αυξανόμενες τιμές, τις κυρώσεις και ούτω καθεξής –, αυτές αγγίζουν τους Ρώσους με σχετικά ήπιο και αθόρυβο τρόπο».

Εχετε καλύψει μέσα από τα βιβλία σας το σύστημα εξουσίας που στηρίζει τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Εξακολουθεί να είναι το ίδιο ισχυρό σήμερα, μετά από τριάμισι χρόνια πολέμου; Και τι είδους συναίνεση αντλεί από τη ρωσική κοινωνία;

«Είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας να κατανοήσει κανείς την κοινή γνώμη της Ρωσίας. Η πλειοψηφία θέλει πραγματικά να δει τον πόλεμο να τελειώνει, αλλά όχι με το κόστος της ήττας. Με τους στρατιώτες να είναι καλοπληρωμένοι εθελοντές, δεν υπάρχει το είδος της δημόσιας αντίδρασης που θα μπορούσε να υπάρχει. Και όπως προανέφερα, ο πόλεμος και οι κυρώσεις δεν είχαν σοβαρό αντίκτυπο στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων.

Τούτων λεχθέντων, πιστεύω πως η θέση του Πούτιν έχει υποστεί πλήγμα. Αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό ο δικός του πόλεμος και όταν οι στρατιώτες αρχίσουν να επιστρέφουν στα σπίτια τους και η αιματηρή αλήθεια για τον πόλεμο γίνει περισσότερο γνωστή, θα υπάρξουν αντιδράσεις. Επιπλέον, πολλοί εντός της ελίτ ανησυχούν για το μακροπρόθεσμο κόστος και τον βαθμό στον οποίο ο Πούτιν είναι πρόθυμος να “κάψει” το μέλλον της Ρωσίας στο όνομα ενός ανεπιθύμητου πολέμου.

Δεν υπάρχει ακόμη καμία σοβαρή απειλή για τον Πούτιν, κυρίως επειδή ο μηχανισμός ασφαλείας παραμένει πιστός. Σκεφτείτε ωστόσο τι συνέβη όταν ο μισθοφορικός στρατός Βάγκνερ στασίασε το 2023: ελάχιστοι συμμετείχαν στην εξέγερση, αλλά την ίδια στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον να προσπαθήσει να τη σταματήσει. Ομοίως, αν στο μέλλον υπάρξει κάποια κρίση που να απειλεί τον Πούτιν, θα μπορούσα να φανταστώ πολλούς εντός της άρχουσας ελίτ να κάθονται άπραγοι, περιμένοντας να δουν απλώς τι θα συμβεί».