Η απονομή του Νομπέλ Ειρήνης στον Μπαράκ Ομπάμα το 2009, λίγους μήνες αφότου ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα, είχε προκαλέσει κύμα αντιδράσεων ακόμη και μεταξύ των υποστηρικτών του, με τον ίδιο να δηλώνει τότε ότι δεν ήταν βέβαιος αν είχε «πραγματικά κερδίσει» τη διάκριση.
Χρόνια αργότερα, ο γραμματέας της Νορβηγικής Επιτροπής Νομπέλ παραδέχθηκε δημοσίως ότι η απόφαση ήταν πρόωρη.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη βράβευση αποτελεί σημείο αναφοράς– και ενίοτε πικρίας – για τον νυν αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει αναγάγει το Νομπέλ Ειρήνης σε προσωπική του φιλοδοξία.
Και αν στην πρώτη του θητεία δεν κατάφερε να την εκπληρώσει επειδή, όπως υποστηρίζει, «δεν τον λένε Ομπάμα», στη δεύτερη θητεία του έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι δικαιούται τον διεθνή αυτόν τίτλο τιμής, που αποτελεί παράλληλα μια μορφή πολιτικής νομιμοποίησης με σημαντική συμβολική και επικοινωνιακή αξία – και ήδη έχει κάποιους διεθνείς συμμάχους, κυρίως ανάμεσα σε ηγέτες που θέλουν να τον κολακεύσουν.
Το Βραβείο Νομπέλ Ειρήνης απονέμεται σχεδόν κάθε χρόνο από το 1901 σε ένα ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που θεωρούνται από τη Νορβηγική Επιτροπή ότι έχουν κάνει «το μεγαλύτερο ή το καλύτερο έργο για την αδελφοσύνη μεταξύ των εθνών και για τη διεξαγωγή και προώθηση της ειρήνης».
Ηδη ο Τραμπ έχει προταθεί αρκετές φορές για το Νομπέλ Ειρήνης, μια και αυτό από μόνο του δεν προϋποθέτει κάποια αυστηρή διαδικασία.
Η πρώτη πρόταση ήρθε το 2018, ενώ ακολούθησαν άλλες το 2020, το 2021 και το 2024. Οι υποψηφιότητες αφορούσαν τον ρόλο του στις Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020, που σηματοδότησαν την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και διαφόρων αραβικών κρατών, καθώς και τη διαμεσολάβησή του σε μια συμφωνία μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου.
Οι προτάσεις όμως δεν είναι αρκετές για να λάβει το Νομπέλ Ειρήνης ο Τραμπ, ο οποίος θεωρεί «προσωπική αδικία» το ότι δεν του έχει απονεμηθεί το συγκεκριμένο βραβείο, ενώ σύμφωνα με πηγές του περιβάλλοντός του, που επικαλείται το αμερικανικό «New Yorker», αποτελεί για τον ίδιο αντικείμενο διαρκούς ενόχλησης.
«Ευχαριστώ, Μπίμπι»
Στη δεύτερη θητεία του Τραμπ, οι ξένοι ηγέτες φαίνεται να έχουν κατανοήσει την αξία που αποδίδει ο αμερικανός πρόεδρος στη διεθνή αυτή αναγνώριση. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο πριν από δύο εβδομάδες, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου παρέδωσε στον Τραμπ αντίγραφο επιστολής προς την Επιτροπή Νομπέλ, με την οποία τον πρότεινε για το βραβείο. «Το αξίζεις απολύτως και πρέπει να το λάβεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Τραμπ απάντησε εμφανώς συγκινημένος: «Το ότι προέρχεται από εσένα είναι πολύ σημαντικό. Ευχαριστώ, Μπίμπι».
Λίγες ημέρες αργότερα, μια ομάδα αφρικανών ηγετών επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο για να υπογράψει μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρουάντας και Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Η εν λόγω συμφωνία θεωρήθηκε ιδιαίτερης σημασίας, δεδομένης της παρατεταμένης και αιματηρής σύγκρουσης στην περιοχή.
Ο πρόεδρος της Γκαμπόν Μπρις Ολιγκί Νγκουέμα δήλωσε στις κάμερες ότι «ο πρόεδρος Τραμπ φέρνει την ειρήνη σε μια περιοχή όπου αυτό έμοιαζε αδύνατο. Αξίζει το Νομπέλ Ειρήνης» – το οποίο βέβαια δεν αποτελεί επίσημη πρόταση.
Είχε προηγηθεί τον Ιούνιο ο αρχηγός του πακιστανικού στρατού Σιέντ Ασίμ Μουνίρ που πρότεινε στην Επιτροπή τον Τραμπ, επικαλούμενος την παρέμβαση των ΗΠΑ στην πρόσφατη κρίση του Πακιστάν με την Ινδία – αν και η ινδική κυβέρνηση αρνείται πως οι ΗΠΑ είχαν οποιονδήποτε ρόλο στη διαμεσολάβηση.
Ο πρώτος που υπέβαλε την υποψηφιότητα του Τραμπ στη δεύτερη θητεία του, λίγο μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ήταν ο Ολεξάντρ Μερέζκο, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Ουκρανίας. Αργότερα όμως την απέσυρε, αφού «έχασε κάθε πίστη» στην ικανότητα του προέδρου να εξασφαλίσει εκεχειρία μεταξύ Κιέβου και Μόσχας.
Οι προτάσεις αυτές από ξένους ηγέτες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την ανάληψη καθηκόντων του Τραμπ, και χωρίς να μπορεί ακόμη να επιδείξει το ειρηνευτικό έργο που είχε προαναγγείλει προεκλογικά, δεν είναι τυχαίες και υπάγονται σύμφωνα με τα διεθνή μέσα σε μια γενικότερη «προσαρμοσμένη» διπλωματική προσέγγιση. Οι πολιτικοί που έρχονται σε προσωπική επαφή με τον αμερικανό πρόεδρο φαίνεται πως έχουν υιοθετήσει μια νέα τακτική για να κερδίσουν την εύνοιά του: την κολακεία.
Πέραν των υποψηφιοτήτων για το Νομπέλ Ειρήνης, υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, σε πρόσφατη σύνοδο της Συμμαχίας, χρησιμοποίησε μια λέξη που υποδηλώνει κυριαρχία και δύναμη αποκαλώντας τον Τραμπ «daddy», ενώ αργότερα, εξηγώντας τη στάση του στους «New York Times», επεσήμανε ότι ο Τραμπ «αξίζει όλους τους επαίνους».
Χαϊδεύουν το «εγώ» του αμερικανού ηγέτη
Αλλοι ηγέτες έχουν εκμεταλλευτεί την αγάπη του Τραμπ για το γκολφ, όπως ο πρόεδρος της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στουμπ, ο οποίος επισκέφθηκε τη Φλόριντα για να παίξει γκολφ μαζί του στο Μαρ-α-Λάγκο, ενώ ο πρόεδρος της Σενεγάλης Μπασιρού Ντιομαγέ Φαγέ τον χαρακτήρισε δημοσίως «εξαιρετικό παίκτη» κατά την επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο.
Η «Washington Post» εξηγεί πως οι αρχηγοί ξένων κρατών έχουν μάθει πλέον ότι ένας, αν όχι ο καλύτερος, από τους τρόπους για να εξασφαλίσουν καλή αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ στην εποχή Τραμπ «είναι να χαϊδεύουν το “εγώ” του αμερικανού ηγέτη».
Οπως επισημαίνει στο «Politico» ο Τζον Αλτερμαν, επικεφαλής του προγράμματος παγκόσμιας ασφάλειας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS), «οι ηγέτες που επιχείρησαν να διαπραγματευθούν από θέση ισχύος με τον Τραμπ δεν απέσπασαν τα αποτελέσματα που επιθυμούσαν. Αντίθετα, όσοι επιλέγουν την οδό της κολακείας φαίνεται να αποκτούν ευκολότερη πρόσβαση».
Μπορεί η κολακεία να έχει μακρά ιστορία ως διπλωματικό εργαλείο και είναι σύνηθες αξιωματούχοι να ανταλλάσσουν δώρα, όμως ο Αλτερμαν επισημαίνει ότι εν προκειμένω οι ξένοι ηγέτες χρησιμοποιούν τη φιλοδοξία του προέδρου να αναγνωριστεί ως «μια πραγματικά ιστορική προσωπικότητα» για να «προωθήσουν τα συμφέροντά τους».
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά η «Washington Post», «αν θέλει κάποιος να κερδίσει χάρες από τον Λευκό Οίκο, μπορεί απλώς να μιλήσει για το Νομπέλ Ειρήνης».






