Ο Βαγγέλης Χρόνης είναι ένας ποιητής εικονοκλάστης, ένας ποιητής-ζωγράφος που αντί με χρώματα γεμίζει τον λευκό καμβά της σελίδας του με λέξεις. Σχεδόν μπορείς να τον φανταστείς να παρατηρεί τη ζωή γύρω του και να την καταγράφει κλείνοντας στο θαύμα μιας μικρής στιγμής μια συμπυκνωμένη φιλοσοφία ύπαρξης. Τα ποιήματά του, έμπλεα λες του ελληνικού φωτός, πολλές φορές με μια σχεδόν καβαφική διάθεση, αντλούν από το κλέος της αρχαιότητας, με τον ποιητή να αναμετριέται τελικά σε κάθε στίχο που εξυφαίνει με το μυστήριο της ίδιας της ζωής. «Ο Βαγγέλης Χρόνης ξέρει καλά τον τόπο μας, γνωρίζει το μεγαλείο και το δράμα του, κάνει βουτιά στην αρχαιότητα και προσπαθεί το αδύνατο: να βρει το «φως της σκιάς»» γράφει για εκείνον εύστοχα ο γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης.

Ανθρωπος πολύπλευρος ο Βαγγέλης Χρόνης, υψηλόβαθμο στέλεχος του Ομίλου Λάτση από το 1971, πάντα έβρισκε χρόνο να γράφει, κρύβοντας όμως για χρόνια στο συρτάρι τα ποιήματά του. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε το 1999 όταν εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο σύμμαχος χρόνος» και το αναγνωστικό κοινό ανακάλυψε έναν ποιητή ευαίσθητο και δωρικό συνάμα που σκαλίζει γλυκά το θαύμα και ταυτόχρονα το αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκτοτε ακολούθησαν επτά ακόμη συλλογές που αγκαλιάστηκαν από αναγνώστες και κριτικούς. Το 2007 του απενεμήθη το βραβείο ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο του «Νέοι στον Αδη» (2005), ενώ το 2016 τιμήθηκε με το Α’ βραβείο Οdysseus Award σε διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό. Το ποιητικό του βιβλίο «Το φως της σκιάς» απέσπασε στην Ιταλία το βραβείο του XIV Διαγωνισμού Alberoandronico, το 2021, στην κατηγορία των ξενόγλωσσων ποιητικών συλλογών. Τον περασμένο Ιούνιο κυκλοφόρησε και ο τόμος «Αειθαλής χρόνος» (εκδ. Καστανιώτη), ο οποίος συγκεντρώνει τα πεζά του. Πρόκειται για κείμενα που έχουν δημοσιευθεί στο παρελθόν σε περιοδικά και εφημερίδες ή έχουν αποτελέσει ομιλίες σε εκδηλώσεις, με τον Βαγγέλη Χρόνη τελικά να μιλάει για όλα όσα τον συγκινούν, όπως το μεγαλείο της φύσης που μπορεί να συμπυκνώνεται ακόμη και στο κουκούτσι ενός κορόμηλου. Μπορεί ακόμη να μας ταξιδεύει στην Ιμβρο με συνοδοιπόρο τη σεβάσμια μορφή του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου ή να μας καλεί αυτήκοους μάρτυρες σε προσωπικές κουβέντες του με τον Αλέκο Φασιανό ή με τον Μάνο Ελευθερίου. Τέλος, στις σελίδες του βιβλίου συναντά κανείς και το μονόπρακτό του με τίτλο «Και τώρα τι κάνουμε;», το οποίο παρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης τον Σεπτέμβριο του 2017. Πρόκειται για έναν θρήνο δωματίου, που μαρτυρά ότι ο βαθύς πόνος της απώλειας μπορεί ακόμη και τις πιο έσχατες στιγμές να συναντά ένα αβυσσαλέο χιούμορ, σκιαγραφώντας έτσι το δράμα και την κωμωδία της ίδιας της ζωής, αυτής που εξυμνεί ο Βαγγέλης Χρόνης, είτε ως ρηξικέλευθος ποιητής είτε και ως ικανότατος πεζογράφος.

© ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΣ

Υστερα από αναβολές εξαιτίας της πανδημίας, στις 8 Μαρτίου παρουσιάζετε στο Ιδρυμα Θεοχαράκη τον τόμο «Βαγγέλης Χρόνης – Ποίηση 1999-2020», ο οποίος συγκεντρώνει το σύνολο της ποιητικής σας δημιουργίας, αλλά και τον τόμο «Αειθαλής χρόνος» (αμφότερα από εκδ. Καστανιώτη), ο οποίος περιέχει τα πεζά σας κείμενα. Διαβάζοντας συνολικά ξανά το έργο σας ανακαλύπτετε κομμάτια του εαυτού σας που μέχρι σήμερα δεν τα είχατε συνειδητοποιήσει;

«Δεν ανακαλύπτω καινούργια κομμάτια του εαυτού μου σε ό,τι έχει σήμερα ειπωθεί και αποτυπωθεί, θα έλεγα όμως με βεβαιότητα πως ξαναδιαβάζοντας ποιήματα ή πεζά μου κείμενα έρχονται στην επιφάνεια κάποιες συμπληρωματικές να τις χαρακτηρίσω σκέψεις που ένας Θεός ξέρει πού ήταν κρυμμένες ως σήμερα. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας τη γνώση και την εμπειρία που αποκτά κανείς ενώ προχωράει ο χρόνος, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για μια διεύρυνση των ήδη κατατεθειμένων ιδεών».

Αλήθεια, πώς ξεκίνησε η περιπλάνησή σας στον κόσμο των λέξεων; Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα;

«Από πολύ μικρός μού άρεσε να παίζω με τις λέξεις. Ενιωθα χαρά και ικανοποίηση φτιάχνοντας μικρά στιχάκια. Η φύση ήταν εκείνη που με παρακινούσε, κατά κύριο λόγο, να γράψω στίχους όπως «Τα χελιδόνια έκτισαν φωλιές/ στου κήπου τις κληματαριές» ή «Τα ποτάμια ποτίζουν τις ιτιές και τα καλάμια». Δεν αποκλείεται, πάντως, να με είχαν επηρεάσει τα στιχάκια των ημερολογίων που είχαμε στα σπίτια μας τη δεκαετία του ’50. Μεγαλώνοντας και πλουτίζοντας, όπως ήταν φυσικό, το λεξιλόγιό μου, έγραφα, από τις δύο πρώτες κιόλας τάξεις του Γυμνασίου, το θέμα της έκθεσης σε έμμετρο λόγο».

Στην καθημερινότητα ο άνθρωπος που παλεύει με νούμερα και αριθμούς και αποτελέσματα ως επιτελικό στέλεχος μεγάλου ομίλου πώς «συγκατοικεί» με τον ποιητή; Ποιος χάνει και ποιος κερδίζει από αυτή τη συνύπαρξη;

«Συγκατοικούν θα έλεγα αρμονικά από τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι η μία ιδιότητα βοηθάει την άλλη. Η σύγκλιση γίνεται σχεδόν αυτόματα. Εχω φτάσει στο σημείο όχι μόνο να μην ξεχωρίζω τις δύο ιδιότητές μου αλλά να τις θεωρώ ακόμα και συγγενικές. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν θα έλεγα ότι η μία ιδιότητα λειτούργησε ή λειτουργεί σε βάρος της άλλης. Γιατί η ποίηση να εμποδίζει το στέλεχος μιας επιχείρησης σε σχέση με τη σωστή άσκηση των καθηκόντων του; Εχουμε άλλωστε πολλά παραδείγματα ανθρώπων που ασκώντας την ποίηση με πολύ θετικά αποτελέσματα υπηρετούσαν ταυτόχρονα σε μεγάλους οργανισμούς του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα».

Η ποίησή σας διαποτίζεται από την ελληνική αρχαιότητα και την ιστορία. Γιατί στρέφεστε σε αυτές; Ποια είναι τα δώρα τους σε εσάς;

«Πράγματι, έχω μια ιδιαίτερη σχέση με την αρχαιολογία και την ιστορία, με συνέπεια οι σχετικές αναφορές μου να είναι πολλές και συχνές τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό μου λόγο. Οπως επίσης μεγάλη είναι η αγάπη μου για τη ζωγραφική των αρχαίων αγγείων, των τοιχογραφιών και των γλυπτών, σε συνδυασμό πάντα με την αρχαία σκέψη. Αισθάνομαι όμως ταυτόχρονα τον αρχαίο κόσμο να λειτουργεί ως αφετηρία ώστε, συνδέοντάς τον με τη σημερινή εποχή, να κατανοώ με τρόπο εντελέστερο το παρόν. Η παράδοση επίσης έχει τεράστια σημασία για εμένα, ένας λαός που αγνοεί την παράδοση είναι ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Αν και γνήσιος ελληνολάτρης, δεν αγνοώ τις αδυναμίες και τα λάθη του παρελθόντος αλλά και της σύγχρονης εποχής που φυσικό είναι να μας ταλαιπωρούν πολύ περισσότερο. Η αρχαιότητα, ωστόσο, δεν παύει να παραμένει ένα τεράστιο δώρο για όλους μας».

Η αρχαιότητα συμβαδίζει και με την ορθόδοξη παράδοση στο έργο σας.

«Ασφαλώς. Η ορθόδοξη παράδοση δεν είναι μια απλή και αόριστη έννοια που έχει ενσωματωθεί στη λαϊκή μας παράδοση. Είναι μια βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με το άγνωστο, με το θείο. Μην ξεχνάμε επίσης πως ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και τον χριστιανισμό μεσολαβούν μόνο τέσσερις με πέντε αιώνες και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε – ο χριστιανισμός – παραμένει για είκοσι αιώνες ακμαίος, έστω και αν το «αγαπάτε αλλήλους»ελάχιστοι το ασπάζονται στην πράξη. Κάτι που επιβεβαιώνεται από τους σύγχρονους βάρβαρους πολέμους, όπως άλλωστε έχει επιβεβαιωθεί, δυστυχώς, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας».

Την ίδια στιγμή η έννοια του χρόνου μοιάζει να διατρέχει την ποίησή σας «σαν ένα λιωμένο ρολόι παρμένο από ένα έργο του Νταλί», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μετζικώφ. Γιατί σας απασχολεί τόσο ο χρόνος;

«Δεν υπάρχει κανείς που να μην τον απασχολεί η έννοια του χρόνου. Μπορεί ο χρόνος να παραμένει μέσα στο Σύμπαν που μας περιβάλλει μια «μονάδα»απεριόριστη και απροσμέτρητη, αλλά για τις ανθρώπινες υπάρξεις είναι μια «μονάδα»σημαντικότατη γιατί είναι περιορισμένης διάρκειας. Ποιος δεν θα επιθυμούσε να ζήσει περισσότερο; Τα λιωμένα ρολόγια του Νταλί ή οι πίνακες ζωγραφικής με τα σταματημένα ρολόγια μπορούν να εκληφθούν ως μια «εικονογράφηση»ενός αντίστοιχου προβληματισμού. Τα πάντα είναι προφανώς θέμα ανάγνωσης. Αλλά στο τέλος, όπως και να τον «διαβάσεις»τον χρόνο, πάντα απροσμέτρητος θα είναι σε σχέση με τον ανθρώπινο χρόνο που έχει ημερομηνία λήξης».

Γράφετε στο ποίημά σας «Ο σύμμαχος χρόνος»: «Μ’ έπεισαν πια οι καιροί/ τον χρόνο να αγγίξω/ και να τον κάνω σύμμαχο». Αλήθεια, τα έχετε καταφέρει;

«Τον χρόνο τον «αγγίζουμε»εκ των πραγμάτων με την ωρίμασή μας. Μεγάλη βέβαια η κουβέντα να κάνει κανείς τον χρόνο σύμμαχο, αλλά γιατί να τον κάνει και εχθρό; Oπως μάλιστα τον ταυτίζουμε αναγκαστικά με τον θάνατο, θεωρώ πως αξίζει να τον έχουμε σύμμαχο. Αν και οι συμμαχίες βέβαια διαφέρουν, όπως ακριβώς διαφέρουμε και όλοι οι άνθρωποι μεταξύ μας. Φαίνεται όμως πως όταν συμμαχείς μειώνεις τον φόβο του τέλους. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα βοηθούσε να ζητήσει κανείς μια μονομαχία μαζί του στα μαρμαρένια αλώνια, αφού είναι χαμένος εκ των προτέρων. Αλλά και όταν προσπαθούμε να τον ξεγελάσουμε με την τόλμη μας, είναι ίσως από φόβο που το κάνουμε. Τα «ίσως», πάντως, έτσι ή αλλιώς, είναι πάρα πολλά».

Διαβάζοντας τα ποιήματά σας, σας φαντάζομαι στο Μητροπολιτικό Μουσείο να παρατηρείτε τη «Λυσιστράτη την Παναθηναία», όπως γράφετε στο ομώνυμο ποίημά σας, να κλείνετε το βιβλίο του Σοπενχάουερ μια αυγουστιάτικη νύχτα για ένα «παιχνιδιάρικο φεγγάρι», όπως γράφετε στο ποίημά σας «Μεταμεσονύχτιο», να κάθεστε ακόμη στα θερμά μάρμαρα της Επιδαύρου που «ζωντανεύουν αόρατα μαζί με τον θίασο/ όλους εκείνους τους παλιούς θεατές/ στις ίδιες πάντα θέσεις», όπως σημειώνετε στο ποίημά σας «Επίδαυρος». Θέλετε με έναν τρόπο ο αναγνώστης να γίνεται «αυτόπτης μάρτυρας» των στιγμών σας;

«Οι προσωπικές στιγμές, όταν υπάρχουν, συγκροτούν συνήθως το σκηνικό που μέσα του θα χτιστεί το ποίημα. Μια αφορμή κυρίως προκειμένου έννοιες και εικόνες προσωποπαγείς να αποκτήσουν μια ευρύτερη, καθολικότερη βάση. Αν η ποίηση συγγενεύει απόλυτα με τη ζωγραφική είναι γιατί τους είναι εξίσου απαραίτητα η κίνηση και ο ήχος. Διαφορετικά, χωρίς αυτά τα δύο στοιχεία, και η ποίηση και η ζωγραφική είναι δύο τέχνες νεκρές. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, χαίρομαι για τα τρία ποιήματα που αναφέρετε ως χαρακτηριστικά της εικονοποίησής μου».

«Ενδέχεται η πανδημία/ να μην κομίσει νέες γλαύκες./ Κάποια κρυμμένη όμως ηθική/ ίσως αναστηθεί» γράφετε στο ποίημά σας «Η επόμενη άγνωστη περίοδος». Σήμερα, τρία χρόνια μετά την πανδημία, αισθάνεστε ότι διαψευστήκατε ή όχι;

«Πιστεύω πως δεν έχω διαψευστεί. Η μοναξιά και η απομόνωση μας υποχρέωσαν να σκεφτούμε περισσότερο, με αποτέλεσμα αξίες και ηθικές που είχαν παροπλιστεί να ενεργοποιηθούν ξανά. Μας υποχρέωσαν κυρίως να αναγνωρίσουμε τη σπουδαιότητα της ύπαρξής μας, να ενδιαφερθούμε για τον συνάνθρωπό μας».

Σε όλες τις ποιητικές σας συλλογές είχατε συνοδοιπόρο τον Αλέκο Φασιανό, καθώς τα έργα του κοσμούν τα εξώφυλλα των βιβλίων σας. Πόσο σας λείπει σήμερα, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του;

«Πράγματι, μου λείπει πολύ ο καλός φίλος Αλέκος».

Οι δύσκολοι καιροί μας σήμερα σηκώνουν ποιητές;

«Οι καιροί πάντα χρειάζονται τους ποιητές. Είναι οι αναγνώστες που φαίνεται να μην χρειάζονται την ποίηση, αν και υπάρχουν σήμερα πολλοί εξαίρετοι έλληνες ποιητές».

Γιατί στην Ελλάδα, τη χώρα των δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, στον Σεφέρη και στον Ελύτη, διαβάζουμε όλο και λιγότερο ποίηση;

«Είναι θέμα παιδείας. Πώς μπορεί κάποιος να διαβάσει ποίηση όταν δεν εξοικειώθηκε από τα σχολικά του χρόνια μαζί της; Είναι κρίμα που ακόμη και στις μέρες μας η ποίηση θεωρείται μια υπόθεση ελιτίστικη, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, καθώς η ποίηση αφορά τους πολλούς».

Τι χρειάζεστε για να γράψετε;

«Χρόνο. Χρόνο ελεύθερο, εννοώ».

Σκέπτεστε ποτέ τους αναγνώστες σας;

«Οταν γράφω σκέπτομαι μόνο το θέμα που διαπραγματεύομαι. Βεβαίως σκέπτομαι αλλά και σέβομαι τους αναγνώστες».

«Είπε να γράψει./ Οι λέξεις παγωμένες/ τα αισθήματα μουδιασμένα./ Λευκές οι σελίδες όπως το χιόνι./ Φόρεσε τα γάντια/ έπλασε μια χιονόμπαλα/ την πέταξε μακριά./ Ακούστηκε ένα χράαατς./ Βρήκε την πρώτη λέξη» γράφετε στο ποίημά σας «Η πρώτη λέξη». Σας έχει βασανίσει ποτέ το λευκό χαρτί, η άδεια σελίδα;

«Είναι αλήθεια βασανιστικό, όταν μάλιστα πιστεύεις πως έχεις μια ιδέα, να μην μπορείς να τη διατυπώσεις με λέξεις. Ευτυχώς που δεν συμβαίνει τόσο συχνά, άσχετα αν αρκετές φορές απορρίπτω στίχους μου που δεν τους κρατώ ούτε για σουβενίρ».

Εχετε περάσει ώρες συνομιλώντας με τον Αλέκο Φασιανό, περάσατε μαζί με τον Ουμπέρτο Εκο μια πτήση-θρίλερ με ελικόπτερο, ήσασταν φίλος με την Κική Δημουλά, με τον Μάνο Ελευθερίου. Ποια συνάντηση στη ζωή σας σάς διαμόρφωσε πιο πολύ;

«Είχα την τύχη να συναναστραφώ και να συναναστρέφομαι με εξαιρετικά άτομα. Σίγουρα πολλές συναντήσεις με διαμόρφωσαν και με εμπλούτισαν με γνώσεις και συναισθήματα. Και από τους τέσσερις που αναφέρατε έχω εξαιρετικές εντυπώσεις και η απουσία τους είναι έντονη. Οι γονείς μου είναι αυτοί που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στη ζωή μου σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωσή μου. Οπως και οι αείμνηστοι Γιάννης και Εριέττα Λάτση και ο γιος τους Σπύρος Λάτσης, με τον οποίο εξακολουθώ να συνεργάζομαι στενά».

Αφιερώνετε τον τόμο που συγκεντρώνει το σύνολο της ποιητικής σας δημιουργίας στη σύζυγό σας Φούλη, ενώ τον τόμο με τα πεζά σας κείμενα στα παιδιά και στα εγγόνια σας. Τι ρόλο έπαιξε η οικογένειά σας στην πορεία σας στη δημιουργία;

«Σημαντικότατο ρόλο και πρέπει να θεωρούμαι ιδιαίτερα τυχερός».

Τι σας δίνει χαρά σήμερα;

«Η ίδια η ζωή είναι αυτή που δίνει χαρά. Υπάρχουν πολλές κρυμμένες χαρές που αν ψάξουμε μπορούμε να τις ανακαλύψουμε ακόμη και μέσα στο εικοσιτετράωρό μας. Δυστυχώς, τα προβλήματα της καθημερινότητας στέκουν μεγάλο εμπόδιο στην αναγνώριση της χαράς. Η φύση είναι φτιαγμένη για τον άνθρωπο, αρκεί ο άνθρωπος να έχει μάτια να ανακαλύπτει και να αναζητεί έστω και μικροχαρές».

Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο Σερσέ λα Φαμ, Μητροπόλεως 46, Αθήνα.