Στην ιστορία του κινηματογράφου, η μοναδική (ίσως) ηθοποιός η οποία συνδέθηκε τόσο πολύ με το όνομα μιας κινηματογραφικής ηρωίδας που όχι μόνο δεν… υποδύθηκε ποτέ η ίδια, αλλά δεν υποδύθηκε ποτέ κανείς, είναι η Τζόαν Φοντέιν. Η ηρωίδα λέγεται Ρεβέκκα, όπως και η ταινία του 1940.

Η «Ρεβέκκα» υπήρξε το ντεμπούτο του Βρετανού Αλφρεντ Χίτσκοκ στο Χόλιγουντ, όπου βρέθηκε μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμανε, επίσης, την ουσιαστική έναρξη της καριέρας της Φοντέιν, όπως και το αποκορύφωμα της χρόνιας διαμάχης της με την ηθοποιό Ολίβια ντε Χάβιλαντ, η οποία θα γινόταν η μεγαλύτερη αντίπαλός της. Παρότι ήταν η ίδια της η αδελφή.

Μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο διήγημα της Δάφνης Ντι Μοριέ, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ στη «Ρεβέκκα» κέντησε ένα ψυχολογικό παιχνίδι που ταλαντεύεται ανάμεσα στον εφιάλτη και το γκροτέσκο.

Στην ταινία, η Τζόαν Φοντέιν υποδύεται μια γυναίκα της οποίας το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ – είναι απλώς «Αυτή» – και παντρεύεται τον Μαξίμ Ντε Γουίντερ (Λόρενς Ολίβιε), έναν αινιγματικό αριστοκράτη τον οποίο τυχαία έσωσε από την αυτοκτονία. Από τη στιγμή που το ζευγάρι εγκαθίσταται στο Manderley στις ακτές της Κορνουάλης, γίνεται αντιληπτό ότι η ζωή του Μαξίμ είναι αρρωστημένα στοιχειωμένη από μια «Αλλη» γυναίκα, την πρώην σύζυγό του, Ρεβέκκα. Η Ρεβέκκα είναι νεκρή, αλλά η παρουσία της εξουσιάζει πέρα για πέρα όχι μόνο τον Μαξίμ αλλά όλη την ατμόσφαιρα της ταινίας.

Πώς πέθανε; Μήπως τη σκότωσε ο ίδιος ο Ντε Γουίντερ; Το σίγουρο πάντως είναι ότι εκείνος δεν μπορεί να ξεφύγει από την ανάμνησή της και όποτε τη θυμάται (δηλαδή διαρκώς), η συμπεριφορά του θυμίζει τρόφιμο ψυχιατρείου. Τότε γιατί «Αυτή» τον παντρεύεται; Προφανώς διότι τον αγαπά. Συμβαίνει όμως το ίδιο και με εκείνον; Οχι. Οχι στην αρχή τουλάχιστον. Ο Μαξίμ την παντρεύεται διότι «Αυτή» τού θυμίζει τη Ρεβέκκα, την οποία, τελικά, μισούσε! «Νόμιζες ότι αγαπούσα τη Ρεβέκκα;» τη ρωτά ο Ντε Γουίντερ σε μια στιγμή εκρηκτικής αποκάλυψης. «Τη ΜΙΣΟΥΣΑ!».

Οπότε «Αυτή» δεν θα πρέπει απλώς να υποκύψει στην αόρατη παρουσία μιας άλλης γυναίκας, της Ρεβέκκα, αλλά να αποδεχθεί το γεγονός ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει η «μετενσάρκωσή» της. Πρέπει να συμφιλιωθεί με τον αφανισμό της ίδιας της προσωπικότητάς της. Κατά συνέπεια, η Φοντέιν έπρεπε να δώσει όλον της τον εαυτό για να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία που είχε ως τίτλο ένα θηλυκό όνομα το οποίο κινούσε τα νήματα της ιστορίας και δεν είχε καμία σχέση με την ίδια!

Ολα αυτά δε, με την κακή ενέργεια της αδελφής της, Ολίβια ντε Χάβιλαντ, να τη στοιχειώνει στην πραγματικότητα! Ποιες ήταν όμως οι δύο αυτές κυρίες, η Τζόαν Φοντέιν και η Ολίβια ντε Χάβιλαντ;

Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ σε σκηνή από την «Κληρονόμο» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, για την οποία έλαβε το δεύτερο χρυσό αγαλματίδιο της καριέρας της. Photo  Collection Christophel-AFP-Visualhellas

Tokyo Story

Κόρες του διαπρεπούς καθηγητή Πανεπιστημίου και δικηγόρου Γουόλτερ Ογκάστους ντε Χάβιλαντ και της ηθοποιού του θεάτρου Λίλιαν Φοντέιν, γεννήθηκαν στο Τόκιο με διαφορά ενός έτους. Η Τζόαν ντε Μποβουάρ ντε Χάβιλαντ γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1917, έναν χρόνο μετά την αδελφή της Ολίβια Μέρι ντε Χάβιλαντ, την 1η Ιουλίου του 1916.

Ονειρο της μητέρας τους ήταν και οι δύο κόρες της να ακολουθήσουν καριέρα ηθοποιού. Μάλιστα η Λίλιαν Φοντέιν επέλεξε για την πρώτη κόρη της το όνομα Ολίβια με έμπνευση από την Ολίβια της «12ης νύχτας» του Σαίξπηρ. Η Ντε Χάβιλαντ ήθελε από την αρχή τη λάμψη της υποκριτικής, η Φοντέιν ίσως όχι στον ίδιο βαθμό.

Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο αδελφές δεν ήταν ποτέ καλές. Λέγεται μάλιστα ότι όταν ήταν εννέα ετών, η Ντε Χάβιλαντ συνέταξε μια… διαθήκη, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων: «Κληροδοτώ όλη την ομορφιά μου στη μικρότερη αδελφή μου Τζόαν, αφού εκείνη δεν έχει καμία».

Οταν οι γονείς τους χώρισαν, η Φοντέιν, αφού πρώτα γεύθηκε για μερικά χρόνια τη ζωή στην Καλιφόρνια μαζί με τη μητέρα της, στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιαπωνία για να ζήσει με τον πατέρα της. Εν τέλει αποφάσισε να γίνει και εκείνη ηθοποιός και για ευνόητους λόγους άλλαξε το όνομά της από Ντε Χάβιλαντ σε Φοντέιν.

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο και των δύο ηθοποιών έγινε το 1935: Το «No Μore Ladies» ήταν η πρώτη ταινία της Φοντέιν, «Alibi Ιke» η παρθενική εμφάνιση της Ντε Χάβιλαντ. Ο ανταγωνισμός τους έγινε πλέον και επαγγελματικός!

Η Τζόαν Φοντέιν και ο Λόρενς Ολίβιε, πρωταγωνιστικό ντουέτο στη «Ρεβέκκα». Photo MPTV via Reuters Connect

Η σκιά της «Ρεβέκκα»

Για να επιστρέψουμε στη «Ρεβέκκα», η Φοντέιν πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές στα γυρίσματα, καθώς τόσο ο Χίτσκοκ όσο και ο Ολίβιε δεν την ήθελαν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκτός από το ότι η Φοντέιν δεν είχε να παρουσιάσει κάτι άξιο λόγου στο έως τότε βιογραφικό της, για συμπρωταγωνίστριά του ο Ολίβιε ήθελε την τότε σύντροφό του, Βίβιαν Λι, και οι πιέσεις που άσκησε ήταν μεγάλες.

Εν τω μεταξύ, ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ που, σε αντίθεση με τον Χίτσκοκ, αντιπαθούσε ως ηθοποιό τον Ολίβιε, είχε άλλα πρόσωπα στο μυαλό του, ένα από τα οποία ήταν η Ολίβια ντε Χάβιλαντ που την είχε εντάξει στο καστ τού «Οσα παίρνει ο άνεμος» (1939) δίπλα στη Σκάρλετ Ο’ Χάρα, που βεβαίως υποδύθηκε η Βίβιαν Λι, κερδίζοντας το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου (η Ντε Χάβιλαντ ήταν υποψήφια για το βραβείο Β’ γυναικείου).

Ομως εκεί υπήρχαν εμπόδια. Εκείνη την εποχή επικρατούσε το «studio system», με τους ηθοποιούς να δίνονται ως δανεικοί από το ένα στούντιο στο άλλο (καθότι ανήκαν διά συμβολαίου σε ένα), ωστόσο η Warner Brothers δεν ήταν συνεργάσιμη στο να δανείσει την Ντε Χάβιλαντ στη United Artists για τη «Ρεβέκκα». Δεν ήταν όμως συνεργάσιμη ούτε η ίδια η Ντε Χάβιλαντ, γιατί το όνομα της αδελφής της, Τζόαν Φοντέιν, ήταν επίσης υπό εξέταση για τον ρόλο!

Βεβαίως, ο έμπειρος Σέλζνικ είχε και άλλα πράγματα στο μυαλό του. Τον απασχολούσε η ιδέα να επαναλάβει το «πείραμα» ενός φρέσκου προσώπου για το Χόλιγουντ, όπως είχε κάνει με τη Βίβιαν Λι στο «Οσα παίρνει ο άνεμος». Ο ίδιος θεώρησε ότι στη Λι δεν ταίριαζε ένας ρόλος στη «Ρεβέκκα», που απαιτούσε συστολή και ντροπαλότητα.

Εν τέλει, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, και αφού δοκιμάστηκαν αρκετές ηθοποιοί για τον ρόλο της δεύτερης κυρίας Ντε Γουίντερς, ο ρόλος δόθηκε στην Τζόαν Φοντέιν. Μάλιστα, οι κακές γλώσσες είπαν πως η Φοντέιν φλέρταρε με τον παραγωγό για να τον κερδίσει. Οποια και αν είναι η αλήθεια, το γεγονός παραμένει: μετά από αυτή την εξέλιξη η σχέση της Φοντέιν με την Ντε Χάβιλαντ θα ψυχραινόταν για μια ολόκληρη ζωή. Η Φοντέιν δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη από ό,τι στη «Ρεβέκκα», για την οποία προτάθηκε για το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου το 1941.

Οσκαρική αντιζηλία

Και αν αυτό προκάλεσε οργή στην Ντε Χάβιλαντ, φανταστείτε τι έγινε έναν χρόνο αργότερα, όταν και οι δύο αδελφές ήταν υποψήφιες για το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου σε διαφορετικές ταινίες. Η μεν Ντε Χάβιλαντ για το δράμα «Ας μην ξημερώσει ποτέ», η δε Φοντέιν για τις «Υποψίες», την ταινία αγωνίας του Χίτσκοκ, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τον Κάρι Γκραντ.

Σε αυτό το φιλμ, μέσα από τον γάμο μιας κληρονόμου (Φοντέιν) με έναν άφραγκο πλεϊμπόι (Γκραντ), ο μετρ του σασπένς επανέρχεται σε ένα από τα πιο αγαπημένα θέματά του, την εμπιστοσύνη στη σχέση ενός ζευγαριού. Η ηρωίδα της Φοντέιν υποψιάζεται ότι ο σύζυγός της θέλει να τη σκοτώσει και οι υποψίες της ενισχύονται από μια σειρά τυχαίων περιστατικών – κλασική η σκηνή στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού, όπου βλέπουμε τον Γκραντ να ανεβαίνει μεταφέροντας σε δίσκο ένα ποτήρι γάλα το οποίο πιθανόν να είναι δηλητηριασμένο…

Στα Οσκαρ του 1942 το βραβείο στην κατηγορία Α’ γυναικείου ρόλου το κέρδισε η Φοντέιν (η μοναδική πρωταγωνίστρια σε ταινία του Χίτσκοκ που το κατάφερε), και αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την Ντε Χάβιλαντ! Οι δύο αδελφές ακολούθησαν παράλληλες πορείες και λέγεται ότι δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Εζησαν αμφότερες για πάρα πολλά χρόνια. Η Φοντέιν έφυγε από τη ζωή το 2013 σε ηλικία 96 ετών, και η Ντε Χάβιλαντ μόλις πριν από πέντε χρόνια, το 2020, στα 104 της!

Αργότερα, βέβαια, χρυσό αγαλματίδιο θα κέρδιζε και η Ντε Χάβιλαντ, και μάλιστα δύο Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Δώσ’ μου πίσω το παιδί μου» (1946) και «Η κληρονόμος» (1949) – οι δυο τους είναι οι μοναδικές αδελφές στην ιστορία του σινεμά που το έχουν πετύχει.

Ωστόσο, δεν θεωρήθηκε ποτέ πραγματικά σπουδαία ηθοποιός, ενώ ακόμα και η αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Every Frenchman Has One», που εκδόθηκε το 1962, ήταν ένα σχετικά άνευρο κείμενο, μέσα από το οποίο προσπαθούσε να υμνήσει τη ζωή των Γάλλων η οποία ανέκαθεν τη γοήτευε.

Για την υποκριτική της Ντε Χάβιλαντ αρκεί να πούμε τούτο: με αφορμή το νουάρ μελόδραμα «Ο μαύρος καθρέφτης» την εποχή που θα έπαιρνε το πρώτο της Οσκαρ, ο κριτικός Τζέιμς Εϊτζι έγραψε: «Υπήρξε για πολύ καιρό μία από τις ομορφότερες γυναίκες στο σινεμά. Τελευταία δεν είναι απλώς πιο όμορφη από ποτέ αλλά έχει αρχίσει να παίζει κιόλας». Γ

ια να είμαστε δίκαιοι, όμως, έπαιξε σε εμβληματικές ταινίες, στις οποίες είχε συμπρωταγωνιστή τον Ερολ Φλιν, φιλμ της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ όπως «Οι περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών» (1938), «Η επέλασις της Ελαφράς Ταξιαρχίας» (1936), «Κάπτεν Μπλαντ» (1935) και «Μοντέρνος Καζανόβας» (1938) – αργότερα μάλιστα ομολόγησε ότι υπήρξε ερωτευμένη με τον Φλιν.