Με οδηγεί στο καμαρίνι του. Ενας μικρός καναπές. Ενας καλόγερος όπου έχει προσεκτικά κρεμασμένα τα ρούχα που θα τον μεταμορφώσουν στον δόκτορα Γκίβινγκς, στον ήρωα της αμερικανίδας συγγραφέως Σάρα Ρουλ.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί την παράσταση «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή» στο Θέατρο Βρετάνια, ενσαρκώνοντας αυτόν τον συγκρατημένο γιατρό που ζει στη βικτωριανή Νέα Υόρκη και ο οποίος με αγνές προθέσεις ειδικεύεται σε αυτό που τότε αποκαλούσαν θεραπεία της «υστερίας» των γυναικών, χρησιμοποιώντας στην αυγή του ηλεκτρισμού – όσο απίστευτο και αν ακούγεται – μία νέα, εκπληκτική και πρωτοπόρα συσκευή: τον ηλεκτρικό δονητή.

Στο λιτό τραπέζι μπροστά στον καθρέφτη του καμαρινιού του ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει ακουμπήσει ελάχιστα αντικείμενα, προσεκτικά τακτοποιημένα: μία μικρή πούδρα, μία χτένα, το κείμενο της παράστασης. Η αταξία δεν μοιάζει να τον αντιπροσωπεύει. «Σας αρέσει να τακτοποιείτε τα πράγματα» παρατηρώ. «Ο,τι μπορεί να τακτοποιηθεί» απαντά χαμογελώντας. Δηλωμένος ορθολογιστής, στην πρώτη επαφή τουλάχιστον, δίνει την εντύπωση του ανθρώπου που όσο προσεκτικά τακτοποιεί τα αντικείμενα στο καμαρίνι του, τακτοποιεί τις σκέψεις του, τη ζωή του.

«Μου λέτε μάλλον ευγενικά ότι δίνω την εντύπωση ρομπότ» λέει περιπαικτικά, όταν το αναφέρω. «Αλλά σας βεβαιώ ότι δεν είμαι. Στην ηλικία άλλωστε που βρίσκομαι – είμαι 54 ετών – και με την εργασία την οποία ασκώ, δεν μπορεί κανείς να μην έχει περάσει από όλων των ειδών τις κρίσεις: επαγγελματικές, δημιουργικές, οικονομικές, υπαρξιακές. Απλώς σε έναν βαθμό για εμένα ήταν όλες ελέγξιμες».

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει μια ακριβή πορεία στο θέατρο. Μοιάζει να ήξερε σχεδόν από πάντα πού θέλει να τον οδηγήσει ο δρόμος του. Από παιδί γνώριζε ότι θα γίνει ηθοποιός. Εισήχθη στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στα 26 του ήταν ήδη γνωστός στο πανελλήνιο χωρίς να πέσει στην παγίδα του περίφημου διαχωρισμού μεταξύ popular και ποιοτικού, ο οποίος «μεσουρανούσε» τότε, ούτε να «μπουρδουκλωθεί» στην εικόνα τού ζεν πρεμιέ που προδίκαζε το φιζίκ του.

Απενοχοποιημένα mainstream, δεν έκρυψε ποτέ ότι τον ενδιαφέρει το πλατύ κοινό, δικαιώνοντας την ίδια στιγμή το καλό ελληνικό θέατρο, αποτελώντας έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς και, όπως αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια, και σκηνοθέτες της γενιάς του. «Θυμάμαι πήγαινα στο Λονδίνο, έβλεπα παραστάσεις και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί στην Ελλάδα ήταν ταμπού να δημιουργήσεις μία παράσταση που να αποτελεί καλλιτεχνικό προϊόν και την ίδια στιγμή να απευθύνεται και στον πολύ κόσμο» θα πει. «Νομίζω το καλλιτεχνικό μου στίγμα και ως ηθοποιού και ως σκηνοθέτη είναι τα πράγματα που δημιουργώ να έχουν μία αξία και την ίδια στιγμή να μπορούν να διαπεράσουν ένα ευρύ κοινό. Τουλάχιστον αυτό προσπαθώ».

Παράλληλα, υπήρξαν φορές που δεν δίστασε να κλείσει με έναν τρόπο το μάτι στη σοβαροφάνειά μας, αν και μάλλον δεν ήταν διόλου αυτή η πρόθεσή του
– «γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος;» θα πει σε μία αποστροφή του λόγου του – όταν το 2006, για παράδειγμα, δεν δίστασε να παρουσιάσει το «Survivor Ελλάδα – Τουρκία» στις αθώες τότε εποχές του συγκεκριμένου reality ή πριν από έναν χρόνο το παιχνίδι «Οι Προδότες».

«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς να κάνεις στο θέατρο το «Festen» και την ίδια στιγμή το «Survivor» θυμάμαι μου είχε πει ένας φίλος εκείνη την εποχή» αναφέρει. «Το θέμα είναι με έναν τρόπο να λειτουργούν τα πράγματα μέσα σου. Μπορώ να με βλέπω και στα δύο, όχι με τον ίδιο τρόπο, όχι στον ίδιο βαθμό. Πάντως δεν κάνω ποτέ κάτι που δεν το πιστεύω. Και το κίνητρό μου δεν είναι ποτέ αποκλειστικά μόνο το οικονομικό. Και δισεκατομμυριούχος να ήμουν, θα το έκανα το «Survivor» εκείνη την εποχή. Ηταν κάτι που το ήθελα» καταλήγει.

Θέατρο επί 2

Oμως βρισκόμαστε εδώ για να μιλήσουμε για θέατρο. Ο ίδιος σκηνοθετεί την παράσταση «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή» της Σάρα Ρουλ και την ίδια στιγμή ανεβαίνει στη σκηνή μαζί με τους Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Δημήτρη Σαμόλη, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Δημήτρη Δεγαΐτη, Ελευθερία Μπενοβία και Δανάη Ομορεγκιέ-Νεάνθη. Δεν υπολόγιζε εφέτος να παίξει θέατρο. Τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς «Ο γιατρός» στην οποία πρωταγωνιστεί ήταν ήδη πολύ απαιτητικά.

Το ατύχημα, όμως, του Ακη Σακελλαρίου ήταν αυτό που τον έφερε με έναν τρόπο υποχρεωτικά μπροστά στους προβολείς. Υποδύεται λοιπόν τον δόκτορα Γκίβινγκς σε αυτό το ιδιότυπο έργο της Ρουλ, που μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως μία δραματική κωμωδία, πραγματευόμενο θέματα από τη γυναικεία σεξουαλικότητα μέχρι τον θηλασμό, αλλά και την άγνοια των ανθρώπων για την ίδια τη φύση τους.

«Το δύσκολο κομμάτι όταν λειτουργείς ως σκηνοθέτης είναι να βρεις το έργο, να το διαλέξεις, να πεις μία ιστορία που να σε αφορά» αναφέρει. «Ναι, σίγουρα το συγκεκριμένο αποτελεί μία ασυνήθιστη επιλογή, και αυτό το μετρώ στα συν του. Διηγείται μία ιστορία που δεν μπορείς να φανταστείς ότι ισχύει, και όμως υπήρξε πραγματικότητα. Αναφέρεται στην εφεύρεση του ηλεκτρικού δονητή στην αυγή του ηλεκτρισμού. Πράγματι οι άνδρες εκείνη την εποχή πήγαιναν τις γυναίκες τους στον γιατρό για να τις θεραπεύσει από την «υστερία», μία υποτιθέμενη ασθένεια, με τον γιατρό να τους προκαλεί αυτό που τότε ονόμαζαν ευτυχισμένους παροξυσμούς (ή, όπως τους ξέρουμε σήμερα, οργασμούς). Είναι απίστευτο να μπορέσεις να συλλάβεις ότι πριν από 150 χρόνια η γυναικεία ηδονή στις βικτωριανές κοινωνίες δεν ήταν μέρος της σεξουαλικής πράξης του ζευγαριού, αλλά θεραπεία. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει στο σημείωμά της η συγγραφέας: «Τα πράγματα που φαίνονται απίστευτα παράξενα είναι όλα αληθινά και εκείνα που φαίνονται συνηθισμένα είναι όλα δική μου επινόηση»».

Εργο εξωστρεφές και με κωμική πλευρά, την ίδια στιγμή μοιάζει βαθιά συγκινητικό, προβάλλοντας στο τέλος ότι η σεξουαλική πληρότητα δεν έρχεται απλά από έναν διακόπτη που μπορείς να πατήσεις, όσο θαυματουργή και αν είναι η μηχανή που ενεργοποιείς. «Ημουν πολύ περίεργος για το πώς θα λειτουργήσει αυτό το έργο στο κοινό. Θα αισθανθούν αμηχανία; Θα γελάσουν; Θα δυσαρεστηθούν; Θα σοκαριστούν; Γιατί πράγματι είναι περίεργο να παρακολουθείς οργασμούς επί σκηνής, πολύ περισσότερο σε κυρίες που φορούν φουρό και μεσοφόρια» αναφέρει.

«Μέχρι στιγμής βλέπω ότι έχουμε κερδίσει το στοίχημα. Το αντιλαμβάνομαι από το πώς γελούν οι θεατές στα κωμικά σημεία και από το πώς αντιλαμβάνονται μέσα σε σιωπή τα σημεία που είναι συγκινητικά, πιο σοβαρά ή δραματικά. Πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για μία εποχή που οι άνθρωποι ήξεραν περισσότερα για την αφρικανική ήπειρο από ό,τι για το σώμα τους. Κι όμως, έμοιαζαν να είναι γεμάτοι βεβαιότητες, ζώντας στην ακμή μιας τεχνολογικής επανάστασης όπου κάθε ερώτημα έμοιαζε να βρίσκει απάντηση. Και αυτή η ιστορία λειτουργεί σαν ένα ωραίο καθρέφτισμα για τη δική μας εποχή, την οποία αισθανόμαστε το ίδιο τεχνολογικά επαναστατική, ίσως, με τη δική τους, θεωρώντας και εμείς ότι έχουμε όλη τη γνώση του πλανήτη στην παλάμη μας. Πόσα όμως πράγματα συνεχίζουμε να αγνοούμε σήμερα, όπως ακριβώς και εκείνοι; Νομίζω το πιο ανεξερεύνητο τοπίο από όλα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».

Το μυστήριο της ανθρώπινης συνύπαρξης πραγματεύεται και η παράσταση «The Humans» που σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Μουσούρη. Πρόκειται για το βραβευμένο με Tony Award έργο του Στίβεν Κάραμ, με την υπόθεση να εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Ημέρας των Ευχαριστιών, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής της οικογένειας Μπλέικ, με πρωταγωνιστές τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, τη Θέμιδα Μπαζάκα, την Ειρήνη Μακρή, τη Μαρία Πετεβή, τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη και φυσικά την Ξένια Καλογεροπούλου.

«Το έχω ξαναπεί, το «Humans» φέρει κάτι από τον τρόπο με τον οποίο θα έγραφε ο Τσέχοφ θέατρο εάν ζούσε στον 21ο αιώνα» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. «Οι διάλογοι είναι απλοί. Πρόκειται για μια ωδή στον συνηθισμένο άνθρωπο και τα αδιέξοδά του. Είναι ένα έργο που μιλάει για τα χρήματα, το γήρας, την ασθένεια, την αποτυχία, την αγάπη, τον έρωτα, την οικογένεια, κουβαλώντας και μία κωμική πλευρά. Μιλάει ουσιαστικά για τον μέσο δυτικό άνθρωπο, όποιος μπορεί να ζει στην Τσάιναταουν της Νέας Υόρκης, αλλά και σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη. Δεν είναι φτωχός, ούτε πλούσιος. Σκιαγραφεί, για παράδειγμα, αυτή τη γενιά των 60άρηδων οι οποίοι βλέπουν σήμερα τη ζωή να τους προσπερνά, με τον πιτσιρικά που προσέλαβε η εταιρεία τους να αμείβεται τρεις φορές πιο πάνω από εκείνους. Λέει μία χαρακτηριστική φράση κάποια στιγμή ο πατέρας της οικογένειας: «Δεν θα έπρεπε να κοστίζει λιγότερο το να είσαι ζωντανός;». Πέρασε μία σκέψη προχθές από το μυαλό μου: Τι θα ψήφιζαν τα μέλη της οικογένειας Μπλέικ στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές; Αναρωτιέμαι…».

Πολιτική, λοιπόν. Ενα αγαπημένο του κεφάλαιο. Ο ίδιος είναι από τους ηθοποιούς που δεν έχει διστάσει να εκφέρει την άποψή του, με όποιο κόστος. Τον Απρίλιο του 2009 υπέγραψε την ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος Δράση του Στέφανου Μάνου και ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ίδιο κόμμα. Το 2014 δήλωσε τη στήριξή του στο Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, ενώ το 2019 τοποθετήθηκε στην τελευταία τιμητική θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας.

Στον χώρο της τέχνης, όπου παραδοσιακά η Αριστερά ηγεμονεύει, δεν ένιωσε ποτέ μαύρο πρόβατο; «Ενιωθα πάντα άσπρο πρόβατο» λέει γελώντας. «Σίγουρα υπήρξαν φορές που κάποιοι φίλοι ή συνεργάτες μπορεί να με κοιτούσαν περίεργα επειδή εξέφραζα κάποιες θέσεις με τις οποίες διαφωνούσαν. Δεν διεκδικώ, όμως, κανένα αλάθητο. Ο ίδιος, μάλιστα, προέρχομαι από ένα κεντροαριστερό σπίτι. Η μητέρα μου πήγαινε στις εκδηλώσεις του ΚΚΕ Εσωτερικού, έχω ακούσει τον Λεωνίδα Κύρκο να παίζει φυσαρμόνικα. Στο οικογενειακό μου περιβάλλον υπήρχαν άνθρωποι ιδεολόγοι που ήταν αριστεροί «before it was cool»».

«Πληρώσατε, όμως, ειδικά την εποχή των μνημονίων, τις δημόσιες θέσεις που εκφράζατε;» θα επιμείνω. «Πρακτικά όχι. Θέλω να πω, δεν υπήρξε κάποια επίπτωση στην επαγγελματική μου πορεία. Ψυχικά, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις, ναι, το πλήρωσα. Δεν αρνούμαι ότι κατά καιρούς είχα παρατηρήσει μια εχθροπάθεια απέναντί μου. Προσωπικά, δεν με πειράζει κάποιος να διαφωνεί με τις απόψεις μου. Ισα-ίσα, αυτό μπορεί να προάγει μία συζήτηση και να καταλήξουμε ακόμα και σε μία σύνθεση απόψεων. Αυτό που είναι ψυχικά επαχθές είναι όταν σου αποδίδονται διαφορετικά κίνητρα από τα αληθινά σου. Μιλώ κυρίως για τις επιθέσεις στο σκοτάδι της ανωνυμίας του Διαδικτύου, εκεί όπου μπορεί ο καθείς να εκφραστεί όπως θέλει, να βγάλει τον οχετό του. Στην ουσία αυτό μοιάζει με τον τρόπο με τον οποίο πετάνε βόμβες τα πολεμικά αεροπλάνα σε κατοικημένες περιοχές. Πετώντας πάνω από τα σύννεφα, βλέποντας έναν στόχο σε έναν χάρτη, ξεχνώντας εντελώς το γεγονός ότι κάτω από τα σύννεφα, εκεί που θα φτάσει η βόμβα, υπάρχουν σπίτια και οικογένειες».

Επιστρέφουµε στο θέατρο. Τον ρωτώ εάν τον ενδιαφέρει η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, καθώς δηµοσιεύθηκε η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την πλήρωση του πόστου. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που τον θεωρούν τον πλέον κατάλληλο, χάρη στην πορεία του, τις ικανότητές του και το οργανωτικό του πνεύμα.

«Δεν έχω υποβάλει πάντως υποψηφιότητα» λέει γελώντας. «Πρόκειται για μία θέση που απαιτεί πλήρη αφοσίωση. Και εγώ θέλω να μπαίνω ολόκληρος στα πράγματα. Εάν με ρωτάτε, αυτή τη στιγμή, πιο πολύ με απασχολούν τα επόμενα θεατρικά έργα που θέλω να ανεβάσω, παρά να αναλάβω μία τέτοια ευθύνη. Αλλωστε, δεν το βλέπω σαν κάποιο είδος επαγγελματικής καταξίωσης, με την έννοια ότι δεν πρέπει κανείς να περιμένει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο για να αποδείξει ποιος είναι».

Αρα, το μόνο που τον απασχολεί είναι να παίζει και να σκηνοθετεί έργα; «Οχι, δεν είμαι ταγμένος, με τον τρόπο που βλέπω φίλους ή άλλους παλαιότερους συναδέλφους στο θέατρο. Κάποια στιγμή, το 2004, θυμάμαι, είχα παίξει τον Ιππόλυτο στην Επίδαυρο, είχα κάνει τον Αμλετ στο Εθνικό και για πρώτη φορά αναρωτήθηκα: «Αυτό ήταν; Δεν θα μάθω τίποτα άλλο;». Και αυτή η αίσθηση με κυνηγάει κάθε τόσο, γιατί με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το τι συμβαίνει στον κόσμο, οι εξελίξεις στην κοινωνία, στην τεχνολογία παρά το ίδιο το θέατρο. Δηλαδή, δεν θα με δείτε να διαβάζω τόσο θεατρικά έργα στο σπίτι μου ή θεατρικές κριτικές παραστάσεων. Πιο πολύ θα διαβάσω άρθρα, βιβλία, για να καταλάβω τι συμβαίνει γύρω μου».

Αρα, το θέατρο δεν είναι ψυχοθεραπεία για εκείνον; «Οχι» απαντά. «Οταν χρειάζομαι τέτοιου είδους θεραπεία, θα πάω στον ειδικό, δεν θα λύσω τα ζητήματά μου στην πρόβα. Ζούμε σε μια εποχή τόσο πολύπλοκη σε σχέση με άλλες δεκαετίες. Η δύναμη μίας μεταφυσικής πίστης που μας καθόριζε τον δρόμο μειώνεται, οι συνθήκες της ζωής αλλάζουν. Θεωρώ χρήσιμο να κοιτάμε στα μάτια τις ψυχικές μας δυσκολίες. Το έχω πει και παλαιότερα: η κατάθλιψη είναι ασθένεια του σώματος και αντιμετωπίζεται με θεραπεία. Εχω περάσει από αυτό το στάδιο και μίλησα δημόσια, ακριβώς γιατί παραμένει ταμπού μέχρι σήμερα το να αναζητήσεις βοήθεια. Πραγματικά δεν αντέχεις να βλέπεις ανθρώπους να πέφτουν από το μπαλκόνι γιατί ντρέπονται να μιλήσουν».

Η κρίση ηλικίας, όπως ομολογεί, του χτύπησε την πόρτα στα 40. «Νομίζω ο στίχος του Ρίτσου για τον χρόνο τα εμπεριέχει όλα: «Κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου)». Η μεγαλύτερη δυσκολία στο να μεγαλώνεις είναι ότι στην πραγματικότητα δεν μεγαλώνεις. Και έτσι σου φαίνεται περίεργο το είδωλο που αντικρίζεις μπροστά σου στον καθρέφτη» αναφέρει.

Οσο για τον έρωτα, μεγαλώνοντας, τον απομυθοποιεί; «Αυτό που βρίσκω γοητευτικό είναι όχι αυτό που λέμε «fall in love», αλλά το «stay in love». Θαυμάζω πολύ τα ζευγάρια που μένουν επί δεκαετίες μαζί, όταν φυσικά η σχέση τους είναι λειτουργική. Εχει μία αξία να πεις: «Με αυτόν τον άνθρωπο θα γεράσω μαζί». Βέβαια, και το να χωρίζεις έχει μια γενναιότητα, αλλά την ίδια στιγμή είναι μια πράξη αποφυγής. Εχω κάνει 3-4 μακροχρόνιες σχέσεις στη ζωή μου, αλλά τελικά αυτά τα διαστήματα δεν ήταν τόσο μεγάλα.

Ξέρω ζευγάρια φίλων που είναι 25 χρόνια μαζί. Μου αρέσει να παρακολουθώ τις πορείες τους. Με ευχαριστεί όταν τους συναντώ. Εισπράττω μια ζεστασιά. Ο έρωτας τελικά δεν είναι και τίποτα. Το να μπορείς να «καταθέτεις» έχει σημασία. Γιατί όλοι μπορούν να ερωτευτούν. Οι ψηλοί, οι κοντοί, οι όμορφοι, οι άσχημοι, οι έξυπνοι, οι χαζοί. Πότε όμως θα δημιουργηθεί μια σχέση επί της ουσίας; Νομίζω χρειάζεται και κάποιο είδος ταλέντου. Φαίνεται ότι δεν το διέθετα μέχρι στιγμής. Και βγάζω το καπέλο σε εκείνους που το διαθέτουν».

INFO «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή»: Θέατρο Βρετάνια (Πανεπιστημίου 7, Αθήνα), από Πέμπτη έως Κυριακή.

«Τhe Humans»: Θέατρο Μουσούρη (Πλατεία Καρύτση, Αθήνα), από Τετάρτη έως Κυριακή.