Οι μουσικές του θα αποτελούν πάντα το ηχητικό αποτύπωμα μιας ολόκληρης γενιάς που ενηλικιώθηκε από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική αναδεικνύει όχι μόνο τη βαθιά πολυσχιδή φύση του, αλλά και τη διαχρονική δύναμη των τεχνών με τις οποίες εκφράζεται με μεγάλη αφοσίωση.
Στους Δελφούς, στο ιστορικό Παβιγιόν Πικιώνη, ο Κωνσταντίνος Βήτα παρουσιάζει την έκθεση «Ο Χώρος και η Μνήμη» (29-30/7), όπου συναντιούνται και συνομιλούν δημιουργικά οι δύο βασικές του ιδιότητες: του μουσικού και του εικαστικού καλλιτέχνη. Η έκθεση, σε επιμέλεια Κίκας Κυριακάκου, καλλιτεχνικής διευθύντριας του PCAI, αντλεί αφορμή από έντεκα ποιήματα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου και συνδυάζει έργα (λάδια, ακρυλικά, μολύβι) με ζωντανό ηλεκτρονικό ήχο. Ο Κωνσταντίνος Βήτα εξερευνά τη σχέση ανθρώπου και τόπου, παρόντος και μνήμης, δημιουργώντας μια βιωματική εμπειρία τέχνης μέσα στο φυσικό και αρχιτεκτονικό τοπίο των Δελφών, συνομιλώντας με το παρελθόν, όπως το οραματίστηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος και το συμπεριέλαβε ο θεσμός «Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» στον φετινό, κεντρικό θεματικό του άξονα με τίτλο «Η πρόσληψη του παρελθόντος – Η σήμερον ως αύριον και ως χθες».
Αυτή η ενότητα έργων ήταν μια εσωτερική ανάγκη να αποτυπώσετε συγκεκριμένες αναμνήσεις ή μια προσπάθεια να ανασυνθέσετε έναν ενιαίο εσωτερικό χάρτη;
«Μέσα από αυτή την πρόταση για το περίπτερο Πικιώνη ήρθα ξανά κοντά με τον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, έναν αγαπημένο ποιητή της εφηβείας μου. Ξαναδιάβασα τον “Δύσκολο Θάνατο” και επέλεξα κάποια συγκεκριμένα ποιήματα για να μπορέσω να δουλέψω ζωγραφικά. Αυτή την ενότητα που προέκυψε δεν θα την έλεγα ανασύνθεση, στόχος μου δεν ήταν να αναδημιουργήσω κάτι συγκεκριμένο από το παρελθόν. Δεν ήθελα να ανασύρω αναμνήσεις ή να μπλέξω με τον κόσμο όπως ήταν πριν.
Γενικά, μέσα από τη ζωγραφική δεν θέλω να αναπαραστήσω τον κόσμο όπως τον βλέπει ο καθένας μας. Αυτή η ζωγραφική ενότητα δημιουργήθηκε τώρα και μέσα από τα ποιήματα ήθελα να συνομιλήσω με το βαθύτερο νόημά τους, αλλά και με τη φύση, τους ανθρώπους και τον εαυτό μου. Κάθε πίνακας εδώ νομίζω είναι μια ερμηνεία και όχι μια καταγραφή τού τι ήταν, αλλά του τι θα μπορούσε να είναι. Ζωγραφίζω γιατί θέλω να μιλήσω με την καρδιά μου. Η ενότητα προκύπτει όταν καταλάβεις πως κάθε πίνακας είναι μέρος μιας αναζήτησης για την αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Η αλήθεια είναι σαν την πίστη και η πίστη είναι αυτή που αντέχει στον χρόνο».

Εκκοκκιστήρια Β’, λεπτομέρεια, 2025 (λάδι σε καμβά)
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί στην ποίηση του Ασλάνογλου;
«Οταν η Κίκα Κυριακάκου, η επιμελήτρια της έκθεσης, με προσέγγισε για να φτιάξω κάτι σε σχέση με το θέμα που είχε φέτος ο θεσμός “Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός” για τη μνήμη, τότε σκέφτηκα τα ποιήματα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Είναι ένας υπαρξιακός ποιητής που αναδεικνύει την ανυπαρξία της επικοινωνίας, ένας ποιητής που βρίσκεται στην κατάσταση μιας διαρκούς απομάκρυνσης και ταυτόχρονα μιας υπέρλαμπρης αυτογνωσίας και παρατήρησης του κόσμου. Τα ποιήματά του θυμίζουν έντονα τα φιλμ του Αντονιόνι. Είναι ένας ποιητής που πολλές φορές επιστρέφω και τον μελετώ, έχω μεγαλώσει με τα ποιήματά του, μου έχει κρατήσει συντροφιά στη ζωή μου και έτσι διάλεξα έντεκα ποιήματα που πιστεύω πως πραγματεύονται τη μνήμη με έναν δικό του τρόπο. Ενιωσα χαρά που θα μπορούσα να μπω μέσα στα ποιήματά του και να μεταφέρω εικόνες από τον κόσμο του.
Τα συγκεκριμένα ποιήματα που επέλεξα προκάλεσαν μέσα μου μια ισχυρή εικαστική αντίδραση. Η ποίησή του έχει αναφορές στην απώλεια, στο έλλειμμα της αγάπης, πολλές φορές βρίσκεται σε ένα σκληρό αμοραλιστικό τοπίο, ένα περιβάλλον ηθικής σύγχυσης, παρακμής και ατελείωτης μοναξιάς. Ολα αυτά μπορούν να μεταφράσουν την ποίησή του σε έργα που εξετάζουν την ανθρώπινη μορφή με μια αφηρημένη, αλλοιωμένη διάσταση. Η ποίησή του δημιουργεί εικόνες. Επίσης θα ήθελα να κάνω εδώ μια αναφορά στο φιλμ του Γιώργου Κόρρα, τον “Λιποτάκτη”, μια ιδιαίτερη ταινία που το σενάριό της, για εμένα προσωπικά, έχει κάποια στοιχεία από την ποίηση του Ασλάνογλου».
Οι ανθρώπινες μορφές,τα ζώα, τα τοπία στα έργα σας μοιάζουν να λειτουργούνόχιμε αφηγηματικό τρόπο, αλλά ως σημεία ενός συναισθηματικού τοπίου. Πώς τα προσεγγίζετε στη ζωγραφική σας;
«Αντιλαμβάνομαι τις ανθρώπινες μορφές, τα ζώα και τα τοπία όχι ως αφηγηματικά τοπία αλλά σαν σύμβολα της πνευματικής μου αναζήτησης. Από νέος, γενικά, ήμουν λίγο ντεμοντέ στις ιδέες μου και πιστεύω πως η τέχνη πρέπει να ανοίγει νέες διαστάσεις στην αντίληψη. Ζωγραφίζω με λάδια γιατί είναι ελαστικά αλλά και επιθετικά, μπορώ να τα σβήνω, να τα ξαναδουλεύω και να έχω την αίσθηση του απρόβλεπτου.
Η φιγούρα, αλλά ακόμα και ένα ζώο, είναι για εμένα μια συναισθηματική κατάσταση, με ενδιαφέρει ο χώρος γύρω από τη φιγούρα, τον βλέπω σαν μια κατασκευή για να παγιδεύσω το σώμα και να αποδώσω την αντίστοιχη κατά κάποιον τρόπο ένταση, κάθε φορά με ενδιαφέρει, θα έλεγα, ο ψυχολογικός χώρος».

Στα μάτια του ζώου, 2025 (σχέδιο με μολύβι)
Σε μια εποχή ταχύτητας, τα έργα σας καλούν σε μια βαθιά ενδοσκόπηση και αργή παρατήρηση. Τι ρόλο αποδίδετε στη σιωπή, στη στατικότητα και στη φθορά μέσα στη ζωγραφική σας;
«Είναι στοιχεία που εκφράζουν την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Νιώθω πως η ζωγραφική μου δεν θέλει τόσο πολύ να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα αλλά ζητεί την έκθεση αυτής της σιωπηλής διαδικασίας τού πώς βιώνεις τη ζωή. Η ταχύτητα που έχει η σύγχρονη ζωή μάς εμποδίζει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας. Αγαπώ τη ζωγραφική γιατί μέσα από τη στατικότητα αποκαλύπτεται κάτι βαθύτερο από την επιφανειακή κίνηση.
Οσο για τη φθορά που αναφέρετε, μέσα από αυτή αναδύεται η αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης, του ανθρώπινου πόνου. Πάντα όταν κοιτάζω έναν πίνακα προσπαθώ να κάνω ένα ταξίδι μέσα στον εαυτό μου, αλλά αυτό δεν είναι πάντα ο κανόνας. Πάντα θυμάμαι την πρόθεση του Μαρκ Ρόθκο οι θεατές να βυθίζονται στα χρώματα και να συλλογίζονται τα συναισθήματα που αυτά προκαλούν. Μου έχει μείνει αυτό από παλιά κάθε φορά που κοιτάζω έναν πίνακα, τα χρώματά του. Την τελευταία φορά που μου συνέβη ήταν όταν κοίταξα έναν πίνακα του Μπουζιάνη».
Πώς προέκυψε η ανάγκη σας να στραφείτε προς τη ζωγραφική ως μέσο έκφρασης;
«Θυμάμαι πως ήμουν σε αναζήτηση ενός τρόπου να εκφράσω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, έφυγα στη Μελβούρνη, μια και ήμουν αυστραλός υπήκοος, και εκεί βρήκα τη σχολή μου. Παρ’ όλο που δεν άντεχα το περιβάλλον και την εκπαίδευση, προσπάθησα να πάρω ό,τι μπορούσα. Είχα έναν φίλο μου και πηγαίναμε συνέχεια σε εκθέσεις. Αυτό με βοήθησε, μου άρεσε να παρατηρώ τους πίνακες.
Πέρασα άπειρες ώρες στην Εθνική Πινακοθήκη της Μελβούρνης, γιατί έμενα κοντά τότε. Ηταν μια εποχή που άρχισα να καταλαβαίνω την επιφανειακή φύση της κοινωνίας και των σχέσεών της και εκεί συνειδητοποίησα ότι μόνο μέσα από την τέχνη θα μπορούσα να επικοινωνήσω με την αλήθεια αλλά και με τις εσωτερικές μου αντιφάσεις. Πίστευα πως μέσα από την τέχνη θα μπορούσα να απελευθερωθώ από τις συμβάσεις της κοινωνίας, ήμουν νέος, ξέρετε πώς είναι αυτά τα ερωτήματα… Ισως ήταν ένα ρίσκο για να αναμετρηθώ με το άγνωστο… Η ζωή στην πορεία τα αλλάζει όλα, τα πράγματα γίνονται σαν εκείνη τη νύχτα που ξεκινάει η ταινία του Γκασπάρ Νοέ “Μη αναστρέψιμος”».
INFO
«Ο Χώρος και η Μνήµη»: Παγκόσµιο Κέντρο Κυκλικής Οικονοµίας και Πολιτισµού (Πρώην Παβιγιόν Πικιώνη), Δελφοί, στις 29 και 30 Ιουλίου.






