Στις 25 Ιανουαρίου 2025, ο Ρούντιγκερ Κοχ, ένας 59χρονος γερμανός αεροναυπηγός, γιόρταζε με ένα ποτήρι σαμπάνια και ένα πούρο την κατάκτηση του ρεκόρ Γκίνες. Διαμένοντας επί 120 ημέρες σε μια κάψουλα 30 τ.μ. σε βάθος 11 μέτρων στα ανοιχτά του Παναμά, είχε μόλις γίνει ο άνθρωπος που είχε ζήσει το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από κάθε άλλον κάτω από τη θάλασσα, σε περιβάλλον χωρίς αποσυμπίεση.

Περιορισμένο, οπωσδήποτε, αλλά όχι χωρίς ανέσεις, το κονάκι του Κοχ διέθετε τουαλέτα, τηλεόραση, υπολογιστή, Διαδίκτυο, στατικό ποδήλατο για να ασκείται και πρόσβαση από μια υπερθαλάσσια δομή επενδεδυμένη με ηλιακούς συλλέκτες που του εξασφάλιζαν ενέργεια.

«Είναι ωραία όταν όλα ησυχάζουν, νυχτώνει και η θάλασσα λάμπει» δήλωνε στον «Guardian», συνιστώντας την εμπειρία. Θα ήταν βέβαια παράξενο να μην τη συνιστά, αφού ο Ρούντιγκερ Κοχ δεν είναι τυχαίος αθλητής των βυθών, αλλά ένας από τους ιδρυτές της εταιρείας Ocean Builders που κατασκεύασε την κατοικία του.

Από κοινού με τους άλλους δύο, τον αμερικανό προγραμματιστή και πρώιμο επενδυτή του Bitcon Τσαντ Ελουαρτόουσκι και τον καναδό επιχειρηματία του τεχνολογικού τομέα Γκραντ Ρόμαντ, εντάσσονται σε ένα «κίνημα» επενδυτών, μηχανικών, ουτοπιστών ανά τον κόσμο, που έχουν ως στόχο ούτε λίγο ούτε πολύ την προώθηση του εποικισμού της θάλασσας – με το αζημίωτο, εννοείται.

Δραστηριοποιούμενη από το 2019 σε «προωθημένες οικολογικές στεγαστικές λύσεις», όπως το θέτει η ίδια η εταιρεία, η Ocean Builders υλοποιεί εδώ και έξι χρόνια ένα πρόγραμμα πειραματικών οικιών πολυτελείας. Προσφέρεται σε εκδοχές ξηράς και θάλασσας, όμως η έμφασή της είναι στις τρεις κατοικίες SeaPod Alpha στη Λίντον Μπέι Μarina του Παναμά. Σχεδιασμένες από την ολλανδική αρχιτεκτονική εταιρεία Waterstudio, θυμίζουν από μακριά μανιτάρια που ξεπροβάλλουν από το νερό. «Θέλαμε κάτι που να μοιάζει πολύ φουτουριστικό, καθαρό και ρέον» έλεγε τον Ιούνιο του 2020 ο 53χρονος Ρόμαντ στον Ολιβερ Γουέινραϊτ του «Guardian», όταν βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της μακέτας: «Δεν θέλω να υπάρχει ούτε μία ορθή γωνία, είναι κακό φενγκ σούι».

Πέντε χρόνια αργότερα, έχει μετακομίσει στα 85 τετραγωνικά του SeaPod Alpha Blue, το οποίο πρακτικά δεν αποχωρίζεται ποτέ. Με θέα 360 μοιρών στην Καραϊβική, πλείστα όσα δείγματα έξυπνης επίπλωσης και το απαλό λίκνισμα του κύματος, γιατί να θέλει να το κάνει;

«Το να ζεις στην ξηρά είναι σαν να ζεις σε γκέτο» έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου στον Μαρκ Γιαρμ των «New York Times» τον περασμένο Απρίλιο. Αλλωστε, το διαφημιστικό βάρος της εταιρείας το είχε αναλάβει ο Κοχ, θαυμάζοντας επί τέσσερις μήνες τις σαρδέλες να κολυμπούν έξω από το φινιστρίνι του στο SeaPod Alpha Deep, ένα μίλι πιο μακριά. Εκείνος, στο μεταξύ, δοκίμαζε κάτι πολύ πιο θελκτικό – την παράδοση φαγητού από την ακτή μέσω drone. Εφόσον αποδειχθεί εφικτή, μια τέτοια υπηρεσία εφοδιασμού θα αναβαθμίσει τις δυνατότητες των οικιών.

Γιατί, παρά τις διαμαρτυρίες του Κοχ στον Γιαρμ («δεν πρόκειται για βλακείες δισεκατομμυριούχων») και τις αρχικές εκτιμήσεις της εταιρείας για ένα κόστος 200.000-800.000 δολαρίων, το τρέχον τίμημα απευθύνεται σε ειδική πελατεία: με τα πρώτα SeaPods να έχουν στοιχίσει 6 εκατομμύρια και την ελπίδα κάποτε να πέσουν στα 1,2 εκατ. δολάρια, δεν μπορείς να εποικίσεις τη θάλασσα.

Ως προς αυτό, πρέπει να σκεφτεί κανείς και τον ανταγωνισμό. Ο Ιλον Μασκ, ας πούμε, θέλει να πάει στον Αρη, o Μπράιαν Τζόνσον θέλει να ζήσει για πάντα· σε έναν κόσμο όπου κανείς βομβαρδίζεται με πληθώρα μεγαλεπήβολων σχεδίων για το μέλλον, τα οποία μάλιστα μοιάζουν εξίσου άπιαστα όνειρα, γιατί η ιδέα της τριανδρίας να μην προκαλεί απλώς χασμουρητά;

Γιατί σε έναν κόσμο πανδημιών και οικολογικής καταστροφής ο άνθρωπος ίσως χρειαστεί να επιστρέψει στο υγρό στοιχείο – ή γιατί, όπως πιο απλά το έθετε ο Ρόμαντ στους «New York Times» τον περασμένο Απρίλιο, «στην ξηρά τα σκατώσαμε· εκεί καταστρέφουμε πράγματα δεξιά κι αριστερά· εδώ έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε το σωστό».

Από τον Ιούλιο Βερν στον Ρόμπερτ Χάινλαϊν

Για να γίνουν αντιληπτά τα πλεονεκτήματα ενός πιθανού εποικισμού της θάλασσας, κατά τον Ρούντιγκερ Κοχ, πρέπει να στραφούμε στην περίπτωση του αποικισμού της Αμερικής: η εμπειρία του αμερικανικού συνόρου είχε τεράστια επίδραση όχι μόνο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού αλλά και στη δική μας. Η άνοδος των κοινών πολιτών στο προσκήνιο της Ιστορίας δεν συνέβη τυχαία, παρατηρεί ο Κοχ: «Εγινε επειδή οι αριστοκράτες στην Ευρώπη έπρεπε πια να χαλαρώσουν, διαφορετικά όλοι απλώς θα έφευγαν για τον Νέο Κόσμο». Κατά την άποψή του, η σύγχρονη κοινωνία έχει βαλτώσει. Αν ο εποικισμός της θάλασσας ή του Διαστήματος έφτανε σε σημείο να φαντάζει ως ρεαλιστική προοπτική, «οι κυρίαρχες τάξεις θα αποκτούσαν κίνητρα για να κάνουν τις χώρες τους πιο ελκυστικές».

Οι ιδρυτές της Ocean Builders έχουν τους προγόνους τους, λογοτεχνικούς και πραγματικούς. Από την αστείρευτη φαντασία του Ιουλίου Βερν έχουν προκύψει διάφοροι προικισμένοι επιστήμονες, εμμονικοί μηχανικοί, μοναχικοί επαναστάτες που έχουν πάρει διαζύγιο από την κοινωνία και έχουν αποσυρθεί στον αέρα, στο νερό ή σε μια απομονωμένη, ιδανική πόλη: ο Ροβήρος ο Κατακτητής, στο ομώνυμο μυθιστόρημα, ο πλοίαρχος Νέμο στις «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα», οι δόκτορες Σαραζέν και Σούλτσε στα «500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ».

Πιο κοντά στο όραμα των Κοχ και Ρόμαντ, όμως, ο Βερν μηχανεύτηκε ένα ολόκληρο μηχανικό νησί, μια αληθινή πλωτή πολιτεία κινούμενη με ηλεκτρισμό, που διασχίζει τις θάλασσες του κόσμου προς τέρψη των δισεκατομμυριούχων κατοίκων της: «Το νησί με τις έλικες» (L’ Île à hélice), γραμμένο το 1895, ήταν μια σάτιρα της πίστης στην παντοδυναμία της τεχνολογίας αλλά και των κοινωνικοπολιτισμικών διαιρέσεων Ευρώπης και Αμερικής. Οι ευσεβείς πόθοι εποικισμού των ωκεανών, της Ανταρκτικής, του Αρη, η επιστροφή σε ένα μέλλον πιονιέρων μακριά από κυβερνήσεις, κράτη και κοινωνίες θυμίζουν επίσης Ρόμπερτ Χάινλαϊν. Ο τρίτος της Αγίας Τριάδας της κλασικής επιστημονικής φαντασίας, μετά τους Αρθουρ Κλαρκ και Ισαάκ Ασίμοφ, ήταν εκείνος που είχε ως μοντέλο των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του («Ο άνθρωπος που πούλησε το φεγγάρι», «Ρέκβιεμ», «Κύριοι, καθήστε», «Η λογική της αυτοκρατορίας») την κατάκτηση του Διαστήματος από πείσμονες μεγαλομανείς ιδιώτες όπως ο Ντ. Ντ. Χάριμαν, οι οποίοι το εκμεταλλεύονταν μέσω επιχειρηματικών μονοπωλίων.

«Nανοέθνη» στα ανοιχτά

Κάποιοι πρόσφατοι μιμητές τους φαντάζουν μάλλον εκκεντρικοί παρά οραματιστές. «Για την πλάκα και το χρήμα», όπως δήλωνε αργότερα ο Λέστερ Χέμινγκγουεϊ, αδελφός του νομπελίστα συγγραφέα Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, καθέλκυσε το 1964 μια σχεδία, την οδήγησε με εξωλέμβιο κινητήρα οκτώ μίλια νοτιοδυτικά της Τζαμάικα και εκεί την ανακήρυξε σε ανεξάρτητο κράτος. Η «Δημοκρατία της Νέας Ατλαντίδας» εξέδιδε δικά της γραμματόσημα με την ελπίδα να αποτελέσουν πηγή εθνικού πλούτου, εξέλεξε τον πρόεδρο των έξι κατοίκων της (προβλέψιμα, ήταν ο Λέστερ), υιοθέτησε τη δική της σημαία και εξεμέτρησε το ζην δύο χρόνια αργότερα εξαιτίας μιας καταιγίδας.

Αντιθέτως, η «Ηγεμονία της Σιλανδίας», μια πλατφόρμα στα ανοιχτά των ακτών του Σάφοκ στη Μεγάλη Βρετανία, στρατιωτικό κατάλοιπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου o Πάντι Ρόι Μπέιτς εγκατέστησε το 1967 τον πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό του, τον BBMS («Britain’s Better Music Station»), για να την αναβαθμίσει έπειτα σε κρατική οντότητα, κατοικείται ακόμη, από έναν εκπρόσωπο του γιου του ιδρυτή της, Μάικλ Μπέιτς. Τον Φεβρουάριο του 2024, έπειτα από 13 μήνες διαμονής σε μια φορτηγίδα 800 τόνων ονόματι «Aisland» σε διεθνή ύδατα, 30 μίλια έξω από το Ντουμπάι, ο φοροφυγάς ιταλός πρώην προγραμματιστής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας τηλεπικοινωνιών Eutelia, Σαμουέλε Λάντι, πνίγηκε καθώς το πλωτό καταφύγιό του κόπηκε στα δύο από ένα γιγάντιο κύμα.

Η «Ηγεμονία της Σιλανδίας», πλατφόρμα στα ανοιχτά της Μεγάλης Βρετανίας

Υπήρξαν ωστόσο και σοβαρότερα εγχειρήματα. Οταν το 2008 ο Πάτρι Φρίντμαν, αυτοαποκαλούμενος «αναρχο-καπιταλιστής» και εγγονός του νομπελίστα οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν, ίδρυε το Seasteading Institute, δεν το συνέλαβε ως ιδανική κοινότητα ή κερδοσκοπική επιχείρηση. Οι 500.000 δολάρια του αρχικού κεφαλαίου με το οποίο προίκισε το ινστιτούτο ο ελευθεριακός δισεκατομμυριούχος Πίτερ Τιλ αποσκοπούσαν, σύμφωνα με όσα έγραφε ο Ολιβερ Γουέινραϊτ στον «Guardian» τον Ιούνιο του 2020, «στην εγκαθίδρυση μόνιμων, αυτόνομων ωκεάνιων κοινοτήτων προκειμένου να ενθαρρύνουν τον πειραματισμό και την καινοτόμο προσέγγιση σε διάφορα κοινωνικά, πολιτικά και νομικά συστήματα».

Γνώριμο στερεότυπο της Σίλικον Βάλεϊ, η αντίληψη ότι η κοινωνία δεν διαφέρει και πολύ από λειτουργικό σύστημα το οποίο μπορεί κανείς να διαμορφώσει κατά το δοκούν, έχει οδηγήσει κατά τον Γουέινραϊτ στην πεποίθηση ότι «startup κοινωνίες» στο πρότυπο των νεοφυών επιχειρήσεων θα μπορούσαν να δοκιμαστούν σε μια ελεύθερη αγορά ιδεολογιών από τις οποίες θα προκύψει ένας καλύτερος κόσμος. Αν και ο Πάτρι Φρίντμαν, απογοητευμένος από την προοδευτική μείωση της χρηματοδότησης, εγκατέλειψε την προσπάθεια, ο διάδοχός του, ο συγγραφέας και «ευαγγελιστής της θάλασσας» Τζο Κουίρκ, προχώρησε περισσότερο. Υμνώντας και αυτός τη δυνατότητα των ανθρώπων να ιδρύσουν «νανοέθνη στην ανοιχτή θάλασσα», υπέγραψε το 2017 μνημόνιο με την κυβέρνηση της Γαλλικής Πολυνησίας που προέβλεπε την κατασκευή θαλάσσιων αποικιών στην επικράτειά της.

Στα χαρτιά, ο συνδυασμός της μεγαλύτερης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης του κόσμου (τα εθνικά ύδατα της Πολυνησίας έχουν την έκταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης), η χρηματοδότηση από ένα νέο κρυπτονόμισμα και ο φουτουριστικός σχεδιασμός από τους εξειδικευμένους στο αντικείμενο ολλανδούς αρχιτέκτονες Blue 21 ήταν ακαταμάχητος. Στην πραγματικότητα, η τοπική κοινότητα δεν ενδιαφερόταν για κάτι που έμοιαζε με παιχνίδι για πλούσιους και το αντικρατικό πολιτικό υπόβαθρο εξέθρεψε την καχυποψία: ένας δημοσιογράφος στην Ταϊτή παρομοίασε το εγχείρημα με την πλοκή του «Πολέμου των Αστρων», όπου η σατανική Γαλαξιακή Αυτοκρατορία εκμεταλλεύεται τα αθώα Ιγουοκ κατασκευάζοντας μυστικά το Death Star. Διόλου παράξενο που η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού φορέα κατέρρευσε τελικά.

Ωκεάνια χωριά: Ρεαλισμός και ουτοπία

Αλλες πρωτοβουλίες έρχονται από τον βιομηχανικό τομέα. Τον Φεβρουάριο του 2024 ο Τζιμ Ντόμπσον περιέγραφε στο «Forbes» την πρόταση της αμερικανικής επιχείρησης DEEP, η οποία ειδικεύεται στις κατασκευές υποθαλάσσιου εξερευνητικού υλικού από τη δεκαετία του ’60, για μια κατοικία που θα επέτρεπε σε επιστήμονες και ερευνητές να παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στον πυθμένα της θάλασσας. Το αρθρωτό σύστημα Sentinel προβλέπεται να εγκαθίσταται σε βάθος έως 200 μέτρα και να εξασφαλίζει άνετη διαμονή 28 ημερών σε περιβάλλον φουτουριστικού σχεδιασμού με όλα τα κομφόρ – εργαστήριο, χώρους διαβίωσης, μπάνιο.

Καλλιτεχνική απεικόνιση του Sentinel

Μιλώντας στο περιοδικό, ο πρόεδρος της εταιρείας Σον Γουόλπερτ υπενθύμισε ότι η χαρτογράφηση, η μελέτη, η καταγραφή της κολοσσιαίας βιοποικιλότητας των θαλασσών, από τις οποίες μπορούν να προκύψουν πολλαπλά οφέλη για την επιστήμη και την υγεία, εξακολουθούν να βρίσκονται στα σπάργανα και εξέφρασε και αυτός τη βούληση να «επαναφέρουμε την ανθρωπότητα στους ωκεανούς». Πιο στοχευμένη προσέγγιση, καθώς προέρχεται από πηγή με συγκεκριμένη τεχνογνωσία και πελατεία, φαντάζει και πιο εφικτή. Η DEEP υπολογίζει να έχει εγκαταστήσει το πρώτο πρότυπό της σε ένα πλημμυρισμένο ορυχείο βάθους 80 μέτρων στη Δυτική Αγγλία έως τα τέλη του 2027. Μια μικρότερη, πιλοτική εκδοχή του, το Vanguard, αναμένεται να λειτουργήσει εντός του 2025.

Στο μεταξύ, η Ocean Builders φαίνεται να εξαργυρώνει με τον καλύτερο τρόπο την είσοδο του Ρούντιγκερ Κοχ στις δέλτους του Γκίνες. Ο Γκραντ Ρόμαντ ανακοίνωσε ότι η εταιρεία τους υπέγραψε συμβόλαιο κατασκευής 20 οικολογικών SeaPods προορισμένων να περιβάλουν ένα άλλο φουτουριστικό σχέδιο, εκείνο της ανοικοδόμησης μιας πλωτής πόλης στις Μαλδίβες. Προς το παρόν, πάντως, όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί από τις τοποθεσίες, τους αριθμούς και τις μακέτες, δύσκολα μπορεί να θεωρήσει ότι όλα αυτά δείχνουν ένα μαζικό κίνημα εποικισμού. Και οι επικριτές δεν μασούν τα λόγια τους. Η γλώσσα του Πίτερ Νιούμαν, για παράδειγμα, καθηγητή Βιωσιμότητας στο Πανεπιστήμιο Κέρτιν του Περθ στην Αυστραλία, είναι ωμή: ούτε λίγο ούτε πολύ έχει χαρακτηρίσει, κατά τους «New York Times», παρόμοια εγχειρήματα ως «ένα όνειρο όπου οι πλούσιοι αποσύρονται σε ωκεάνια χωριά και «κοροϊδεύουν από εκεί τον υπόλοιπο κόσμο»».

Πλωτές κατοικίες, πλωτές συνοικίες, πλωτές πόλεις, όπως η Oceanix City της αρχιτεκτονικής εταιρείας BIG, το πρωτότυπο της οποίας έλαβε μάλιστα τις ευλογίες του ΟΗΕ και πρόκειται να δοκιμαστεί ανοιχτά της πόλης Μπουσάν της Νότιας Κορέας, είναι αλήθεια ότι προς το παρόν μοιάζουν περισσότερο με τεχνολογικά gadgets παρά με τις εφαρμόσιμες λύσεις για τον καιρό της κλιματικής κρίσης που θα ήθελαν οι εμπνευστές τους. Με τα σημερινά δεδομένα, η εικόνα ενός μελλοντικού οικολογικού κόσμου όπου o άνθρωπος θα έχει επιστρέψει στο νερό, παραθαλασσίως ή υποβρυχίως, παραμένει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Μελλοντική εικόνα της πλωτής Oceanix City