Δεν ξέρω αν τελικά το διαλέγουμε ή απλώς μας συμβαίνει: Να μένουμε στην πόλη τον Αύγουστο. Σαν σε ένα παράξενο ραντεβού με τον εαυτό μας που όλον τον χρόνο αποφεύγαμε. Να όμως που εκείνος, ο αυγουστιάτικος εαυτός μας, πεισματικά, μας περιμένει στους ζεστούς δρόμους με τη σιωπή ως υπόκρουση στις βόλτες μας.

Η Αθήνα τον Αύγουστο είναι άλλη πόλη στις γειτονιές της στα πέριξ του κέντρου, γιατί το τουριστικό κέντρο είναι μια ξεχωριστή υπόθεση. Είναι πιο γυμνή, πιο νωχελική, πιο μελαγχολική, ίσως και πιο ειλικρινής.

Τα φανάρια αναβοσβήνουν σε έρημες διασταυρώσεις, το καυσαέριο μυρίζει λίγο λιγότερο, οι γάτες κοιμούνται πολύ περισσότερο, αλλά και η θλίψη «ακούγεται» πιο πολύ, τη στιγμή που μια σύντομη ριπή ανέμου παρασύρει ένα πλαστικό κύπελλο. Είναι μια μελαγχολία που θυμίζει απογεύματα Κυριακής. Μόνο που, στην περίπτωση του Αυγούστου, κρατάει σχεδόν ολόκληρο μήνα.

Παλιά, το να μένεις πίσω σε έκανε στα μάτια των άλλων αξιολύπητο. «Δεν θα φύγεις ούτε φέτος;» σε ρωτούσαν, σαν να απορούσαν αν έχεις μια ανίατη ασθένεια ή αν έχεις χάσει τα λογικά σου. Η πόλη άδειαζε στα αλήθεια τότε, και εσύ περπατούσες στην Πατησίων σαν να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη.

Σήμερα, δεν αδειάζει εντελώς. Ο τουρισμός δουλεύει με βάρδιες, τα Airbnb δεν καταλαβαίνουν από παύσεις, όσοι έχουν οικονομική στενότητα προτιμούν τη Λούτσα από τη Μύκονο και την Πάρο. Δεν ανήκω, όπως έχετε καταλάβει, σε εκείνους που θεωρούν τον Αύγουστο στην πόλη ό,τι πιο όμορφο τους επιφυλάσσει η χρονιά. Ανέκαθεν προτιμούσα να λείπω, πάντα όμως για διάφορους λόγους ο Αύγουστος με βρίσκει στην Αθήνα.

Καθισμένο στον καναπέ, με τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη μου και με την αίσθηση πως η ταινία της ζωής μου εκτυλίσσεται με αργές κινήσεις σαν κάτι κουλτουριάρικα φιλμ που η κάμερα για να ακολουθήσει τον ήρωα από το σαλόνι ως την κουζίνα της γκαρσονιέρας του θέλει μισή ώρα – και άλλη μισή για να τον δείξει να κόβει μία φέτα από το καρπούζι που είχε στο ψυγείο. Ξαφνικά, το να διαλέξω τι θα μαγειρέψω ή αν θα σηκωθώ για να ξεπιαστώ γίνεται φιλοσοφικό ερώτημα.

Ομως, η Αθήνα του Αυγούστου δεν είναι μόνο θλίψη. Είναι και ευκαιρία. Αν καταφέρεις να διαπεράσεις το πρώτο παχύ στρώμα μελαγχολίας, πίσω του αναδύεται μια ησυχία σχεδόν ανακουφιστική.

Δεν χρειάζεται να βιαστείς για τίποτα. Οι βόλτες τα βράδια, που πέφτει κάπως η ζέστη, μοιάζουν με διαλογισμό – περπατάς, αναπολείς και παίρνεις σημαντικές αποφάσεις για τον χειμώνα που θα έρθει, τις οποίες συνήθως δεν θα τηρήσεις.

Ποιος μου λείπει, ποιος με βαραίνει, τι θα ήθελα να κρατήσω και τι να αφήσω πίσω… Ολα αυτά τα σκέφτεσαι σαν να κάνεις ψυχοθεραπεία. Οι ψυχολόγοι λένε πως η αυγουστιάτικη μελαγχολία και ενδοσκόπηση είναι σχεδόν αναμενόμενες. Οτι η θλίψη αυτή έχει μέσα της κάτι από εκείνη τη γνώριμη, γλυκόπικρη αίσθηση ότι κάτι τελειώνει.

Κανείς δεν μας έμαθε πώς να αποχαιρετούμε τα καλοκαίρια μας ώστε να μην το φέρουμε βαρέως. Κι όμως, ακριβώς μέσα σε αυτόν τον «βαρύ» αποχαιρετισμό, υπάρχει και μια υπόσχεση. Οτι κάτι άλλο μπορεί να αρχίσει στις μέρες που θα έρθουν, όταν περάσει και αυτός ο Αύγουστος.