Αυτές τις ημέρες της γιορτής και της χαράς, και έως και τις 5 Ιανουαρίου 2026, στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου παρουσιάζεται ο «Καρυοθραύστης» του Τσαϊκόφσκι, σε μια ιστορική παραγωγή του σερ Πίτερ Ράιτ, με τη συμμετοχή καλλιτεχνών όπως η Φραντσέσκα Χέιγουoρντ, η Νατάλια Οσίποβα και ο Τόμας Γουάιτχεντ. Είναι μια παράδοση που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.
Ομως, ειδικά εφέτος, ο νέος κύκλος παραστάσεων του δημοφιλούς μπαλέτου, αυτή η λαμπρή παρέλαση αστέρων, έχει ιδιαίτερο ειδικό βάρος και συναισθηματική φόρτιση. Ο λόγος είναι η σύνδεσή του με τον επικείμενο εορτασμό των 100 χρόνων από την ίδρυση της σχολής που θα εξελισσόταν στη Royal Ballet School.
Της σχολής που από το 1926 μέχρι σήμερα λειτουργεί ως «φυτώριο» του κλασικού μπαλέτου για το Ηνωμένο Βασίλειο (περίπου 70%-80% των μελών των κορυφαίων ομάδων χορού της Γηραιάς Αλβιώνος έχουν εκπαιδευτεί εκεί) και όχι μόνο: Η Royal Ballet School αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα κλασικού χορού παγκοσμίως, οργανισμό που τροφοδοτεί εδώ και δεκαετίες με αστραφτερά ταλέντα τις μεγαλύτερες σκηνές και που έχει συμβάλει καθοριστικά στην εξέλιξη της τέχνης του μπαλέτου.
Με αφορμή τα γενέθλιά της, που θα εορταστούν με δεκάδες εκδηλώσεις μέσα στο νέο έτος, ταξιδεύουμε στην ανατολή του 20ού αιώνα: στην εποχή που η Νινέτ ντε Βαλουά, μια γυναίκα με όραμα και πείσμα, έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματά της αλλά και έθετε τα θεμέλια της σχολής. Και ακολουθούμε την ιστορία της Royal Ballet School διασχίζοντας ταραγμένα χρόνια και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας.

Oι οραματίστριες Νινέτ ντε Βαλουά και Λίλιαν Μπέιλις
6 Ιουνίου 1898, Ιρλανδία. Ο στρατιωτικός Τόμας Στάνους και η υαλουργός και επιχειρηματίας Ελίζαμπεθ Στάνους υποδέχθηκαν το πρώτο παιδί τους, ένα κορίτσι που το βάπτισαν Εντρις. Οταν το 1905 η οικογένεια μετακόμισε στην Αγγλία, η μικρή Εντρις, που είχε ήδη εκδηλώσει καλλιτεχνικές ανησυχίες, ήρθε σε επαφή και με τον κλασικό χορό. Το 1908 ξεκίνησε μαθήματα, κυρίως για να βελτιώσει τη στάση του σώματός της, αλλά γρήγορα έγινε εμφανές πως είχε ταλέντο μπαλαρίνας.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών, το 1914, έκανε το επαγγελματικό ντεμπούτο της στο Lyceum Theatre του Λονδίνου ως Νινέτ ντε Βαλουά. Το γαλλοφανές ψευδώνυμο με το οποίο θα σταδιοδρομούσε (συνηθισμένη πρακτική για τους χορευτές και τους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής) είχε προτείνει η μητέρα της προς τιμήν της μακρινής καταγωγής της οικογένειάς της. Στα χρόνια που ήρθαν, η Νινέτ ντε Βαλουά χόρεψε σε διάφορες οπερέτες, παντομίμες και βαριετέ, αποκτώντας πολύτιμη σκηνική εμπειρία.
Καθοριστικό σημείο στη ζωή και την καριέρα της ήταν η προσχώρησή της, το 1923, στα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες, συνθέτες και χορογράφους της εποχής (όπως ο Ζορζ Μπαλανσίν και ο Λεονίντ Μασίν) και γνώρισε από κοντά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένας κορυφαίος οργανισμός μπαλέτου. Κυρίως συνειδητοποίησε ότι εκείνο που την ενδιέφερε περισσότερο από το να βρίσκεται στη σκηνή και να χορεύει ήταν η προσφορά πίσω από τη σκηνή: η δημιουργία ενός δομημένου, μόνιμου θεσμού για το μπαλέτο στη χώρα της.
Ετσι, το 1926, αποχώρησε από τα Ρωσικά Μπαλέτα και επέστρεψε στο Λονδίνο για να ιδρύσει δική της σχολή, την Academy of Choreographic Art. Η οποία Academy of Choreographic Art το 1931 έδωσε τη θέση της (για την ακρίβεια ενσωματώθηκε) στη Vic-Wells Ballet School, η οποία το 1956 μετονομάστηκε σε Royal Ballet School!
Καθοριστική για την πορεία της σχολής (και τη μετάβασή της στο δεύτερο στάδιο της Vic-Wells Ballet School) υπήρξε η στενή συνεργασία τής Ντε Βαλουά με τη Λίλιαν Μπέιλις, θεατρική παραγωγό και διευθύντρια του θεάτρου Old Vic. Οι δύο γυναίκες ένωσαν τις δυνάμεις τους με κοινό στόχο να προσφέρουν υψηλού επιπέδου τέχνη στο κοινό του Λονδίνου. Η επαγγελματική σχέση τους ξεκίνησε όταν η Ντε Βαλουά ζήτησε από την Μπέιλις να χρησιμοποιήσει τους μαθητές της για να χορογραφήσει μικρά μπαλέτα για παραστάσεις όπερας και θεάτρου.

Η Μπέιλις δέχτηκε και προχώρησε ακόμα περισσότερο. Οταν, πραγματοποιώντας ένα μεγάλο όνειρό της, ανακαίνισε και επαναλειτούργησε το υποβαθμισμένο θέατρο Sadler’s Wells, κάλεσε την Ντε Βαλουά να μεταφέρει εκεί στη σχολή της. Εκείνη ανταποκρίθηκε άμεσα και έτσι ιδρύθηκε η Sadler’s Wells Ballet School και το Vic-Wells Ballet. Με την αποφασιστικότητα της Ντε Βαλουά και τη στήριξη της Μπέιλις το Ηνωμένο Βασίλειο, που δεν είχε στην πραγματικότητα παράδοση στο κλασικό μπαλέτο, μπήκε δυναμικά στον χάρτη. Τα καλύτερα έρχονταν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Νινέτ ντε Βαλουά δεν ήταν απλώς η διευθύντρια της σχολής. Ηταν η καλή (όσο και δυναμική) νεράιδα που οργάνωνε τα πάντα, που φρόντιζε για κάθε εκκρεμότητα, που εκπονούσε πρωτοποριακά προγράμματα σπουδών.
Που περιέβαλλε τους μαθητές της με απέραντη αγάπη αλλά και τους επέβαλλε στρατιωτική πειθαρχία, διδάσκοντας μια τεχνική που επικεντρωνόταν στη λεπτότητα και την καθαρότητα, τη σαφήνεια της κίνησης. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ το Λονδίνο βομβαρδιζόταν, μετέφερε προσωρινά τη σχολή στο Εξμουθ, για ασφάλεια, καταφέρνοντας έτσι να μη διακοπεί η εκπαίδευση. Το 1946 η χορευτική ομάδα Vic-Wells Ballet προσκλήθηκε για να γίνει η resident company της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου.
Το 1956 η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ τής απένειμε τον τίτλο «Royal», όχι μόνο ως φόρο τιμής στην ποιότητα, αλλά ως αναγνώριση ότι η σχολή εκπροσωπούσε πλέον το ίδιο το βασίλειο. Μετά και από αυτό η Ντε Βαλουά αναδείχθηκε στην ψυχή ενός ολόκληρου θεσμού που περιλάμβανε τη Royal Ballet School, το Royal Ballet, που τροφοδοτούνταν από τη σχολή, και τον περιοδεύοντα θίασο Royal Ballet Touring Company, ο οποίος στη συνέχεια θα εξελισσόταν στο Birmingham Royal Ballet. Το 1955 είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της, στο Barons Court του Δυτικού Λονδίνου, και η Upper School, που απευθυνόταν σε μεγαλύτερους μαθητές. Ετσι η σχολή είχε αποκτήσει την πλήρη μορφή της και λειτουργούσε ως ένα φυτώριο ταλέντων από τα πρώτα παιδικά χρόνια έως την επαγγελματική ενηλικίωση.
Η ίδια η Ντε Βαλουά δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται μαζί της αλλά και δεν επιθύμησε ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας, δεν διεκδίκησε την οποιαδήποτε αίγλη. Το 1963 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση του Royal Ballet, συνέχισε όμως να είναι διευθύντρια της σχολής μέχρι το 1970. Ανθρωποι που τη γνώρισαν μιλούν για μια γυναίκα σκληρή, απαιτητική, αλλά με έναν σχεδόν υπόγειο τρόπο τρυφερή. Για μια δασκάλα που αγαπούσε την τελειότητα και που στήριζε με αφοσίωση τους μαθητές της σε όλα τους τα βήματα ως τον θάνατό της, το 2001, σε ηλικία 102 ετών.
Το χθες και το αύριο
Οταν βεβαίως μιλάμε για τους αποφοίτους της σχολής τής Ντε Βαλουά, αναφερόμαστε σε μερικούς από τους κορυφαίους χορευτές και χορογράφους του 20ού αιώνα, ξεκινώντας από την ντέιμ Μάργκο Φοντέιν και τον σερ Φρέντερικ Αστον και φθάνοντας στην Ντάρσι Μπάσελ και στη Φραντσέσκα Χέιγουορντ.
Ολοι αυτοί ήταν και είναι (όσοι παραμένουν ενεργοί) καλλιτέχνες που δεν μοιάζουν με αντίγραφα της ρωσικής ή της γαλλικής σχολής, αλλά φέρουν κάτι αμιγώς βρετανικό. Φορείς της παράδοσης που έχτισε εκ του μηδενός η Ντε Βαλουά, συνεχίζουν δυναμικά. Οπως συνεχίζουν και η Royal Ballet School και το Royal Ballet, ισορροπώντας εντέχνως ανάμεσα σε δύο κόσμους: την κληρονομιά τους και την ανάγκη να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις και να ακολουθήσουν τις νέες τάσεις.

Χωρίς τη Μάργκο Φοντέιν η Royal Ballet School πιθανώς δεν θα είχε αποκτήσει τέτοιο διεθνές κύρος. Φιγούρα εμβληματική, η Μάργκαρετ Εβελιν Χούκαμ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, άγγιξε τα όρια της τελειότητας και έγραψε ιστορία κάνοντας μια δεύτερη καριέρα, σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, δίπλα στον Ρούντολφ Νουρέγιεφ.
Εκανε τα πρώτα χορευτικά βήματά της σε ηλικία τεσσάρων ετών. Σπούδασε υπό τη Νινέτ ντε Βαλουά και (ιδιωτικά) με τη Σεραφίνα Αστάφιεβα. Στα δεκαπέντε της χρόνια έκανε το ντεμπούτο της με το Vic-Wells Ballet, όπου σύντομα ανέλαβε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραγωγές όπως «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ζιζέλ» και «Η λίμνη των Κύκνων».
Αν η σχέση μεταξύ τής Ντε Βαλουά και της Φοντέιν υπήρξε η θεμελιώδης βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η παγκόσμια φήμη του Βρετανικού Μπαλέτου, η συνάντηση της πρίμα μπαλαρίνας με τον εκρηκτικό Νουρέγιεφ δημιούργησε μια ανεπανάληπτη χορευτική χημεία, με τον έναν καλλιτέχνη να ωθεί τον άλλον σε υπέρτατες καλλιτεχνικές κορυφώσεις. Η Φοντέιν έφυγε από τη ζωή το 1991 στην Πόλη του Παναμά, έχοντας υπηρετήσει το μπαλέτο για πάνω από μισόν αιώνα ως prima ballerina assoluta.
Από την άλλη, ο άνθρωπος που μετέτρεψε τη χάρη και την κομψότητα σε δομικά υλικά του βρετανικού μπαλέτου ήταν αναμφίβολα ο σερ Φρέντερικ Αστον, ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτικός χορογράφος του Royal Ballet και κομβική προσωπικότητα στην ανάπτυξη του διακριτού αγγλικού στυλ στο κλασικό μπαλέτο. Ολα ξεκίνησαν όταν το 1935 έγινε ο μόνιμος χορογράφος του Vic-Wells Ballet κατόπιν πρόσκλησης της Ντε Βαλουά.
Το 1963 τη διαδέχθηκε στη διεύθυνση του Royal Ballet. Η προσφορά του στην ανάπτυξη του χορού στον 20ό αιώνα είναι θεμελιώδης, με σημαντικότερη συνεισφορά του τη δημιουργία του διακριτού «αγγλικού στυλ» που ξεχώριζε για τη μουσικότητα, το πνεύμα και την ιδιαίτερη έμφαση στο épaulement (την εκφραστική χρήση του κεφαλιού, των ώμων και της πλάτης). Ο Αστον χορογράφησε πάνω από 100 μπαλέτα, πολλά εκ των οποίων αποτελούν σήμερα αναπόσπαστα κομμάτια του διεθνούς ρεπερτορίου.
Στο φυτώριο της Royal Ballet School αναπτύχθηκαν και άλλα σπουδαία ταλέντα. Η ντέιμ Μπέριλ Γκρέι ήταν μια θρυλική βρετανίδα μπαλαρίνα, από τις πιο σημαντικές και διακεκριμένες που αναδείχθηκαν από τη σχολή. Φημιζόταν για την εξαιρετική τεχνική και την κομψότητά της. Η ντέιμ Αντουανέτ Σίμπλεϊ υπήρξε εμβληματικό αστέρι του Royal Ballet τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Και ο σερ Αντονι Ντάουελ ήταν μία από τις πιο αναγνωρισμένες και επιδραστικές ανδρικές μορφές στην ιστορία του, διακρίθηκε μάλιστα τόσο ως χορευτής με αξεπέραστη κομψότητα, όσο και ως επιτυχημένος καλλιτεχνικός διευθυντής. Παιδί του Royal Ballet School, ο σερ Κένεθ Μακ Μίλαν «ενηλικιώθηκε» για να σπάσει τα ακαδημαϊκά καλούπια του. Μεταξύ άλλων υπηρέτησε ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Royal Ballet από το 1970 έως το 1977, ενώ μετά την παραίτησή του από τη θέση έγινε ο κύριος χορογράφος του οργανισμού μέχρι τον θάνατό του το 1992. Στον ιδιαίτερο κόσμο του το μπαλέτο απέκτησε νευρώσεις, τραύματα, σκοτεινές αποχρώσεις. Η κληρονομιά του επηρεάζει μέχρι σήμερα τον σύγχρονο χορό.
Με την Ντάρσι Μπάσελ το βρετανικό μπαλέτο απέκτησε celebrity status και ήρθε πιο κοντά στη λαϊκή κουλτούρα. Ηταν η νεότερη χορεύτρια που έγινε πρίμα μπαλαρίνα στο Royal Ballet, το 1989, σε ηλικία μόλις 20 ετών, αφού ο Κένεθ Μακ Μίλαν αναβίωσε για εκείνη το μπαλέτο «The Prince of the Pagodas». Τεχνικά άριστη αλλά και εντυπωσιακά φωτογενής, με φυσική χάρη, έγινε γρήγορα δημοφιλής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η εικόνα της κοσμούσε εξώφυλλα περιοδικών (όπως η βρετανική «Vogue») και διαφημιστικές καμπάνιες μεγάλων εταιρειών.
Μετά την αποχώρησή της από το Royal Ballet το 2007, η συμμετοχή της με την ιδιότητα κριτή στο δημοφιλές τηλεοπτικό σόου χορού «Strictly Come Dancing» (το βρετανικό αντίστοιχο του «Dancing with the Stars») την έκανε μέλος κάθε βρετανικού νοικοκυριού. Ο χορευτής-χορογράφος Κρίστοφερ Γουίλντον γεφύρωσε με τις χορογραφίες του και τις έντονα θεατρικές προσεγγίσεις του το κλασικό μπαλέτο με το μοντέρνο. Παρόλο που η κύρια καριέρα του στη χορογραφία άνθισε στις ΗΠΑ, καθώς εντάχθηκε στο New York City Ballet, διατήρησε στενή σχέση με το Royal Ballet, του οποίου είναι καλλιτεχνικός συνεργάτης από το 2012.
Η εκ Ρουμανίας Αλίνα Κογιοκάρου σπούδασε με υποτροφία στη σχολή για να γίνει μια από τις πιο αγαπημένες μπαλαρίνες της εποχής μας, με μεγάλες επιτυχίες σε ρόλους όπως η «Ζιζέλ», η Οντέτ/Οντίλ στη «Λίμνη των Κύκνων» και η Ιουλιέτα στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» που χορογράφησε ο Κένεθ Μακ Μίλαν. Το 2013, η Κογιοκάρου αποχώρησε από το Royal Ballet και εντάχθηκε στο Hamburg Ballet, όπου χάρη στη συνεργασία της με τον Τζον Νόιμαϊερ διεύρυνε περαιτέρω το ρεπερτόριό της, ερμηνεύοντας και σύγχρονα έργα.
Ο Εντουαρντ Γουάτσον, ένας από τους πιο εκφραστικούς χορευτές της γενιάς του, συνέδεσε ολόκληρη την καριέρα του με τη Royal Ballet School και το Royal Ballet, όπου ακόμα και σήμερα εργάζεται ως εκπαιδευτής. Η Λόρεν Κάθμπερτσον έλαμψε σε χορογραφίες του Μακ Μίλαν και του Γουέιν Μακ Γκρέγκορ. Υπήρξε, μάλιστα, η πρώτη ερμηνεύτρια του ρόλου της Αλίκης στην παγκόσμια πρεμιέρα του μπαλέτου «Alice’s Adventures in Wonderland» του Κρίστοφερ Γουίλντον το 2011.
Ο εκρηκτικός Αυστραλός Στίβεν Μακ Ρέι, η Φραντσέσκα Χέιγουορντ, η οποία σπούδασε στη Royal Ballet School από τα έντεκα χρόνια της για να ξεχωρίσει για την απαράμιλλη τεχνική της καθαρότητα και τη λυρική, εκλεπτυσμένη ποιότητά της, η δυναμική Γιάσμιν Ναγκντί, η Μαριανέλα Νούνιεζ, με την ακτινοβόλο σκηνική παρουσία ως Κίτρι στον «Δον Κιχώτη», ο Τόμας Γουάιτχεντ, με την καριέρα των τριών και βάλε δεκαετιών, ο Μαρσελίνο Σαμπέ, με τα εξαιρετικά υψηλά άλματα και τις δυναμικές πιρουέτες, και βεβαίως ο Μάθιου Μπολ, ο οποίος ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο σύνθετους ψυχολογικά ρόλους, είναι μερικοί μόνο από τους αστέρες που συνέδεσαν άμεσα το όνομά τους με τη χορευτική σκηνή του Λονδίνου.
Επιβεβαιώνοντας πως η Royal Ballet School δεν παρήγαγε απλώς σταρ, αλλά και νέες αισθητικές, νέες τάσεις που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ιστορία του μπαλέτου. Οχι απλώς ως μια εκπαιδευτική δομή, αλλά ως μια παγκόσμια καλλιτεχνική γλώσσα.
Τιμώντας τον σερ Πίτερ Ράιτ
Η σχολή μαζί με τις εκδηλώσεις για τα εκατοστά γενέθλιά της μέσα στο 2026 πρόκειται να τιμήσει και τα 100 χρόνια από τη γέννηση του σερ Πίτερ Ράιτ, διευθυντή του Birmingham Royal Ballet και μίας από τις πιο σημαντικές εν ζωή προσωπικότητες του βρετανικού μπαλέτου. Ο Ράιτ, αν και είχε απορριφθεί αρχικά από την ίδια την Ντε Βαλουά, εντάχθηκε στο Sadler’s Wells Theatre Ballet ως χορευτής τη δεκαετία του 1950 και υπηρέτησε ως δάσκαλος στη Royal Ballet School από το 1959.
Ακολούθως, ως διευθυντής του Sadler’s Wells Royal Ballet από το 1977 έως το 1995, επέβλεψε τη μεταφορά ολόκληρης της ομάδας από το Λονδίνο στο Μπέρμιγχαμ, το 1990, οπότε και μετονομάστηκε σε Birmingham Royal Ballet. Με την κίνηση αυτή καθιέρωσε το BRB ως τον δεύτερο μεγαλύτερο εθνικό θίασο κλασικού μπαλέτου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στη μνήμη του Ράιτ τους προσεχείς μήνες θα παρουσιαστεί η τρίτη πράξη της «Λίμνης των Κύκνων».
Οι εορτασμοί των εκατό χρόνων θα κορυφωθούν το καλοκαίρι με διάφορες παραστάσεις, με την αναβίωση παλαιότερων χορογραφιών, με έκθεση στο Royal Opera House η οποία θα περιλαμβάνει ιστορικά κοστούμια και αρχειακό φωτογραφικό υλικό, με σειρά συζητήσεων για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κλασικού μπαλέτου και με πολλές ακόμη εκδηλώσεις. Θα διοργανωθεί και Summer Intensive Course στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεκριμένα στο The Music Center του Λος Αντζελες.
Το 2026 θα είναι μια χρονιά-γιορτή για τη Royal Ballet School. Μια χρονιά συγκίνησης και μνήμης, γεμάτη αναδρομές στην πλούσια κληρονομιά της, αλλά και με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη γενιά χορευτών και χορογράφων, καθώς η σχολή συνεχίζει δυναμικά: Στη σημερινή της μορφή, η Royal Ballet School αποτελείται από δύο τμήματα, τη Lower School, που στεγάζεται στο ιστορικό White Lodge του Ρίτσμοντ Παρκ και υποδέχεται μαθητές ηλικίας 11 έως 16 ετών, και την Upper School, εγκατεστημένη πλέον από το 2003 στο Covent Garden, για σπουδαστές 16 έως 19 ετών.
Μαζί συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα εκπαίδευσης το οποίο καλύπτει όλα τα στάδια διαμόρφωσης ενός επαγγελματία χορευτή – από τα πρώτα βήματα μέχρι την είσοδο στις μεγάλες σκηνές. Η σκληρή δουλειά συνεχίζεται και οι σταρ του μέλλοντος εκπαιδεύονται και προετοιμάζονται για να λάμψουν.



