Μερικές φορές τον χρόνο, τις περιόδους που σηματοδοτούν κάποιο ορόσημο στον προσδιορισμό της διάρκειας της ημέρας, όπως οι ισημερίες και τα ηλιοστάσια, είναι πιθανό να πετύχει κανείς μια δυσαρμονία ανάμεσα στο φυσικό φως που έχει αρχίσει να χάνεται πιο νωρίς και το τεχνητό που δεν έχει έρθει ακόμα. Με πιο απλά λόγια, έχει σκοτεινιάσει και ο δημόσιος φωτισμός δεν έχει μπει ακόμα σε λειτουργία. Κάτι τέτοιες στιγμές αποκαλύπτεται η φύση των σιωπηρών παραδοχών στις οποίες στηρίζεται η καθημερινότητά μας.

Πόσο αυτονόητες είναι όμως; Αν βρεθούμε κάποιο βράδυ σε ένα σκοτεινό στενό της μεγαλούπολης, θα σκεφτούμε αμέσως να κατηγορήσουμε τον/τη δήμαρχο που δεν αλλάζει τις λάμπες, λες και η ιδέα του φωτισμένου νυχτερινού δρόμου είναι μια παγκόσμια φυσική σταθερά. Μοιάζουμε να λησμονούμε ότι η νυχτερινή ζωή είναι μια σχετικά πρόσφατη επινόηση.

Επί Ναπολέοντος Γ’

Θα πρέπει να ανατρέξουμε στο Παρίσι του Ναπολέοντος Γ’ για να δούμε την εξάπλωση του αεριόφωτος να μετατρέπει τη νυχτερινή περιπλάνηση σε νέα μόδα. Μέχρι τότε η μόνη πηγή φωτός το βράδυ ήταν τα άστρα. Η ενατένισή τους ήταν μια μοναχική δραστηριότητα μακριά από το πλήθος. Αντίθετα, το τεχνητό φως θα δώσει στη νύχτα τη μυθολογία της και στην πόλη τη φαντασμαγορία της. Οι πλάνητες του Παρισιού του 19ου αιώνα θα βρουν ένα νέο πεδίο άντλησης εντυπώσεων και εμπειριών.

Σημαντική παράμετρος της φωταγώγησης είναι φυσικά και η ασφάλεια. Το πλήθος που μένει ως αργά στον δρόμο και αναζητεί τη διασκέδαση από τον μόχθο της μέρας βρίσκει στον φωτισμένο δρόμο την εγγύηση του μη κινδύνου. Οι σκιές ακόμα και όταν γίνονται απειλητικές προειδοποιούν, ενώ στο σκοτάδι ο κίνδυνος είναι διαρκής.

Στην Ελλάδα η ίδρυση του εργοστασίου φωταερίου το 1857 θα θέσει σε κίνηση τη σταδιακή φωταγώγηση της πόλης. Με τη σειρά του, το αέριο θα δώσει τη θέση του στον ηλεκτρισμό, τα νυχτερινά κέντρα θα παρατείνουν όλο και περισσότερο το ωράριο λειτουργίας τους (μέχρι του σημείου να γίνουν προσπάθειες μείωσής του). Και το πλήθος που κυκλοφορεί θα χτίσει νέες μυθολογίες χάρη σ’ αυτή τη νέα ροή συνεχών και εντυπωσιακών ερεθισμάτων.

Είναι χαρακτηριστικός, όπως θα θυμούνται ίσως μερικοί και μερικές, ο «διάλογος» (ας το πούμε ευγενικά) που είχε ανακύψει στη δημόσια σφαίρα επί οικονομικής κρίσης, όταν είχαν ανασυρθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από τη νυχτερινή Αθήνα της δεκαετίας του 1960. Νέον, πολυτελή αυτοκίνητα, πλήθη στους δρόμους: η εικόνα μιας σφύζουσας από ζωή πόλης. Και ο λόγος που είχε έρθει ξανά στην επικαιρότητα εκείνη η εικόνα ήταν η σύγκρισή της στο τότε παρόν της κρίσης με την όψη του Κέντρου της πόλης. Μια όψη μάλλον θλιβερή, με τα καταστήματα να έχουν βάλει λουκέτο και το νυχτερινό πέρασμα να θυμίζει επίσκεψη σε κάποιο παραμελημένο προάστιο.

Οι νοσταλγοί χρήστες αναρτούσαν την παλιά φωτογραφία στηλιτεύοντας τις διαδηλώσεις ενάντια στα πρωτόγνωρα (τότε) μνημόνια και υποστηρίζοντας ότι το πρόβλημα της νυχτερινής εικόνας της πόλης είναι όσοι βγαίνουν στους δρόμους την ημέρα διεκδικώντας τα – κατ’ αυτούς – δικαιώματά τους.

Εκτός εικόνας

Στον αντίποδα, οι επικριτές τους επεσήμαναν το ψεύδος που αποκρύβει η φαντασμαγορία της εικόνας. Προφανώς, σε μια ιστορική περίοδο με ενεργά στρατόπεδα στα ξερονήσια για τους εξόριστους το απαστράπτον κέντρο για τους μεγαλοαστούς δεν είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης κοινωνικής ευημερίας.

Αυτή όμως δεν είναι και η ουσία του εξευγενισμού; Από το φωταέριο και τα φαρδιά πεζοδρόμια μπρος στα εμπορικά κέντρα μέχρι τις αναπλάσεις πλατειών και την επέκταση του μετρό, ελλοχεύει ο φόβος της αισθητικοποίησης: πολλές φορές η αλήθεια ενός πληθυσμού αναδεικνύεται από την ασχήμια και όχι από την ομορφιά του περίγυρου.