Ενα σημαντικό βραβείο που αφορά την αριστεία της διδασκαλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μια καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, που κρατά και τη βαρυσήμαντη θέση της πρυτάνεως σε ένα πανεπιστήμιο αφιερωμένο στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, η οποία γίνεται μόλις η τρίτη γυναίκα που τιμήθηκε την 16η Δεκεμβρίου με αυτό το βραβείο από το 1991 οπότε θεσμοθετήθηκε.

Η σημαντική ιστορικός, ομότιμη καθηγήτρια και πρόεδρος της επιτροπής του βραβείου Μαρία Ευθυμίου παρουσίασε το έργο της βραβευθείσας, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνος Τασούλας έκανε την απονομή.

Οι αδιάψευστοι αριθμοί δείχνουν το μέγεθος της διάκρισης για την πρύτανι του Παντείου Πανεπιστημίου κυρία Χριστίνα Κουλούρη (η ίδια προτιμά αυτή τη γραφή καθώς καλύπτει και τα δύο φύλα σε σύγκριση με το ευρέως χρησιμοποιούμενο πρύτανης που είναι… γένους αρσενικού όπως και οι περισσότερες ηγεσίες των ελληνικών πανεπιστημίων), μία από τις μόλις τρεις γυναίκες πρυτάνεις των ελληνικών πανεπιστημίων, που γίνεται η πρώτη καθηγήτρια του Παντείου η οποία λαμβάνει βραβείο για την αριστεία στη διδασκαλία.

Συνάμα όμως μεταφέρουν και πλήθος μηνύματα με πολλαπλούς αποδέκτες – μηνύματα που πηγάζουν και μέσα από τα λόγια της ίδιας της κυρίας Κουλούρη καθώς μιλάει στο «Βήμα» με αφορμή το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) 2025.

Συγχαρητήρια για τη βράβευσή σας. Είστε η τρίτη γυναίκα που λαμβάνει αυτό το σημαντικό βραβείο και παράλληλα μόλις μία από τις τρεις γυναίκες πρυτάνεις σε σύνολο 25 πρυτάνεων των ελληνικών πανεπιστημίων. Η αριστεία στη διδασκαλία και οι θέσεις ευθύνης στα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα θεωρούνται τελικώς γένους αρσενικού;

«Υπάρχει πράγματι μια “γυάλινη οροφή” για τις γυναίκες και ενώ τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των γυναικών πανεπιστημιακών παρατηρούμε ότι οι γυναίκες σε θέσεις ευθύνης είναι ελάχιστες. Σε αυτό οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το γεγονός πως είμαι μόλις η τρίτη γυναίκα που λαμβάνει το βραβείο μέσα στα 34 χρόνια που απονέμεται δεν μπορεί παρά να σχολιαστεί. Πιστεύω ότι υπάρχει μια ακούσια διάκριση κατά των γυναικών η οποία τροφοδοτείται ασυνείδητα μέσα από ισχυρά στερεότυπα σχετικά με την κοινωνική θέση και τον ρόλο της γυναίκας. Στερεότυπα και νοοτροπίες που, όπως δείχνει η Ιστορία, αλλάζουν δραματικά αργά».

Το Πάντειο πάντως έχει την καλύτερη εκπροσώπηση γυναικών σε θέσεις ευθύνης από όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αυτό δείχνει ότι τα στερεότυπα μπορούν να ανατραπούν αν γίνουν οι σωστές κινήσεις;

«Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, το Πάντειο είναι ένα πανεπιστήμιο επικεντρωμένο στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες τις οποίες εξαρχής επιλέγουν πολλές γυναίκες. Η αναλογία μελών ΔΕΠ μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι σχεδόν 50%-50%, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες να αναλάβουν θέσεις ευθύνης περισσότερες γυναίκες – στο Πάντειο τρεις στους τέσσερις κοσμήτορες είναι γυναίκες. Παρ’ όλα αυτά, συνολικά, οι γυναίκες καταλαμβάνουν το 37,93% σε θέσεις ευθύνης, με το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες να είναι 62,07%. Φανταστείτε ότι αυτή η αναλογία είναι η καλύτερη μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων».

Ενα βραβείο για την άριστη διδασκαλία της επιστήμης. Τι ακριβώς συνιστά για εσάς η αριστεία στη διδασκαλία;

«Η άριστη διδασκαλία δεν αφορά το μέσο αλλά τη μέθοδο, τον στόχο και το ήθος. Για να παραπέμψω στην ομιλία που θα δώσω στο πλαίσιο της βράβευσής μου, η οποία έχει τίτλο “Το Πανεπιστήμιο από τον μαυροπίνακα στην Τεχνητή Νοημοσύνη: Αναστοχαζόμενοι το παρελθόν, διαμορφώνοντας το μέλλον”, άριστη διδασκαλία μπορεί να επιτευχθεί τόσο με έναν μαυροπίνακα όσο και με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Διότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας παράγοντας που δεν υποκαθίσταται και αυτός είναι ο διδάσκων ή η διδάσκουσα και η σχέση που έχει με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες – αυτή η σχέση προσδιορίζει την αριστεία».

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που κάνουν έναν διδάσκοντα ή μια διδάσκουσα να ξεχωρίζει;

«Η προσωπικότητα των διδασκόντων και των διδασκουσών, η αφοσίωσή τους στο λειτούργημα που είναι η διδασκαλία, η αγάπη και το ενδιαφέρον τους για τη νέα γενιά, η ικανότητα να εμπνεύσουν ελπίδα και όραμα, να καθοδηγήσουν τα παιδιά ώστε να γίνουν επιστήμονες, να τους καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη αλλά και το ήθος που είναι άμεσα συνυφασμένα με τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη διαμόρφωση ενεργών πολιτών, αυτά είναι τα “όπλα” απέναντι στην ισοπέδωση των αξιών. Ολες αυτές τις νευραλγικές λειτουργίες για τη διαμόρφωση σωστών επιστημόνων αλλά πρωτευόντως σωστών ανθρώπων τις επιτελούν κατά κύριο λόγο οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες δεν διδάσκουν μόνο τεχνικές γνώσεις αλλά διαμορφώνουν την κοινωνία του αύριο».

Γιατί τότε έχουν χάσει την αίγλη τους και τείνουν να μετατραπούν σε «φτωχό» συγγενή των θετικών επιστημών;

«Εχει διαπιστωθεί ότι στα διεθνή συστήματα κατάταξης των πανεπιστημίων και στα βιβλιομετρικά συστήματα αποτίμησης του ερευνητικού έργου οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις θετικές επιστήμες επειδή το μοντέλο αξιολόγησης έχει κατασκευαστεί με βάση τις θετικές επιστήμες. Κοινώς αξιολογείται πολύ περισσότερο, για παράδειγμα, ένα ολιγοσέλιδο ιατρικό άρθρο με πολλούς συγγραφείς από μια μονογραφία εκατοντάδων σελίδων ενός ερευνητή ή μιας ερευνήτριας των ανθρωπιστικών επιστημών. Εμείς λοιπόν διεκδικούμε αξιοκρατία και ισοτιμία. Διεκδικούμε το έργο το οποίο παράγουμε να αναγνωρίζεται όπως του πρέπει».

Πώς θα επιτευχθεί αυτή η αναγνώριση;

«Απαιτείται ένα διαφορετικό σύστημα αξιολόγησης το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του και τη γλώσσα στην οποία γίνεται η εκάστοτε δημοσίευση. Δεν μπορεί το επιστημονικό έργο που παράγεται στα ελληνικά να μένει στο σκοτάδι. Διότι αν πάψουμε να δημοσιεύουμε στην ελληνική γλώσσα όλοι εμείς οι ερευνητές και οι ερευνήτριες των ανθρωπιστικών επιστημών υπό τον φόβο της αφάνειας και ενός συστήματος το οποίο “κυβερνά” η αγγλική γλώσσα, τότε τα ελληνικά θα αποτελούν πλέον μόνο μια γλώσσα ανταλλαγής SMS και συζητήσεων στα πρωινάδικα. Η συνέχιση της δημοσίευσης στη γλώσσα μας αποτελεί λοιπόν διεκδίκησή μας όχι λόγω εσωστρέφειας αλλά με στόχο τη διάσωση των ελληνικών ως γλώσσας της επιστήμης».

Είναι όμως δυνατή αυτή η αποφυγή της εσωστρέφειας με δεδομένο ότι τα ελληνικά είναι μια γλώσσα που δεν μιλιέται από περισσότερα από 15 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως;

«Θα πρότεινα να υπάρξει ένα εθνικό πρόγραμμα μεταφράσεων ώστε η έρευνά μας να γίνεται γνωστή και στη διεθνή κοινότητα. Χρειάζεται εθνική πολιτική σχετικά με το πώς τα ελληνικά διαφυλάσσονται και αποκτούν διεθνή ορατότητα ως γλώσσα της επιστήμης. Το καλό είναι ότι μετά από μακρά διεκδίκηση βλέπουμε τους αρμοδίους να τείνουν ευήκοον ους – ήδη το επιστημονικό συμβούλιο της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) έχει αλλάξει κάποιους δείκτες που αφορούν την αξιολόγηση του επιστημονικού έργου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Είμαστε όμως ακόμη στην αρχή».

Η διδασκαλία και δη αυτή των ανθρωπιστικών επιστημών απειλείται από την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ);

«Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ψηφιακή επανάσταση μέσα στην οποία ζουν και πορεύονται οι νέοι. Αυτή την ψηφιακή επανάσταση πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και εμείς οι διδάσκουσες και οι διδάσκοντες ως εργαλείο για να κάνουμε καλύτερη τη διδασκαλία μας. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με φοβία την ΤΝ αλλά να τη χρησιμοποιούμε προς όφελος της διδακτικής διαδικασίας. Ηδη στο Πάντειο, σε διάφορα τμήματα αλλά κυρίως στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, διδάσκεται η ΤΝ και η αξιοποίησή της».

Είναι όμως ολοένα συχνότερο το φαινόμενο συγγραφής εργασιών από τους φοιτητές, ακόμα και επιστημονικών άρθρων, αποκλειστικώς «διά χειρός» της ΤΝ.

«Ας μην κρυβόμαστε: πάντα κάποιοι φοιτητές προσπαθούσαν να αντιγράψουν ή να ξεγελάσουν, τώρα πιθανώς να χρησιμοποιήσουν την ΤΝ για να το επιτύχουν. Οπως παλιά αντιλαμβανόμουν αμέσως την αντιγραφή, έτσι και τώρα, αν πάρω ένα γραπτό στα χέρια μου που είναι “προϊόν” της ΤΝ, θα το καταλάβω πάραυτα. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τη δαιμονοποιώ. Εγώ η ίδια τη χρησιμοποιώ κάποιες φορές, με γνώμονα πάντα την κριτική σκέψη μου, ώστε να καταλαβαίνω πιθανά λάθη στις απαντήσεις της. Αυτό ακριβώς προσπαθώ να καλλιεργήσω και στους φοιτητές μου. Δεν μπορεί να βγει η ΤΝ από τη ζωή τους, πρέπει όμως να ξέρουν να τη χρησιμοποιούν σωστά. Συνολικά η ψηφιακή επανάσταση θεωρώ πάντως πως είναι εις όφελος της έρευνας – όλα τα άλλα μού ακούγονται λίγο σαν γκρίνια της τρίτης ηλικίας».

Σε μια χώρα που συχνά διώχνει τα λαμπρά μυαλά της, τι είναι αυτό που συμβουλεύετε τους φοιτητές σας να κάνουν ώστε να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία;

«Εκείνο που πάντα τούς λέω είναι να μην εγκαταλείπουν τα όνειρά τους, να βάζουν ψηλά τον πήχη, να αναζητούν τα δύσκολα, να πιστεύουν στον εαυτό τους. Αν θέλουν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα, πιστεύω ότι οι περαιτέρω σπουδές στο εξωτερικό μετά το πτυχίο τους μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη εξέλιξή τους – δεν είναι τυχαίο ότι οι έλληνες πτυχιούχοι είναι περιζήτητοι στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, γεγονός που αποδεικνύει την ποιότητα των δημόσιων ελληνικών πανεπιστημίων. Και εγώ η ίδια έκανα μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στη Γαλλία και έφερα πίσω μαζί μου στη χώρα μου όλη αυτή τη γνώση και την εμπειρία που αποτέλεσαν επιπλέον “εφόδια” για την πορεία μου. Πάντως, αν κάποιος θέλει να εργαστεί αμέσως μετά τις σπουδές του, θεωρώ ότι το να παραμείνει στη χώρα του και να το παλέψει θα έχει αποτέλεσμα. Είναι βέβαια άκρως σημαντικό το να δοθούν κίνητρα στους νέους επιστήμονες ώστε να παραμείνουν και να προσφέρουν στη χώρα τους».

Αυτή η ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας μας κινδυνεύει πλέον από την έλευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων;

«Τα δημόσια πανεπιστήμια στην Ελλάδα δεν απειλούνται από τα ιδιωτικά – έχουν μεγάλη και ισχυρή παράδοση, το 1837 ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, που ήταν και το πρώτο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Οπως έχει ήδη φανεί από τα πρώτα μη κρατικά πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν στη χώρα μας, αυτά δεν μπορούν επ’ ουδενί να ανταγωνιστούν τα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία αποτελούν την ατμομηχανή της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Είναι σαν ΙΕΚ, σαν κολέγια – δεν παράγεται έρευνα, παρά μόνο γίνεται διδασκαλία. Πραγματικό πανεπιστήμιο όμως χωρίς έρευνα δεν υπάρχει: όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια στον κόσμο είναι πανεπιστήμια ερευνητικά, τα οποία ξεχωρίζουν και για τις σημαντικές προσωπικότητες που διδάσκουν σε αυτά».

Αρα ο μεγάλος αντίπαλος των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων είναι ο ίδιος ο εαυτός τους, η υποστελέχωση και η υποχρηματοδότησή τους;

«Προβλήματα υπάρχουν πολλά, τα οποία οφείλονται και σε εμάς τους πανεπιστημιακούς, δεν θέλω να απεκδυθώ των ευθυνών που μας αναλογούν, αλλά νομίζω ότι έχουμε δείξει πως μπορούμε να τα διαχειριζόμαστε. Και βεβαίως υπάρχει και η σχέση με την Πολιτεία, διότι αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή η ενίσχυση ή όχι των δημόσιων πανεπιστημίων. Νομίζω πάντως ότι κανένας δεν έχει τοποθετηθεί κατά της ενίσχυσής τους – ακόμα και αυτοί που υπερασπίζονται την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν λένε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε το δημόσιο πανεπιστήμιο που αποτελεί τη βιτρίνα της χώρας μας».

Είστε μέλος της Επιτροπής που έχει αναλάβει τον σχεδιασμό του νέου υπουργείου που θα ενώσει την ανώτατη εκπαίδευση με την έρευνα. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να προσφέρει στην πολύπαθη εγχώρια έρευνα;

«Το υπουργείο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας θα ενώσει το κομμάτι της ανώτατης εκπαίδευσης που τώρα ανήκει στο υπουργείο Παιδείας με το κομμάτι της έρευνας που ανήκει στη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ) του υπουργείου Ανάπτυξης και πιθανώς και σε άλλους φορείς που εμπλέκονται στην έρευνα στη χώρα μας και είναι αυτή τη στιγμή διασκορπισμένοι. Εχουμε κάνει αρκετές συνεδριάσεις αλλά είμαστε ακόμη στην αρχή. Θεωρώ πάντως ότι όταν ολοκληρωθεί το νέο αυτό υπουργείο θα αποτελέσει τομή για την Ελλάδα και θα μας ευθυγραμμίσει με την υπόλοιπη Ευρώπη αντιμετωπίζοντας διαχρονικά προβλήματα που αφορούν την έρευνα στη χώρα μας, όπως είναι η έλλειψη εθνικής στρατηγικής με τον κατακερματισμό των ερευνητικών φορέων σε πολλά υπουργεία που πολλές φορές λαμβάνουν ακόμα και αντικρουόμενες αποφάσεις, η έλλειψη ευθυγράμμισης των μελών ΔΕΠ των πανεπιστημίων με τους ερευνητές των ερευνητικών κέντρων, η ελλιπής κρατική χρηματοδότηση για την έρευνα αλλά και τα προβλήματα αξιολόγησης των ερευνητικών προγραμμάτων».

Πότε αναμένεται να πάρει «σάρκα και οστά»;

«Την άνοιξη θα είναι έτοιμη από την Επιτροπή η συγκεκριμένη πρόταση για τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του νέου υπουργείου, το οποίο όμως, σύμφωνα με τα όσα έχει αναφέρει ο Πρωθυπουργός, θα μπορεί να πάρει “σάρκα και οστά” μετά τις εκλογές».

Κλείνοντας αναφέρετε ότι το βραβείο που θα πάρετε στα χέρια σας μεθαύριο έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για εσάς. Για ποιον λόγο;

«Το βραβείο αυτό έχει μεγάλη συναισθηματική αξία όχι μόνο για εμένα αλλά για όλους τους πανεπιστημιακούς. Και αυτό διότι συνδέεται με ένα τραγικό γεγονός – τη δολοφονία δύο λαμπρών συναδέλφων, του Βασίλη Ξανθόπουλου και του Στέφανου Πνευματικού στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης στις 27 Νοεμβρίου 1990 από έναν φοιτητή ο οποίος τους δολοφόνησε εν ψυχρώ με καραμπίνα εν ώρα μαθήματος. Αυτό το αδιανόητο γεγονός μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας κλονίζει όλους εμάς τους πανεπιστημιακούς διδάσκοντες και διδάσκουσες ακόμα και σήμερα, καθώς συμβολίζει την υπέρτατη θυσία, την πλήρη αφιέρωση στο διδακτικό καθήκον. Πρέπει όλοι να θυμόμαστε αυτό το περιστατικό, ειδικά τώρα που γίνεται τόση συζήτηση για τη βία στην κοινωνία και την οπλοκατοχή, καθώς 35 χρόνια μετά τη στυγερή αυτή δολοφονία πολλά δεν έχουν αλλάξει αποδεικνύοντάς μας ότι έχουμε πολύ κοντή μνήμη».