Οι κάτασπρες αμμουδιές και τα καταγάλανα νερά τους έχουν μαγέψει σχεδόν όλους όσοι τις έχουν επισκεφτεί. Κάθε χρόνο αποτελούν πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες, οι φωτογραφίες τους ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, με ορισμένους να τις αποκαλούν επίγειους παραδείσους. Οι διάσημες παραλίες του Ιονίου δεν μονοπωλούν το ενδιαφέρον του κοινού και των μέσων ενημέρωσης μόνο λόγω του φυσικού τους κάλλους αλλά και εξαιτίας των γεωλογικών απρόοπτων που συμβαίνουν κατά καιρούς. Οι πρόσφατοι σεισμοί το 2014 στην Κεφαλλονιά και το 2015 στη Λευκάδα προκάλεσαν κατολισθήσεις στις παραλίες του Μύρτου, των Εγκρεμνών και στο Πόρτο Κατσίκι. Οι εικόνες με τους χωμάτινους όγκους και την ανακατεμένη θάλασσα που κυκλοφόρησαν προκάλεσαν ανησυχίες σε μελετητές και πολίτες για το εάν και κατά πόσο είναι πλέον ασφαλείς.
Τα βλέμματα όλων επανήλθαν στο Ιόνιο το πρωί της περασμένης Πέμπτης μετά την κατολίσθηση στην παραλία Ναυάγιο της Ζακύνθου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωλογίας και Διαχείρισης Καταστροφών του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθύμη Λέκκα «η κατολίσθηση έχει τη μορφή κατάρρευσης βραχομάζας και κατάπτωσης βράχων όγκου περίπου 5.000 κυβικών μέτρων και εκδηλώθηκε στα απότομα πρανή της περιοχής, τα οποία δομούνται από λευκούς ασβεστόλιθους, έντονα κατακερματισμένους». Εκείνη τη στιγμή στην παραλία υπήρχαν δεκάδες τουρίστες που είχαν φτάσει στο σημείο με πλωτά μέσα και από τύχη δεν υπήρξαν θύματα, παρά μόνο 7 ελαφρά τραυματίες, εκ των οποίων μια γυναίκα από την Τσεχία που μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Πάτρας.
Οπως λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής, είχε ήδη επισημάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης κατολισθήσεων σε ανάλογες περιοχές – όχι μόνο στην ευαίσθητη λόγω της έντονης σεισμικότητας των Ιονίων Νήσων – αλλά γενικότερα του ελληνικού χώρου. Οι παραλίες που μπορούν να χαρακτηριστούν «επικίνδυνες» είναι το Ναυάγιο στη Ζάκυνθο, ο Μύρτος και η Πλατιά Αμμος στην Κεφαλλονιά, οι Εγκρεμνοί, το Πόρτο Κατσίκι και ο Αγιος Νικήτας στη Λευκάδα, η Παλαιοκαστρίτσα στην Κέρκυρα αλλά και η Κόκκινη Παραλία στη Σαντορίνη, στην οποία η τελευταία μεγάλη κατολίσθηση σημειώθηκε εφέτος τις ημέρες του Πάσχα.
«Η περιοχή των νησιών του Ιονίου δομείται γεωλογικά από σχηματισμούς που ανήκουν στην Ιόνιο ζώνη και τη ζώνη Παξών. Είναι κυρίως εβαπορίτες, ασβεστόλιθοι, φλύσχης, μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι, δολομίτες και μάργες. Η περιοχή δέχεται έντονες τεκτονικές κινήσεις, που πιστοποιούνται με την εκδήλωση συχνών και μεγάλων σεισμικών γεγονότων. Οι έντονες τεκτονικές κινήσεις αποτυπώνονται με την ύπαρξη έντονου ανάγλυφου και σύνθετης γεωλογικής δομής. Η παρουσία μεγάλων ρηγμάτων στην περιοχή, τόσο στην ξηρά όσο και υποθαλάσσια, είναι το αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων. Η τεκτονική αυτή δράση έχει επηρεάσει έντονα και τους γεωλογικούς σχηματισμούς, ώστε αυτοί να είναι έντονα κατακερματισμένοι και εύθρυπτοι» εξηγεί στο «Βήμα» ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) και γεωλόγος κ. Δημήτρης Τσαγκάς.
Η παρουσία ρηγμάτων είναι πιο έντονη στις δυτικές ακτές των νησιών, που έχουν ως αποτέλεσμα το απότομο ανάγλυφο και τις απόκρημνες ακτές. Σύμφωνα με τους μελετητές του ΙΓΜΕ, στην περιοχή των Ιονίων Νήσων, όπως καταδεικνύεται από τους αντίστοιχους χάρτες κατολισθήσεων που παρουσιάζει το «Βήμα της Κυριακής», λόγω των συχνών βροχοπτώσεων, της υψηλής σεισμικότητας αλλά και λόγω της φύσης των τοπικών σχηματισμών, οι οποίοι είναι ευαποσάθρωτοι, καταγράφεται γενικά μεγαλύτερος αριθμός κατολισθητικών φαινομένων. «Στις παραλίες, τα κατολισθητικά φαινόμενα εκδηλώνονται τις πιο πολλές φορές με τη μορφή καταπτώσεων, όπως στη Ζάκυνθο, καθώς υπάρχουν πολλά κατακόρυφα ή και ακόμα με αρνητικές κλίσεις πρανή» σημειώνει ο κ. Τσαγκάς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας τα περισσότερα θύματα προέρχονται από καταπτώσεις, ενώ όπως υπογραμμίζει ο κ. Τσαγκάς το έναυσμα για την εκδήλωση των καταπτώσεων μπορεί να είναι είτε η σεισμική δραστηριότητα, είτε οι βροχοπτώσεις: «Μπορεί όμως και να μην μπορεί να γίνει σύνδεση με κάποιο εξαιρετικό γεγονός. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα γίνει μια κατάπτωση, ώστε ενδεχομένως να μπορούμε να αποφύγουμε τις περιοχές αυτές».
Πρόληψη και κατάλληλη σήμανση
Η μόνη προστασία από τις κατολισθήσεις φαίνεται να είναι η πρόληψη, ο εντοπισμός δηλαδή των επικίνδυνων περιοχών, η οριοθέτησή τους και η κατάλληλη σήμανση. Στην περιοχή του Ναυαγίου υπάρχει, σύμφωνα με τον δήμαρχο του νησιού, κ. Παύλο Κολοκοτσά, προειδοποιητική σήμανση για την πτώση βράχων στην παραλία. Η ιδιαιτερότητα του επιβλητικού βράχου που δεσπόζει πάνω από τον κόλπο είχε κινήσει το ενδιαφέρον ομάδων για αναρριχητικές δραστηριότητες. «Πάντα μας απασχολούσε το γεγονός μιας ενδεχόμενης βραχόπτωσης και για αυτό δεν επιτρέπαμε ουδεμία τέτοια δραστηριότητα γιατί δεν είχαμε συγκεκριμένη μελέτη για τα πετρώματα» τονίζει ο δήμαρχος του νησιού.
Για τη συγκεκριμένη περιοχή έχει ήδη ξεκινήσει η διερεύνηση όλων των παραμέτρων που συνθέτουν το φαινόμενο με στόχο την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων και την αποφυγή ανθρώπινων απωλειών. Η έρευνα αυτή ξεκίνησε έπειτα από πρόταση του Πανεπιστημίου Αθηνών και την πρόσφατη ένταξη του έργου «Λαέρτης – καινοτόμο επιχειρησιακό σύστημα διαχείρισης φυσικών κίνδυνων στην περιφέρεια Ιονίων Νήσων» στο ΕΣΠΑ, τον περασμένο Ιούνιο, από τον περιφερειάρχη κ. Θεόδωρο Γιαλιατσάτο. Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέρχεται στα 2,8 εκατομμύρια ευρώ. «Επειδή είχαμε στο παρελθόν, το 2014-2015, αντίστοιχα φαινόμενα και κάποια μικρότερα περιστατικά κατά τη διάρκεια του χρόνου, αποφασίσαμε ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια επιστημονική αντιμετώπιση. Δηλαδή να εκτιμήσουμε τον βαθμό επικινδυνότητας κάθε πολυσύχναστης περιοχής, να δούμε τι είδους πετρώματα είναι, ποια είναι η συχνότητα των κατολισθήσεων και πώς μπορούν να αποφευχθούν» εξηγεί ο κ. Γαλιατσάτος.
Κλειστό το Ναυάγιο
Η παραλία του Ναυαγίου παραμένει από την περασμένη Πέμπτη κλειστή με απόφαση των τοπικών αρχών και έως ότου ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας.
Αύριο, Δευτέρα, αναμένεται να μεταβεί στο νησί ο κ. Λέκκας για να εκτιμήσει την κατάσταση. «Επειδή τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται δεν είναι η απαγόρευση, γιατί είναι μεγάλες παραλίες και δεν μπορούμε να τις αποκλείσουμε από τον κόσμο, κοιτάμε να κάνουμε τη λεγόμενη ζωνοποίηση των παραλιών αυτών. Να οριοθετηθούν ζώνες χαμηλού, μεσαίου και υψηλού κινδύνου προκειμένου να μειώσουμε τον κίνδυνο. Έναν κίνδυνο που δεν μπορούμε ούτε να τον εξαλείψουμε, ούτε να κάνουμε μεγάλα τεχνικά έργα γιατί αφενός είναι τεράστιο το κόστος και αφετέρου δεν συνάδει με το τοπίο» καταλήγει ο κ. Λέκκας.