Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα υπήρξε η περίοδος κατά την οποία η ανθρωπότητα άρχισε να δρέπει τους καρπούς της κατανόησης θεμελιωδών βιολογικών λειτουργιών. Η κατανόηση αυτή προέκυψε από εντατικές ερευνητικές προσπάθειες προηγούμενων δεκαετιών, οι οποίες αφενός κατέδειξαν ότι το DNA ήταν το μόριο της κληρονομικότητας – δηλαδή ο γενετικός κώδικας – και αφετέρου αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο αυτό λειτουργεί τόσο στα κύτταρα των ανώτερων οργανισμών όσο και σε κύτταρα βακτηρίων και ιών.

Εξοπλισμένοι με αυτή τη γνώση, οι επιστήμονες μπόρεσαν να σχεδιάσουν καινοτόμα προϊόντα δίνοντας γένεση στη σύγχρονη βιοτεχνολογία. Πρώτο βιοτεχνολογικό προϊόν υπήρξε η παραγόμενη από μικροοργανισμούς ανθρώπινη ινσουλίνη, η οποία παρήχθη από την εμβληματική εταιρεία βιοτεχνολογίας Genentech και χάρη στην οποία αναρίθμητοι διαβητικοί ασθενείς σώθηκαν από τις παρενέργειες που προκαλούσε η χοίρεια ινσουλίνη που ελάμβαναν μέχρι τότε.

Στη διάρκεια αυτής της ιδιαίτερα εύφορης περιόδου άνθησε επαγγελματικά ο Στέλιος Παπαδόπουλος, ο οποίος άφησε την ακαδημαϊκή πορεία του για να στραφεί στον επενδυτικό τομέα και ιδιαίτερα σε εταιρείες με επιστημονικές βάσεις από τον χώρο της βιολογίας και της ιατρικής. Εν καιρώ ίδρυσε και στήριξε νεοφυείς εταιρείες βιοτεχνολογίας και πρόσφερε συμβουλές και χρηματοδότηση σε πολλές άλλες. Βλέπετε, ο δρόμος από το εργαστήριο ως την αγορά είναι μακρύς και απαιτεί εξωγενή βοήθεια, κυρίως οικονομική αλλά και συμβουλευτική.

Συναντήσαμε τον Στέλιο Παπαδόπουλο, ο οποίος – διόλου τυχαία – χαίρει διεθνούς αναγνώρισης ως «πατριάρχης» της βιοτεχνολογίας, στο συνέδριο Bio3 Forum και του ζητήσαμε να μοιραστεί μαζί μας το απόσταγμα της μεγάλης εμπειρίας του.

Ξεκινήσαμε την κουβέντα μας ζητώντας να μας εξηγήσει το σκεπτικό μιας ρήσης του, σύμφωνα με την οποία «η επιστήμη είναι όπως το ποδόσφαιρο. Δεν μπορείς να παίζεις μόνος σου και να νομίζεις ότι θα κερδίσεις το παιχνίδι». Διεύρυνε την εικόνα εισάγοντας συνεργάτες και αντιπάλους! «Στον επιστημονικό στίβο χρειάζεται η ομάδα και η συνεργασία και βεβαίως η ευγενής άμιλλα μεταξύ των μελών της. Αλλά χρειάζεται να έχει κανείς τα μάτια του και πάνω στον αντίπαλο. Να ξαγρυπνάει στη σκέψη του γιατί αυτό του δίνει κίνητρο να συνεχίζει και να επιζητεί να κόψει πρώτος το νήμα».

Το να κόψει κανείς πρώτος το νήμα, να ανακαλύψει δηλαδή κάτι που μέχρι πρότινος ήταν άγνωστο, είναι το πρώτο και θεμελιώδες βήμα του μακρού δρόμου προς την καινοτομία. «Καινοτομία δεν υπάρχει χωρίς σωστή επιστημονική βάση» μας είπε ο Στέλιος Παπαδόπουλος, εξηγώντας ότι αυτή η απαραίτητη επιστημονική βάση προκύπτει «από τη βασική έρευνα αιχμής η οποία είναι διεθνώς ανταγωνιστική. Αυτού του είδους η ερευνητική δραστηριότητα οδηγεί σε αποτελέσματα τα οποία στη συνέχεια μπορούν δυνητικά να μεταφραστούν σε καινοτόμες θεραπείες».

Μοιραία παρανόηση

Η λέξη «δυνητικά» είναι εδώ το κλειδί της υπόθεσης: τα ερευνητικά αποτελέσματα είναι αναρίθμητα και μόλις ένα ελάχιστο ποσοστό αυτών μεταφράζεται σε προϊόντα. Μάλιστα, στο σημείο αυτό ο συνομιλητής μας θέλησε να διευκρινίσει μια παρανόηση η οποία έχει προκύψει από τις ιστορίες επιτυχίας στο πεδίο των υπολογιστών.

Μπορεί οι Στιβ Τζομπς (Steve Jobs) και Στιβ Βόζνιακ (Steve Wozniak) να έστησαν την Apple σε ένα γκαράζ, αλλά αυτό δεν μπορεί να ισχύσει για τη βιολογική έρευνα, η οποία εκπονείται και ανθεί υπό συγκεκριμένους όρους και σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. «Δεν υπάρχει σπουδαία βιολογία που να ξεκινάει από ένα γκαράζ!» μας είπε εμφατικά, προσθέτοντας ότι για να γεννηθεί το επόμενο καινοτόμο βιοτεχνολογικό προϊόν απαιτείται «χρόνος, εφευρετικότητα, εμπειρία, σκληρή δουλειά, κεφάλαιο και, πού και πού, λίγη τύχη!».

Ιδιόμορφη σχέση

Αν τα παραπάνω θεωρηθούν τα συστατικά για τη συνταγή επιτυχίας στη βιοτεχνολογία, είναι προφανές ότι το εγχείρημα είναι συλλογικό.

Η σχέση έρευνας και καινοτομίας είναι, κατά τον συνομιλητή μας, ιδιόμορφη: «Μπορεί η έρευνα και η καινοτομία να συνδέονται άρρηκτα, αλλά δεν ζουν μαζί!» επεσήμανε, εξηγώντας ότι «η έρευνα έχει μια κάποια αφέλεια, εκπηγάζει από την περιέργεια του ερευνητή να ανακαλύψει καινούργια πράγματα, να καταλάβει καλύτερα τον κόσμο γύρω του. Η καινοτομία όμως απαιτεί συγκεκριμένη στόχευση και συντεταγμένα βήματα ως την υλοποίηση του στόχου. Για τον ερευνητή, καινοτόμο μπορεί να είναι οτιδήποτε καινούργιο. Καινοτομία στην επιχειρηματικότητα, όμως, είναι η διαδικασία δημιουργίας νέων προϊόντων ή υπηρεσιών που δημιουργούν οικονομική αξία. Γι’ αυτό ο ερευνητής και ο επενδυτής είναι διαφορετικά επαγγέλματα!».

Μπορεί η έρευνα και η καινοτομία να μη ζουν μαζί, αλλά δεν θα μπορούσαν να ζουν και πολύ μακριά η μία από την άλλη: «Δεν είναι τυχαίο ότι οι θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων βρίσκονται σε στενή γειτνίαση με μεγάλα πανεπιστήμια ή ερευνητικά ιδρύματα. Ετσι δημιουργούνται οικοσυστήματα πολλών ομάδων τα οποία προάγουν την καινοτομία. Οταν δημιουργηθούν οι ομάδες, το σύστημα αρχίζει να δουλεύει και να ανταποδίδει. Και γίνεται θελκτικό στους επενδυτές».

Ελληνική ανευθυνότητα

Με δεδομένο ότι ο Στέλιος Παπαδόπουλος υπήρξε μέλος του ΕΣΕΤΕΚ (παραιτήθηκε όταν υπέβαλε την παραίτησή του και ο κ. Αρταβάνης Τσάκωνας) αλλά και μέλος μιας μεγάλης ομάδας ειδημόνων – μεταξύ των οποίων κορυφαίοι επιστήμονες, διευθύνοντες σύμβουλοι φαρμακευτικών εταιρειών, επενδυτές αλλά και μέλη της κυβέρνησης – η οποία συνέταξε μια εισήγηση για την ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα, το επόμενο ερώτημα ήταν αναπόφευκτο: εκτιμά άραγε ότι θα μπορούσε η χώρα μας να αναπτύξει αυτόν τον τομέα με τρόπο ώστε να γίνει θελκτική στους επενδυτές;

«Ολοι νομίζουν ότι η προσέλκυση επενδυτών είναι το δύσκολο θέμα. Ομως δεν είναι. Οι επενδυτές θα έλθουν. Το χρήμα δεν έχει πατρίδα. Κυνηγά επενδυτικές ευκαιρίες. Το πρόβλημα είναι η δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος, του οικοσυστήματος στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, και δεν είμαι καθόλου πεπεισμένος ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι ώριμες για αυτό. Αυτό που λείπει ιδιαίτερα είναι η έρευνα αιχμής που θα γίνει η βάση για την ίδρυση νεοφυών εταιρειών» μας είπε διευκρινίζοντας: «Διαπιστώνω μια γενικότερη ανευθυνότητα στην αντιμετώπιση του θέματος. Ακούω πράγματα που δείχνουν μια άγνοια του αντικειμένου. Ακούω για νεοφυείς επιχειρήσεις, για πατέντες. Το πόσες πατέντες έχει κανείς δεν αποδεικνύει τίποτε! Το ερώτημα είναι από πόσες πατέντες λαμβάνει κανείς δικαιώματα για προϊόν που δημιουργήθηκε από αυτές. Προς το παρόν και μιλώντας πάντοτε για τη βιοτεχνολογία στην Ελλάδα, ο αριθμός αυτός είναι μηδέν!».

Καθώς την ημέρα της συζήτησής μας ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε από το ίδιο συνέδριο την ίδρυση ξεχωριστού υπουργείου Ερευνας, κλείνοντας τη συζήτησή μας ζητήσαμε το σχόλιό του: «Είναι ένα σωστό πρώτο βήμα, αλλά πολλά άλλα πρέπει να ακολουθήσουν. Κρατάω μικρό καλάθι!» ήταν η απάντησή του.

Η σημασία της πατέντας

Κατά τη διάρκεια της διάλεξής του στο Bio3 Forum, ο Στέλιος Παπαδόπουλος ανέτρεξε στην ιστορία της Βιοτεχνολογίας για να μιλήσει με παραδείγματα για τη σημασία των πατεντών. Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε ανακάλυψη, το 1973, ερευνητών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, η οποία αφορούσε ένα «όχημα» μεταφοράς DNA από κύτταρο σε κύτταρο αλλά και σε ανακάλυψη, το 1975, βρετανών επιστημόνων οι οποίοι περιέγραψαν τη μέθοδο για την παραγωγή μονοκλωνικών αντισωμάτων, δηλαδή αντισωμάτων τα οποία σχεδιάζονται για να στρέφονται εναντίον ενός και μόνο στόχου και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως φάρμακα.

Το αμερικανικό πανεπιστήμιο φρόντισε να λάβει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το εύρημα των επιστημόνων του, πράγμα που του απέφερε στη συνέχεια εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε δικαιώματα. Αντίθετα, το βρετανικό γραφείο πιστοποίησης ευρεσιτεχνιών απέτυχε να δει τη δυναμική του επιτεύγματος των βρετανών επιστημόνων και απέρριψε το αίτημά τους για πατέντα. Σήμερα, υπάρχουν εκατοντάδες θεραπείες που βασίζονται στα μονοκλωνικά αντισώματα και ο κύκλος εργασιών της αγοράς αυτής ξεπερνά τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια! Πράγμα που σημαίνει ανυπολόγιστα διαφυγόντα κέρδη για τη Βρετανία.

Οπως τόνισε ο κ. Παπαδόπουλος, τα παραπάνω δείχνουν ότι «η αξιοποίηση μιας τεχνολογίας ευρείας εφαρμογής δεν επηρεάζεται μεν από το καθεστώς ευρεσιτεχνίας της, ωστόσο η ανάπτυξη εμπορικών προϊόντων εξαρτάται απόλυτα​ από την αυστηρή προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ώστε να είναι ανταποδοτική»​.