H πρώτη σκέψη που μου γεννήθηκε διαβάζοντας το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα ήταν στην πραγματικότητα ένα ερώτημα. Το ερώτημα αν συλλογικά ως κοινή γνώμη, ως πολίτες, έχουμε να κερδίσουμε ή να χάσουμε από το να βουτήξουμε και πάλι στα σκοτεινά νερά του 2015, στα τραυματικά γεγονότα εκείνης της εποχής και όσων ακολούθησαν.

Το ερώτημα δεν είναι αν έχουν να κερδίσουν τα πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας, από το να καταθέσει τη δική του οπτική των γεγονότων ή η κυβέρνηση βρίσκοντας ευκαιρία να κάνει αντιπολίτευση ή άλλα πρόσωπα, όπως ο Βαρουφάκης και ο Καμμένος, που βρήκαν και πάλι μερικές στιγμές δημοσιότητας.

Το ερώτημα είναι εμείς οι πολίτες κερδίζουμε; Ποιος ωφελείται από το βιβλίο; Εκείνος ή εμείς; Ή μήπως με έναν τρόπο και οι δυο; Η απάντηση δεν είναι κατά τη γνώμη μου ούτε εύκολη ούτε αυτόματη ή αυτονόητη.

Υπάρχει η ανάγνωση ότι σε έναν χρόνο πιο ουδέτερο, πιο αποφορτισμένο και πάντως σε μια πολιτική καμπή και πάλι, είναι χρήσιμο να ξαναδούμε και τα πρόσωπα και τα γεγονότα πριν αποφασίσουμε πού να τα τοποθετήσουμε, πιθανώς δε πριν κληθούμε να πάρουμε νέες αποφάσεις.

Ηταν ο Τσίπρας ένας πολιτικός αριβίστας ο οποίος ανέβηκε πάνω στο κύμα της Ιστορίας και έριξε ως μη ώφελλε μια κυβέρνηση τότε που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τις περιπέτειες ή ήταν ένας θαρραλέος αριστερός ιδεολόγος ο οποίος εκπλήρωσε το ιστορικό και πατριωτικό του καθήκον παίρνοντας στα χέρια του τότε την «καυτή πατάτα» την οποία θα μπορούσε να αφήσει κάλλιστα στα χέρια άλλων;

Τέτοια ερωτήματα με χαρακτήρα διλήμματος προκύπτουν πολλά κατά την ανάγνωση του βιβλίου. Ποιος ωφελείται τώρα από την απάντηση αυτών των διλημμάτων;

Ποιος και γιατί αποφασίζει ότι πρέπει να ξανακάνουμε τώρα αυτή τη συζήτηση την ώρα που η χώρα πρέπει να τραβήξει μπροστά; Ξανά τα διπλά νομίσματα, ξανά η δραχμή και δώσε τα «ντου στο νομισματοκοπείο» και τα «όχι Αγία Πετρούπολη, σύντροφοι, Λένινγκραντ!».

Την ατζέντα λοιπόν τώρα την έβαλε ο Τσίπρας, και αυτό από μόνο του πάντα στη δημόσια σφαίρα θεωρείται επιτυχία.

Ο Τσίπρας επέβαλε την ατζέντα και όρισε και τον χρόνο την επιβολής της, αποκήρυξε επιλογές και πρόσωπα και ως εδώ ας πούμε καλά. Εκανε τη μισή – πιθανότατα αναγκαία – δουλειά. Μας είπε τι δεν είναι πια, μάλλον τι δεν θα έκανε ξανά, μάλλον με ποιους δεν θα συμπορευόταν πλέον, τι ήταν λάθος. Γενναίο αλλά ωφέλιμο κυρίως για τον ίδιο.

Για την κοινή γνώμη του 2025 ωφέλιμο θα ήταν να μας πει ποιος είναι, τι θα έκανε από εδώ και πέρα, με ποιους θα συμπορευόταν, τι θα πρότεινε, τι θα πρέσβευε και πώς ακριβώς θα το υλοποιούσε.

Με λίγα λόγια, να κάνει και την άλλη μισή δουλειά. Ετσι η συζήτηση θα γινόταν πιθανώς ωφέλιμη πράγματι για όλους.