Σε τεχνικούς όρους, μια «τεχνολογική στοίβα» (tech stack) αναφέρεται σε μια πολυστρωματική αρχιτεκτονική λογισμικού και υλισμικού – στον συνδυασμό τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των σημερινών κρίσιμων υποδομών (από τις πρώτες ύλες και τα μικροτσίπ μέχρι το cloud, τα δίκτυα και την τεχνητή νοημοσύνη).

Τι συμβαίνει όμως όταν μια τεχνολογική στοίβα πολιτικοποιείται; Οταν χρησιμοποείται, παραπλεύρως με ιδεολογικούς μηχανισμούς, από την κρατική εξουσία και τις δυνάμεις της αγοράς, για την κατασκευή ενός συστήματος πλανητικού τεχνοπολιτικού ελέγχου.

Στην πραγματικότητα, αυτό με το οποίο βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι είναι μια «αυταρχική στοίβα», υποστηρίζει η επίτιμη καθηγήτρια του UCL και σύμβουλος ψηφιακής πολιτικής της ΕΕ Φραντσέσκα Μπρία, η οποία ασχολείται με θέματα ψηφιακής κυριαρχίας για πάνω από μια δεκαετία – από τη θητεία της ως διευθύντριας τεχνολογίας του Δήμου Βαρκελώνης μέχρι την πρόσφατη πρωτοβουλία της EuroStack, η οποία στοχεύει να επιταχύνει τις προσπάθειες της Ευρώπης για την ανάκτηση της τεχνολογικής της κυριαρχίας.

«Μετά την επανεκλογή Τραμπ, άρχισα να διαπιστώνω μια σαφή τάση υπονόμευσης της προσπάθειας της Ευρώπης να οικοδομήσει τεχνολογική αυτονομία» λέει η Μπρία στο «Βήμα». «Ετσι, μελέτησα τα συμβόλαια που εξασφάλιζε μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα παραγόντων της Silicon Valley με σαφές ιδεολογικό στίγμα, που είναι κοντά στην τωρινή διοίκηση – αναφέρομαι στο δίκτυο Πίτερ Τιλ, Ιλον Μασκ, Αλεξ Καρπ και Μαρκ Αντρεσεν. Αυτό που διαπίστωσα ήταν μια ταχεία υφαρπαγή: οι εταιρείες τους αποκτούσαν τον έλεγχο τομέων, τους οποίους διακρατούσε το αμερικανικό κράτος – προσωπικά δεδομένα, διαχείριση του χρήματος (μέσω κρυπτονομισμάτων), ενεργειακές υποδομές (ιδίως τον άξονα πυρηνική ενέργεια/τεχνητή νοημοσύνη), δορυφορικές επικοινωνίες, ακόμη και τον ίδιο τον στρατό. Προετοιμάζονταν μάλιστα να εξαγάγουν αυτό το μοντέλο στην Ευρώπη, εκμεταλλευόμενοι τη γεωπολιτική αστάθεια και τον πόλεμο στην Ουκρανία, για να διεισδύσουν βαθύτερα σε λειτουργίες που θα έπρεπε να παραμείνουν υπό κρατική κυριαρχία» προσθέτει.

«Η αφετηρία της ερευνητικής μας δουλειάς ήταν απλή» αφηγείται η Μπρία. «Ακολουθήσαμε το χρήμα και την ιδεολογία που το οδηγεί. Εντοπίσαμε τις εταιρείες και τα επενδυτικά τους οχήματα, τα συμβόλαια που υπέγραφαν με το αμερικανικό κράτος, τα άτομα που τοποθετούσαν στην αμερικανική διοίκηση και το πώς κάθε βήμα ενίσχυε το επόμενο. Αυτό που αποκαλύφθηκε ήταν ένας αυτοενισχυόμενος κύκλος: η ιδεολογία δικαιολογεί την επένδυση, η επένδυση αιχμαλωτίζει την κρατική εξουσία, η κρατική εξουσία εξασφαλίζει συμβόλαια, τα συμβόλαια χτίζουν υποδομές που “κλειδαμπαρώνουν” κρατικές λειτουργίες. Αυτό ακριβώς αποκαλώ “ιδιωτικοποιημένη κυριαρχία”, επειδή ισοδυναμεί με τη μεταφορά βασικών πτυχών της κυριαρχίας σε ιδιωτικά χέρια» (δείτε τα αποτελέσματα της έρευνας στο authoritarian-stack.info).

«Κεντρική θέση σε αυτή την υπόθεση κατέχει το συμβόλαιο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων που υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο ανάμεσα στην αμερικανική κυβέρνηση και την Palantir του Πίτερ Τιλ, που δραστηριοποιείται στους τομείς της άμυνας, της ασφάλειας και στα συστήματα δεδομένων που βασίζονται στη τεχνητή νοημοσύνη» σημειώνει η Μπρία.

«Ουσιαστικά εκχωρεί στρατηγικές στρατιωτικές λειτουργίες – από την αναγνώριση στόχων και την ανάλυση πληροφοριών έως τις επιχειρησιακές αποφάσεις – σε μια ιδιωτική πλατφόρμα, ο ιδρυτής της οποίας (ο Πίτερ Τιλ) έχει δηλώσει ανοιχτά ότι «η δημοκρατία και η ελευθερία δεν είναι συμβατές». Αυτό που παρακολουθούμε είναι η σταδιακή αντικατάσταση βασικών κρατικών υποδομών με συστήματα εταιρειών ιδεολογικά στρατευμένων επενδυτών της Silicon Valley, το σχέδιο των οποίων ευθυγραμμίζεται με μια αυταρχική, μετα-δημοκρατική κοσμοθεώρηση, προειδοποιεί.

Πώς όμως οι πύρινοι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς και της απεξάρτησης από τα επαχθή κρατικά βαρίδια κατέληξαν να επιθυμούν την… κατάληψη του κράτους; «Τα τελευταία χρόνια, πολλοί από αυτούς έχουν στραφεί σε αυτό που τώρα αποκαλούν “πατριωτική τεχνολογία” (patriotic tech)» εξηγεί η Μπρία. «Κάποτε φαντάζονταν μια έξοδο από το κράτος, μια διαφυγή από τη δημοκρατική ρύθμιση. Τώρα έχουν κάνει μια διαφορετική συνειδητοποίηση: γιατί να εξέλθεις από το κράτος όταν μπορείς να το ελέγξεις; Ειδικά αν το σχέδιό σου είναι να το ξαναφτιάξεις σε ένα είδος τεχνο-αυταρχικού ονείρου…». «Είναι κάπως ειρωνικό, δεν είναι;» ρωτάμε. «Απολύτως» απαντά.

Σύμφωνα με την Μπρία, η σύντηξη του λιμπερταριανισμού της Silicon Valley με τον εθνικό συντηρητισμό – η ιδεολογία που στηρίζει τη σημερινή έκκληση για έναν «τεχνολογικό πατριωτισμό» – βασίζεται σε μία κεντρική θέση: ότι η τεχνολογική υπεροχή είναι επιτακτική ανάγκη εθνικής ασφάλειας.

«Ο Αλεξ Καρπ το διατυπώνει ρητά στο βιβλίο του The Technological Republic» σημειώνει. «Υποστηρίζει ότι η Silicon Valley “έχασε τον δρόμο της”, ότι έγινε πολύ προοδευτική, πολύ “woke”, και δεν εξυπηρετούσε πλέον τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή την αμερικανική κυριαρχία. Για τον Καρπ, η Silicon Valley πρέπει να επιστρέψει στην αρχική της αποστολή: σε ένα στρατιωτικοποιημένο τεχνολογικό συγκρότημα στην υπηρεσία της Δύσης, της δυτικής εξαιρετικότητας και υπεροχής».

Και η δημοκρατία; «Ο κίνδυνος είναι ότι την αδειάζεις από μέσα. Μεταφέρεις κρίσιμες αποφάσεις σε ιδιωτικές εταιρείες που διευθύνονται από διοικητικά συμβούλια υπεύθυνα μόνο έναντι των επενδυτών, επενδυτών που έχουν μια ολοένα και πιο μετα-δημοκρατική άποψη για το πού πρέπει να πάει ο κόσμος. Και αυτό δεν αφορά πλέον μόνο τις ΗΠΑ. Το μοντέλο της ιδιωτικοποιημένης κυριαρχίας εξάγεται ήδη. Η Ευρώπη εξαρτάται κατά περίπου 80% από την αμερικανική τεχνολογία – cloud, μικροτσίπ, λογισμικό, επικοινωνίες –, οπότε ένα μεγάλο μέρος της τεχνολογικής μας κυριαρχίας έχει ήδη χαθεί. Αυτό που κάνει αυτή τη φάση πιο επικίνδυνη είναι ότι η τεχνολογία χρησιμοποιείται τώρα ανοιχτά ως γεωπολιτικό όπλο» τονίζει η Μπρία.

Αναφέρεται δε σε συναφή πρόσφατα συμβάντα: «Γνωρίζουμε ότι ο Ιλον Μασκ χειραγώγησε τον αλγόριθμο του X με τρόπους που ενίσχυσαν ακροδεξιές ομάδες κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών. Οταν η τεχνολογία γίνεται όπλο, το γεγονός ότι παράγοντες όπως η Palantir ή ο Μασκ ελέγχουν βασικές ευρωπαϊκές υποδομές ενέχει πραγματικούς κινδύνους πολιτικής αποσταθεροποίησης – ακόμη και αλλαγής καθεστώτος». «Κοιτάξτε την Ουκρανία», προσθέτει, «το Starlink του Μασκ είναι εκείνο που κρατά τη χώρα συνδεδεμένη στο Διαδίκτυο. Αν το κλείσει, η Ουκρανία σκοτεινιάζει».

Τι μπορεί λοιπόν να κάνει η Ευρώπη; «Πρέπει να προσεγγίσουμε την ευρωπαϊκή κυριαρχία με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα» λέει. «Πρέπει να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι αυτά είναι συνηθισμένα συμβόλαια προμηθειών. Οταν ένα κράτος παραδίδει τον έλεγχο των συνόρων, τα συστήματα άμυνας, την κυβερνοασφάλεια ή τα δεδομένα υγείας του πληθυσμού του σε ξένους τεχνολογικούς κολοσσούς, παραδίδει κομμάτια της κυριαρχίας του – η δε ανάκτησή τους αργότερα θα είναι σχεδόν αδύνατη. Αυτές οι λειτουργίες δεν μπορούν να ανατεθούν σε παράγοντες των οποίων τα γεωπολιτικά συμφέροντα είναι ασυμβίβαστα, ή ακόμη και εχθρικά, προς την ευρωπαϊκή δημοκρατία».

«Πρέπει επίσης να σταματήσουμε νέα συμβόλαια που βαθαίνουν την εξάρτησή μας και να επενδύσουμε αντ’ αυτού σε ευρωπαϊκές, δημοκρατικές εναλλακτικές – στο δικό μας cloud, στη δική μας τεχνητή νοημοσύνη, στις δικές μας ασφαλείς δημόσιες υποδομές. Αν αποτύχουμε να το κάνουμε, στο τέλος δεν θα έχει απομείνει καθόλου κυριαρχία για να υπερασπιστούμε».

Ενας παλιός μαρξιστικός προβληματισμός περιστρεφόταν γύρω από το ερώτημα εάν μπορεί κανείς να αλλάξει τον κόσμο χωρίς να καταλάβει την εξουσία. Οι σημερινοί οπαδοί του τεχνο-αυταρχισμού έχουν πάντως καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να κερδίσουν τις εκλογές για να ασκήσουν εξουσία. Αρκεί να υπογράψουν κάποια συμβόλαια εκχώρησης κρίσιμων κρατικών λειτουργιών. Το κομβικό ερώτημα είναι αν το έχουμε καταλάβει κι εμείς…