Στις 7 Νοεμβρίου δημοσιεύτηκε και άρχισε αμέσως να ισχύει ο νόμος που ψήφισε το γαλλικό κοινοβούλιο για τον βιασμό. Από την αντίληψη του βιασμού στηριγμένου στη φυσική βία και τον καταναγκασμό, η γαλλική έννομη τάξη πέρασε πλέον καθαρά στη νέα αντίληψή του ως έλλειψη συναίνεσης.

Η νομολογία του γαλλικού Αρείου Πάγου είχε ήδη διακριτικά καταγράψει τη μετακίνηση. Δεν παύει όμως η νέα νομοθεσία να αποτελεί μια από τις πιο κρίσιμες κοινωνικές αλλαγές της εποχής μας, που, χωρίς υπερβολή, η ακτινοβολία της φτάνει και στην Ελλάδα, καλώντας μας να αναρωτηθούμε γιατί οι Γάλλοι και όχι εμείς.

Η έλλειψη συναίνεσης

Πολλοί θα απορούν για το κατά πόσο χρειάζεται ο νέος ορισμός, όταν η φυσική βία και ο καταναγκασμός, που μπορεί να καλύψουν και καταστάσεις όπως η χρήση απειλών ή  αιφνιδιασμού, αρκούν για να υποδηλώσουν την έλλειψη συναίνεσης. Ομως, το πρόβλημα ήταν ακριβώς αυτό. Οτι, δηλαδή, η έλλειψη συναίνεσης υφίσταται σε πλήθος άλλων καταστάσεων πέραν της βίας ή της απειλής της.

Οι σχέσεις εξάρτησης, αν το ένα σκέλος τους είναι εξ ορισμού ευάλωτο, δημιουργούν ψυχικές στάσεις όπου η σιωπή ή η υποχώρηση δεν σημαίνουν «ναι».

Οι σχέσεις εργοδότη-εργαζομένου, προϊσταμένου-υφισταμένου, προπονητή-αθλητή, καθηγητή-φοιτητή, γιατρού-ασθενούς, φύλακα-φυλακισμένου, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις που τις περιβάλλουν, μπορεί να λάβουν τέτοια τροπή ώστε να ακυρώσουν κάθε αντίσταση του εξαρτημένου μέρους. Να εκμηδενίζουν, και διηνεκώς ακόμη, τη θέλησή του. Σαν να ασκούνταν επάνω του φυσική βία.

Από τα στοιχεία που δόθηκαν κατά τη συζήτηση στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, μόνο το 20% των καταγγελιών για βιασμό αναφέρονταν σε άσκηση φυσικής βίας, ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό όλων των καταγγελιών οδηγούσαν σε ποινική δίωξη, και εν τέλει σε καταδίκη. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τη νομοθεσία ή την εφαρμογή της.

Οι αντιρρήσεις

Το πέρασμα στη Γαλλία από την παραδοσιακή αντίληψη του βιασμού στη νέα δεν συντελέστηκε χωρίς αντιρρήσεις, που, πέραν της πολιτικής τους προέλευσης, δεν θα μπορούσαν να αγνοηθούν.

Η θέση της έλλειψης συναίνεσης στο κέντρο της ποινικής καταστολής του βιασμού αναιρεί – υποστηρίχθηκε – το βασικό δόγμα του Ποινικού Δικαίου για τον σαφή ορισμό της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, καθώς η μετακίνηση στην έλλειψη συναίνεσης σηματοδοτεί αναζητήσεις υποκειμενικής φύσεως, δυσχερώς προσδιορίσιμες.

Σηματοδοτεί, ακόμη, την προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας, και την ουσιαστική ανατροπή του βάρους της απόδειξης, καθώς ο κατηγορούμενος, σε καταστάσεις όπως οι σχέσεις εξάρτησης ή χρήσης αλκοόλ, θα βρίσκεται πάντα στη θέση να οφείλει αυτός να αποδείξει τη συναίνεση.

Εκ πρώτης όψεως σοβαρά, τα επιχειρήματα αυτά απαντήθηκαν και ανατράπηκαν στη γνωμοδότηση που έδωσε εγκαίρως το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας επί του νομοσχεδίου.

Η έννοια της συναίνεσης προσδιορίστηκε ως ελεύθερη αποδοχή και με επίγνωση, ειδική για κάθε συγκεκριμένη επαφή, προκαταρκτική, και μάλιστα ανακλητή καθ’ όλη τη διάρκεια της συνουσίας, ενώ παράλληλα τονίστηκε ότι οι περιβάλλουσες την επαφή συνθήκες, όπως οι σχέσεις εξάρτησης ή χρήσης αλκοόλ, θα λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη.

Πάντα, δε, η φυσική βία, η απειλή, ο καταναγκασμός ή ο αιφνιδιασμός θα σημαίνουν έλλειψη συναίνεσης. Και όλα αυτά θα εκτιμώνται αν ισχύουν όχι μόνο κατά την τελική εκτίμηση της ενοχής του φερόμενου δράστη, αλλά και όταν κινείται εις βάρος του η ποινική δίωξη.

Η ουσία της αλλαγής

Πολλοί αναγνώστες, παρ’ όλα αυτά, δεν θα αισθάνονται άνετα με τις πιο πάνω εξηγήσεις και, κατά βάση, θα αναρωτιούνται μήπως έτσι οδηγούμαστε σε μια άλλη κοινωνία, υπερσυντηρητική, όπου σε κάθε σχέση, όσο αθώα κι αν είναι, θα κυριαρχεί η υποψία της άσχημης τροπής της.  Αυτός είναι ο κίνδυνος. Οι διωκτικές αρχές και οι δικαστές θα πρέπει με πλήρη επίγνωση να τον αντιμετωπίσουν.

Ομως, η επιτυχής προσπάθεια που θα καταβάλλουν θα είναι το τίμημα του σεβασμού της γενετήσιας ελευθερίας των ατόμων που υφίστανται, χωρίς απτή σωματική βία, τον βιασμό της θέλησής τους στον πιο ιδιωτικό χώρο του είναι τους.

Το μήνυμα της νέας νομοθεσίας είναι απλό: «Υποχωρώ δεν σημαίνει θέλω». Οσοι πιστεύουν ότι μπορεί να εκμεταλλευτούν μια κατάσταση δομικής εξάρτησης ή κάμψης της ικανότητας διάκρισης, και προχωρούν, δεν θα βρίσκουν πλέον αρωγό τους το νομοθετικό κενό.  Για να σημαίνει το «ναι» πράγματι «ναι», πρέπει, υπό τις συνθήκες που εκφέρεται, να είναι εύλογα «ναι». Και αυτό εφεξής όλοι οφείλουν να το ξέρουν. Αγνοια νόμου δεν συγχωρείται.

Η ευθύνη του κράτους

Ενας εργαζόμενος σε μπαρ είχε, την πρώτη νύχτα, πελάτες του μια 18χρονη αλλοδαπή και τη μητέρα της. Τη δεύτερη νύχτα, συνεχίστηκε η γνωριμία τους μέχρι που έκλεισε το μπαρ αργά μετά τα μεσάνυχτα. Η μητέρα έφυγε αφήνοντας την κόρη της με τον νέο της γνώριμο. Πριν ξημερώσει όμως, η 18χρονη κατήγγειλε τον βιασμό της από αυτόν.

Ο εισαγγελέας έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να τεθεί στο αρχείο, όπως και τέθηκε με εκτενή αιτιολογία, που βασιζόταν, κατά κύριο λόγο, σε διαφαινόμενη συναίνεση από την έλλειψη πρόδηλων αποδείξεων φυσικού καταναγκασμού.

Η υπόθεση έφτασε στο Στρασβούργο, και το Δικαστήριο βρήκε ότι η χώρα όπου εξελίχθηκε παραβίασε το δικαίωμα της καταγγείλασας τον βιασμό της να μην υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Οταν καταγγέλλεις κλοπή στις Αρχές, αυτές υποχρεούνται στα στοιχειώδη.

Οταν καταγγέλλεις όμως βιασμό, τότε, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι Αρχές υπέχουν – καθώς ο βιασμός εξομοιώνεται με βασανιστήριο – πολλαπλές θετικές υποχρεώσεις εξονυχιστικής διαλεύκανσης.

Πρέπει κανείς να διαβάσει προσεκτικά την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως 38588/21 για να αντιληφθεί το βάθος της αλλαγής που συντελείται.

Η ζωντανή έννοια

Μια αλλαγή υπαρκτή και εδώ στην Ελλάδα, στο θετικό μας δίκαιο, όσο κι αν δεν περιβλήθηκε με πανηγυρισμούς από τους μεν, και σκεπτικισμό από κάποιους άλλους. Η έννοια του βιασμού είναι ζωντανή, και διαμορφώνεται στην κοινωνία από την εξέλιξη στο βάθος της των αξιών και των προτεραιοτήτων της.

Υπερπηδά τις αντιστάσεις των παραδοσιακών δογμάτων του Ποινικού Δικαίου. Και μπορεί πλέον, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, να καλύψει ακόμη και τις περιπτώσεις μακροχρόνιας ψυχολογικής χειραγώγησης.

Το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας το τόνισε αυτό, όταν υπέδειξε ότι η αλλαγή στη νομοθεσία είναι διαπιστωτική του ήδη ισχύοντος δικαίου, και άρα εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε εκκρεμή υπόθεση.

Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.