Μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν αποδυθεί σε αγώνα για να φτιάξουν μια στρατιωτική δύναμη ικανή να πολεμήσει εναντίον της Ρωσίας και να διασώσει την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Προς τον σκοπό αυτόν η πρόεδρος της ΕΕ προέτρεψε τα κράτη-μέλη (α) να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, (β) να σχεδιάσουν οπλικά συστήματα συμβατά μεταξύ τους ώστε να αλληλο-εφοδιάζονται σε καιρό πολέμου, (γ) να επενδύσουν στην αμυντική βιομηχανία και, όταν το κάνουν, (δ) να συνεργάζονται μεταξύ τους στην παραγωγή υλικού για να τεθούν οι βάσεις ενός πανευρωπαϊκού στρατιωτικού συμπλέγματος – κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ως γνωστόν, στις Βρυξέλλες θάλλουν οι λαμπρές ιδέες, εκτός από ένα ζήτημα που μένει στο σκοτάδι: πώς ακριβώς θα βρεθούν οι πόροι για να χρηματοδοτήσουν τα μεγαλεπήβολα σχέδια; Λόγω αυτής της αβλεψίας, τα διευρωπαϊκά δίκτυα του Ντελόρ που σήμερα θα είχαν λύσει το πρόβλημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης δεν ξεκίνησαν καν, ενώ η Στρατηγική της Λισαβόνας που θα έκανε την ΕΕ την πιο ανταγωνιστική οικονομία του πλανήτη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Για να αποφευχθεί ανάλογο κάζο, επιχειρήθηκε αυτή τη φορά να βρεθεί μια κάπως πιο ρεαλιστική διέξοδος με δύο σκέλη:

Κατ΄ αρχάς, να ανεβάσουν τα κράτη-μέλη με δική τους πρωτοβουλία τις αμυντικές δαπάνες ώστε βαθμιαία να πλησιάσουν το 2% του ΑΕΠ και – αν χρειαστεί – να υποκαταστήσουν τις ΗΠΑ στη λειτουργία του ΝΑΤΟ. Το ποσόν το οποίο χρειάζεται εκτιμάται στα 800 δισ. ευρώ, θα εκτείνεται σε μια τετραετία και θα προέλθει από ανακατανομές ευρωπαϊκών πόρων – και εδώ το πιο μαλακό υπογάστριο είναι οι κοινωνικές δαπάνες οι οποίες προφανώς θα μειωθούν αισθητά.

Για να πιάσει καλύτερα το δόλωμα προς τα κράτη, η ΕΕ θα δώσει δάνεια έως 150 δισ. ευρώ συνολικά και επίσης θα τους εφοδιάσει με μια «Ρήτρα Διαφυγής» ώστε οι δαπάνες που μετατίθενται σε εξοπλισμούς να μη μετρήσουν στον υπολογισμό του ελλείμματος. Είναι εύκολο να δει κανείς πόσο επιπόλαια επινοήθηκε ένα τέτοιο σχέδιο και γιατί θα αποτύχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του – και μάλιστα σύντομα:

Πρώτον, οι ΗΠΑ δαπανούν κάθε χρόνο θεαματικά υψηλότερα ποσά για την άμυνα από το σύνολο των κρατών της ΕΕ. Ακόμα και να βρεθούν τα 800 δισ. ευρώ, θα ισοζυγίσουν την απουσία των ΗΠΑ για ένα-δύο χρόνια αλλά όχι παραπάνω. Εάν η ΕΕ βάλει στόχο να διογκώσει υπέρμετρα τις στρατιωτικές δαπάνες και να αποκτήσει τον στρατό που θα αναλογεί σε αυτές, τότε οι κοινωνίες της θα έχουν μεταλλαχθεί σε κάτι τόσο δυστοπικό που κανείς πλέον δεν θα ενοχλείται από την ωμότητα του ρωσικού καθεστώτος.

Δεύτερον, όσο σκληρή και να είναι μια κυβέρνηση στην ΕΕ, είναι αδύνατον να τραβήξει τόσα πολλά κεφάλαια από άλλους τομείς για να αγοράσει όπλα. Πριν προλάβει να πολεμήσει στην Ουκρανία, θα έχει ξεσπάσει (εμφύλιος) πόλεμος στο εσωτερικό της και θα την έχει καταστρέψει.

Τρίτον, η «Ρήτρα Διαφυγής», ναι μεν λογιστικά κρύβει τις νέες αμυντικές δαπάνες από το έλλειμμα, αλλά δεν τις αφαιρεί και από το χρέος της κάθε χώρας. Αρα η δημοσιονομική πίεση παραμένει ακέραιη και οι νέες αγορές όπλων θα επιβαρύνουν κανονικά τοκοχρεολύσια, spreads και επενδυτικές βαθμίδες (μια που τώρα αποκτήσαμε και τέτοιες).

Επειδή ακριβώς είναι προφανές ότι ελλείψει νέων πόρων το φιλόδοξο σχέδιο θα σωριαστεί χάμω για άλλη μια φορά, έγινε μια σκοτεινή μεθόδευση που αν προχωρήσει θα τινάξει τις αξίες και τις προοπτικές της ΕΕ εκ θεμελίων. Το κρυφό χαρτί είναι η Τουρκία, η οποία καλείται τώρα να συμμετάσχει σε όλες τις φάσεις, όπως στην πώληση αμυντικού υλικού στις χώρες της ΕΕ, τη συμπαραγωγή οπλισμού και φυσικά τον συντονισμό και υλοποίηση του νέου ευρωπαϊκού μοντέλου άμυνας.

Υποτίθεται ότι με τη συμμετοχή της θα καλυφθεί ταχύτερα το χάσμα στρατιωτικών δαπανών με τις ΗΠΑ, θα εξαπλωθεί η πολεμική βιομηχανία και θα προστεθεί μεγάλη δύναμη στρατού με εμπειρία πεδίου (εννοούν τις μαζικές σφαγές των Κούρδων). Για να δημιουργηθούν τετελεσμένα, χρειάστηκε αφενός μεν να αποκλειστεί η Ελλάδα από τις κρυφές συσκέψεις στο Λονδίνο και στο Παρίσι και αφετέρου να σπεύσουν τα μεγάλα κεφάλια να εκλιπαρήσουν για τη συμμετοχή της γείτονος.

Είδαμε έτσι τον Τουσκ (ως προεδρεύοντα της ΕΕ) και τον Ρούτε (γ.γ. του ΝΑΤΟ) να παρακαλούν την Τουρκία να δεχθεί, αλλά και τον Φιντάν να ανεβάζει το κασέ λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα έχει ανταλλάγματα σε άλλους τομείς.

Είναι πολλοί που πιστεύουν ότι η πολεμική ισχύς της Τουρκίας έχει τόσο γιγαντωθεί που τελικά θα επιβάλει τη συμμετοχή της στην «Πρόθυμη Συμμαχία» εναντίον της Ρωσίας. Είναι περιττό να αναλογιστούμε πόσες αρνητικές συνέπειες θα επισύρει κάτι τέτοιο για την ασφάλεια της χώρας μας, τις οποίες καμιά αύξηση αμυντικών δαπανών δεν θα μπορέσει τότε να ισοφαρίσει. Εκτός αν καταδείξουμε τις αντιφάσεις που κρύβει μια τέτοια απόφαση της ΕΕ, όπως θα είναι οι εξής:

1 Αυταπάτες: Η Τουρκία ποτέ δεν πρόκειται να πολεμήσει εναντίον της Ρωσίας, η τελευταία φορά ήταν πριν από 150 χρόνια. Αλλωστε σε όλη τη διάρκεια της εισβολής στην Ουκρανία η στάση της ήταν καθαρά φιλορωσική. Ούτε βεβαίως θα κάνει κάτι παρεξηγήσιμο από τη σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ, αφού λόγω αυτής πήρε πάλι το αστέρι του σερίφη στην περιοχή.

2 Κυνισμός: Η Τουρκία είναι ένα κράτος που έχει εισβάλει στην Κύπρο, στη Συρία, στη  Λιβύη, κ.α. Στο εσωτερικό της διώκει τους Κούρδους και φυλακίζει τους αντιπάλους. Πώς είναι δυνατόν μία Ενωση αξιών να συμμαχεί μαζί της για να πετύχει μία νίκη εναντίον αυτών που θεωρεί εισβολείς και αυταρχικούς; Εχει ενδιαφέρον να μάθουμε επίσης αν υπήρξε ποτέ μουσουλμανικό κράτος που υπερασπίστηκε την ελευθερία και τα δικαιώματα χριστιανών όπως περιμένουμε τώρα να συμβεί στην Ουκρανία.

3 Ασυνέπεια: Αν η ΕΕ θέλει καλά και σώνει να απαλλάξει την Ουκρανία από μία βάρβαρη εισβολή, γιατί δεν δοκιμάζει πρώτα να κάνει το ίδιο και στα κατεχόμενα της Κύπρου; Εκεί να δεις εμπειρία επί του πεδίου που θα έχει!

Συμπερασματικά, πιστεύω ότι το αμυντικό σχέδιο της ΕΕ πρέπει να μείνει ερμητικά κλειστό για την Τουρκία γιατί ούτε ουσιαστικό όφελος θα έχει για την Ουκρανία ούτε την ΕΕ θα αναβαθμίσει αμυντικά έναντι των ΗΠΑ. Αν η πρόεδρος Λάιεν θέλει πραγματικά να πετύχει το τελευταίο,  ο μόνος τρόπος είναι να εκδοθούν επαρκή ομόλογα από την ίδια την ΕΕ, όπως έγινε και με το Ταμείο Ανάκαμψης. Αλλη σοβαρή οδός διαφυγής από το στρατηγικό αδιέξοδο της Ενωσης δεν υπάρχει.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.