Πολύ φοβάμαι ότι στο χρονικό σημείο που βρισκόμαστε, λιγότερο από δύο μήνες πριν τις κάλπες, το πολιτικό σύστημα δεν έχει άλλον δρόμο να βαδίσει παρά να εξαντλήσει κάθε μέσο που έχει διαθέσιμο προκειμένου να μην ξαναδούμε τους νεοναζί μέσα στην ελληνική Βουλή.

Ομως τα καμπανάκια ηχούσαν εδώ και πολύ καιρό. Από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση βλέπαμε το κόμμα του Κασιδιάρη να «τσιμπάει», έστω και λίγο κάθε φορά, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο-ορόσημο, που δεν είναι άλλο από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Εκεί πια είδαμε τον Κασιδιάρη να καταγράφει στη μέτρηση της Metron Analysis την είσοδό του στη Βουλή και μάλιστα με σχετική άνεση (3,8% στην πρόθεση ψήφου και άνω του 4% στην εκτίμηση).

Στην ίδια δημοσκόπηση, οι πολίτες άρχισαν να αναφέρουν αυθορμήτως ότι ένα από τα βασικά προβλήματα που τους απασχολούν είναι το πολιτικό σύστημα και οι εκπρόσωποί του αλλά και η εμπιστοσύνη που μπορούν να δείχνουν σε αυτό, εύρημα που δεν είχε εντοπιστεί στις προηγούμενες μετρήσεις.

Είναι λοιπόν περισσότερο από προφανές ότι αυτά τα δύο είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι εξίσου προφανές όμως ότι σε αυτή τη χώρα δεν ξεπηδούν από το πουθενά φασίστες και νεοναζί. Στο ποσοστό του Κασιδιάρη αποτυπώνεται με πολύ καθαρό τρόπο η δυσπιστία μερίδας πολιτών για το πολιτικό σύστημα και τους χειρισμούς του, που εκφράζεται δυστυχώς με αυτόν τον ακραίο τρόπο. Αρα εδώ το πρόβλημά μας δεν είναι ιδεολογικό. Το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο ο Κανελλόπουλος και ο Κασιδιάρης, αλλά το γεγονός ότι ο Κασιδιάρης έφτασε και πάλι στο σημείο να μπορεί να εξασφαλίσει το ποσοστό που θα του ανοίξει την πόρτα της ελληνικής Βουλής.

Αν το πολιτικό σύστημα περιοριστεί μόνο στα διοικητικά μέτρα για να αντιμετωπίσει το μόρφωμα χωρίς ταυτόχρονα να καταβάλει μια ειλικρινή προσπάθεια να αρθούν οι πραγματικές προϋποθέσεις του φαινομένου, τότε μπορεί να έχουμε ακόμη και τα αντίθετα αποτελέσματα. Και κάπου εδώ μπαίνει στη συλλογιστική και η ποιότητα της εν εξελίξει προεκλογικής αντιπαράθεσης. Δηλαδή αν οι δύο πλευρές, Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίσουν να αντιπαρατίθενται για τις βίλες του ενός και τα σπίτια του άλλου – τρέμω τι άλλο θα σκεφτούν μέχρι τις κάλπες -, τότε θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα, διότι το ποσοστό του Κασιδιάρη όπως και όλων των κομμάτων είναι δυναμικό και κανένας δεν εγγυάται ότι δεν θα ενισχυθεί κι άλλο.

Στο διά ταύτα, η παρέμβαση που έγινε ήταν απολύτως αναγκαία και αν χρειαστεί κι άλλη και αυτή θα πρέπει να γίνει. Ομως οι δημοκρατίες δεν μπορούν ούτε να βασίζονται ούτε να πορεύονται εσαεί με απαγορεύσεις, διότι έτσι κινδυνεύουν να διολισθήσουν σε αυταρχισμούς που δεν τους πρέπουν.