Ας υποθέσουμε πως ήταν το «μεγάλο κόλπο». Πως κάποιος επισήμανε τον κίνδυνο να χαθούν καμιά 15αριά ψήφοι από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην ψηφοφορία της Βουλής και κάποιος, έπειτα από μερικά λεπτά δραματικής σιωπής, πέταξε την ιδέα της υβριδικής πατέντας. Ποιος ήταν αυτός ο κάποιος; Και γιατί θαμπώθηκαν όλοι οι υπόλοιποι από τη σύλληψη ενός σχεδίου που πιθανότατα επιδοκιμάστηκε για την ευφυΐα του αλλά σήμερα αποδοκιμάζεται απ’ όλους τους άλλους;
Αυτούς τους άλλους θα άξιζε σήμερα να μετρήσει κανείς για να φτάσει στη ρίζα του αινίγματος. Η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως φαίνεται από τις μετρήσεις, έχει χάσει ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων της στις κάλπες. Με το «μεγάλο κόλπο» – τόσο μεγάλο που μετά την εκτέλεσή του λογίζεται ως «ευτελισμός των θεσμών» – αποκάλυψε ένα πρόβλημα εσωκομματικής συνοχής. Αλλά κυρίως, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ενδοπαραταξιακό μέτωπο, το οποίο συγκροτείται από πρώην αρχηγούς του κόμματος, αυλικούς των προηγούμενων θρόνων, κυβερνητικά στελέχη που κρατούν τις αποστάσεις τους και άλλα που χαράσσουν υγειονομικές ζώνες γύρω από τη σημερινή ηγεσία με το βλέμμα στην επόμενη μέρα.
Το αίνιγμα φωτίζεται έτσι ως ένα πρόβλημα που ξεκινά από τη βάση και φτάνει έως την κορυφή. Στη βάση έχει χαθεί η στήριξη του λεγόμενου «ευρύτερου χώρου» που βγάζει κυβερνήσεις, η κορυφή γκρινιάζει για τη «χαμένη ψυχή της παράταξης» – ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Στα χαμηλά της πυραμίδας προβάλλει η συρρίκνωση. Ψηλά, φωνάζει η απομόνωση.
Το «μεγάλο κόλπο» ήταν από αυτή την άποψη μια γραμμή άμυνας από αυτές που συγκροτούνται σε συνθήκες πίεσης. Η κυβέρνηση παραμένει ασφαλής απέναντι στη θεσμική αντιπολίτευση, στο ερώτημα των ψηφοφόρων «αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος;» εξακολουθεί να μη δίνει απάντηση. Ο αναντικατάστατος πρωθυπουργός, όμως, αρχίζει να εμφανίζεται εντός της παράταξης ως αναλώσιμος αρχηγός. Τον αλλάζουμε, μαζί με όλα τα βαρίδια της κυβερνητικής του θητείας, και παίρνουμε πάλι τα πάνω μας. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, έτσι δεν είναι;
Υπάρχουν, όμως, παράδοξα. Το δημοκρατικό παράδοξο της ιστορίας είναι πως το πολιτικό σύστημα παραμένει ετεροβαρές, σχεδόν μονοπολικό. «Ενα είναι το κόμμα», όχι μόνο με εχέγγυα κυβερνησιμότητας αλλά και πάγκο. Η ΝΔ μόνη της ρωτάει «αν όχι ο Μητσοτάκης, τότε ποιος» και μόνη της απαντάει. Ο άλλος πόλος του συστήματος παραμένει εγκλωβισμένος στα υπαρξιακά του αδιέξοδα, στην αριστερή του εκδοχή ξορκίζει ακόμη φαντάσματα και χίμαιρες του παρελθόντος, δίνοντας απαντήσεις σε πράγματα που δεν ρωτάει κανένας επειδή κανένας δεν ενδιαφέρεται πια να μάθει. Εκεί θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς το ίχνος και τη ρίζα του δικού του προβλήματος. Σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει, εκείνος μοιάζει ασύγχρονος. Πρακτικά μιλώντας, δείχνει σαν να βρίσκεται εκτός εποχής.
Οχι πως η θεσμική αντιπολίτευση δεν κάνει αντιπολίτευση. Αλλά χωρίς μια σκιώδη κυβέρνηση απέναντί της, συντονισμένη με τους καιρούς, η ΝΔ αυτοπροβάλλεται ως μοναδική λύση. Ως λύση με τον Μητσοτάκη από τους εναπομείναντες αφοσιωμένους υπουργούς του καθήκοντος. Ή χωρίς τον Μητσοτάκη από τους δυσαρεστημένους και τους δελφίνους βάρδιας.
Αυτός είναι ο διχασμός που διαχέεται στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και του οποίου η εκδήλωση αποτράπηκε στην ψηφοφορία για την προανακριτική επιτροπή με το μεγάλο κόλπο του ευτελισμού των θεσμών. Το ρήγμα όμως δεν φάνηκε μόνο. Τώρα πια χάσκει. Παίζοντας με τους θεσμούς, η κυβέρνηση πάτησε το λάθος κουμπί. Τώρα αρχίζει η μάχη της επιβίωσης και, όπως συμβαίνει στα κόμματα που είναι αρχηγικά χωρίς να γίνονται προσωποκεντρικά, η μάχη για κάθε έναν από τους παίκτες – από τον τελευταίο βουλευτή έως τον πρώτο δελφίνο – είναι ατομική.
Αυτό, ναι, είναι στην ψυχή της παράταξης.



